«3+1 ξεκάθαρες κουβέντες με αφορμή τον ΟΠΕΚΕΠΕ», αναφέρει ο κ. Χαρίτσης και εξηγεί:
«1. Η κυβέρνηση μπορεί να ψάξει και το πώς μοίρασε τις πατάτες ο Καποδίστριας.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να αλλάξει το εξής: η δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αφορά την περίοδο 2019-2022. Τα χρόνια του κυρίου Μητσοτάκη.
Θέλω να σημειώσω εδώ κάτι. Η δικογραφία αναφέρεται σε δύο Υπουργούς που συνδέονται με τη δράση ενός μαφιόζικου μηχανισμού που έκλεψε -αυτή είναι η λέξη για να συνεννοούμαστε- δημόσιο χρήμα.
Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για Εξεταστική αποσκοπεί στο να πάει η δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα σκουπίδια. Γιατί, κάθε της λέξη, ενοχοποιεί το επιτελικό κράτος της διαφθοράς και της εξαγοράς.
2. Η κοινή πρόταση Νέας Αριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποτελεί τη μόνη ορθή νομικά και πολιτικά επιλογή.
Στηρίζεται στα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για να διερευνηθούν οι ποινικές ευθύνες των δύο Υπουργών και είναι το εμπόδιο στην παραγραφή και στο καταχώνιασμα της υπόθεσης. Προέκυψε μέσα από εντατική μελέτη μιας τεράστιας δικογραφίας και πλέον είμαστε βέβαιοι ότι η υπόθεση αυτή δεν σταματά εδώ.
Αυτό ανέδειξα στην παρέμβασή μου στη Βουλή -αυτή που προκάλεσε τη στημένη «οργή» του κυρίου Πιερρακάκη- για τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι κάθε λογής “εκσυγχρονιστές” του κράτους, απλώς αποδεικνύονται στην πράξη ίδιοι με αυτούς που χρεοκόπησαν τη χώρα και μετά έλεγαν “όλοι μαζί τα φάγαμε”.
3. Τώρα που τα σκάνδαλα φανερώνουν το πραγματικό πρόσωπο της Δεξιάς, δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην κυβέρνηση να απαλλαγεί από την βαριά ευθύνη που τη βαραίνει».
Ακολούθως απευθύνεται στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη και γενικεύει: «Το ΠΑΣΟΚ, όπως έκανε και με το “παρών” στην αντισυνταγματική τροπολογία Πλεύρη, ξαναπέφτει στο κενό των ίσων αποστάσεων που σημαίνει ένα πράγμα: την ταύτιση με τη Νέα Δημοκρατία. Θα πρότεινα στον κύριο Ανδρουλάκη να διαβάσει ξανά τη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Εκεί, όλα είναι σαφή και δεν αφήνουν περιθώρια για τετριμμένα μισόλογα, ανιστόρητους συμψηφισμούς και μικροκομματικούς ελιγμούς που αφήνουν την κοινωνία αδιάφορη.
Το συμπέρασμα:
Το ερώτημα “μετά τον Μητσοτάκη τι;” απαιτεί καθαρή απάντηση.
Γιατί η κοινωνία έχει απαντήσει στο τι δεν θέλει – δεν θέλει αυτό που ζει.
Και περιμένει να δει μια πρόταση που θα την πείσει ότι αυτό που θέλει – ένα άλλο σχέδιο, μια άλλη πολιτική προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας – μπορεί να γίνει πράξη».