Φίλος παρατήρησε εύστοχα σε ανάρτησή τους πως μέσα σε λίγα 24ωρα πέθαναν ο άνθρωπος, που μας έδωσε ένα τσουβάλι λεφτά, ο άνθρωπος στον οποίο ξοδέψαμε μεγάλος μέρος των χρημάτων αυτών και ο άνθρωπος, που μας πήρε ό,τι είχε απομείνει.
Από την εποχή των πακέτων Ντελόρ και των γενναίων ευρύτερα κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, που έβρισκε την Ελλάδα να ξενυχτάει στα μπουζούκια, και από εκεί σε μία κρίση χρέους, που έφερε τα μνημόνια και τη σκληρή, γερμανικής συνταγής λιτότητα, έχουν αλλάξει πολλά και άλλα μένουν επίμονα τα ίδια.
Η αυτοκριτική παραμένει πάντα πιο δύσκολη για δικές μας πράξεις και παραλείψεις από την απόδοση ευθυνών (δικαίως και αδίκως) σε άλλους και οι αντιπαραθέσεις για μεγάλες προσωπικότητες που φεύγουν από τη ζωή έχοντας αφήσει ισχυρό το αποτύπωμά τους, είναι πάντα παρούσες. Παλαιότερα πυροδοτούσαν εντάσεις στα παραδοσιακά καφενεία και σήμερα στα διαδικτυακά των social media.
Το τελευταίο μόνο διάστημα διχαστήκαμε για το τι ήταν και τι κληρονομιά άφησε ο Χένρι Κίσινγκερ, για το τι σήμαιναν για την Ευρώπη και την Ελλάδα ο Ζακ Ντελόρ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, για το πώς και πόσο μας άγγιξαν τα Φιλαράκια και η ξαφνική απώλεια του Μάθιου Πέρι, ακόμη και για τη σπουδαιότητα ή μη της καψούρας των εφηβικών χρόνων που είχε για μουσική υπόκρουση γνήσιες λαϊκές φωνές, όπως του Βασίλη Καρρά.
Όλες οι απόψεις σεβαστές όσο δεν ολισθαίνουν στη χυδαιότητα και τον μηδενισμό όσο δεν είναι απλά μία επίθεση για την επίθεση (σχεδόν πάνω από το φέρετρο), μία «υποχρεωτική» συμβολή στην κουλτούρα της ακύρωσης. Είδαμε και τέτοιες εκφράσεις. Όπως είδαμε και σοβαρές αναλύσεις, συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, αλλά και ευφυή σχόλια όχι τόσο για τα πρόσωπα που έφυγαν αυτά καθεαυτά όσο για το πώς έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη. Από τα πιο εύστοχα ένα σκίτσο με τρεις τεμνόμενους τίτλους για τα όσα κοινά μοιράζονται Κίσινκερ, Σόιμπλε και Καρράς. Ακριβώς στο κέντρο, η φράση: «Απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις…». Αφιέρωση – μήνυμα με πολλούς αποδέκτες.