Έως 200.000 θα μπορούσαν να ανέλθουν οι εργαζόμενοι από τρίτες χώρες που εκτιμάται ότι μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα και να καλύψουν κενά σε θέσεις εργασίας που υπάρχουν στον ευρύτερο τομέα του τουρισμού. Από αυτούς, οι 80.000 θα μπορούσαν να εργαστούν σε ξενοδοχεία και οι υπόλοιποι 120.000 σε καταστήματα από τον χώρο της εστίασης, σε συγκεκριμένες θέσεις στα μαγειρεία (π.χ. λάντζα), στους χώρους υποδοχής, ακόμα και ως σερβιτόροι.
Η συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ), για το συγκεκριμένο θέμα, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, δεν κατέληξε σε κάποιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Οι εκπρόσωποι της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Επισιτισμό και Τουρισμό (ΠΟΕΕΤ) εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκειά τους για την προοπτική να προκύψουν αθρόες εισροές εργαζομένων από ξένες χώρες. Τονίστηκε ότι δεν υπάρχει σαφές θεσμικό πλαίσιο εργασίας και εκφράστηκαν φόβοι ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υπάρχει ο κίνδυνος να συμπιεστούν ακόμα περισσότερο οι μισθοί. Επίσης, επισημάνθηκε το πρόβλημα να καταστρατηγηθούν οι όροι εργασίας, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης εργαζόμενοι από άλλες χώρες.
Στη συνεδρίαση παρέστη και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, ο οποίος επέμεινε να παγώσει η διαδικασία και ζήτησε το θέμα να παραπεμφθεί στην Ανώτατη Επιτροπή Εργασίας. Πρόκειται για ένα θεσμοθετημένο όργανο, στο οποίο προεδρεύει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και συμμετέχουν σε αυτό οι αρμόδιοι υπουργοί, αλλά και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων. Ένα όργανο όμως που έχει καταστεί ανενεργό από το 2012.
Σε κάθε περίπτωση οι συνδικαλιστές του κλάδου τονίζουν ότι συνεχίζει να καθυστερεί η επέκταση της συλλογικής σύμβασης των ξενοδοχοϋπαλλήλων. Ως αποτέλεσμα διαπιστώνονται κρούσματα μείωσης μισθών. Εάν, μάλιστα, ανοίξει ο δρόμος για τη μαζική είσοδο στην Ελλάδα εργαζόμενων από τρίτες χώρες, τότε η συγκεκριμένη σύμβαση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλίδα για τις αποδοχές που θα χορηγούνται. Σε διαφορετική περίπτωση, η περαιτέρω πίεση στις αποδοχές, τόσο των ξένων όσο και των Ελλήνων εργαζομένων, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Επίσης, τίθεται θέμα εκπαίδευσης όσων θα εισρεύσουν από ξένες χώρες, καθώς και γνώσης της γλώσσας. Πρόκειται για δύο ξεχωριστά πεδία, που μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες εκμετάλλευσης, αλλά και να μειώσουν την ποιότητα στο παρεχόμενο προϊόν, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό ότι πρόκειται για τον τουρισμό.