Από πάντα, δέσμια του μαμαδίστικου ενστίκτου σου, με ρωτούσες «πεινάς;» «έφαγες;» «σε βλέπω κομμένη». Όλες αυτές οι οισοφαγικές ερωτήσεις από τη μία μου έδιναν στα νεύρα, από την άλλη με τύλιγαν με μια γλυκιά θαλπωρή. Γιατί δεν ξέρω για τον έρωτα, αλλά η αγάπη σου περνούσε πάντα από την καρδιά, κάνοντας μια μεγάλη στάση στο στομάχι.
Η κουζίνα σου, με τον απορροφητήρα να γουργουρίζει μονίμως ήταν πάντα το κατάφυγιό μου και ας μην στο έχω πει ποτέ.
Από τότε που διάβαζα τα μαθήματά μου, εκεί στο τραπέζι με το καρό τραπεζομάντιλο και από πάνω το διαφανή μουσαμά και σε ένιωθα να πηγαινοέρχεσαι στην κουζίνα κάνοντας δουλειές. Έλυνα τις ασκήσεις μου, ενώ το γιουβέτσι που αργοψηνόταν γαργαλούσε τα ρουθούνια μου παρέα με τους ήχους που έκαναν τα καπάκια από τις κατσαρόλες σου, οι κουτάλες, και η βρύση που έπλενες τα λερωμένα ταψιά. Αυτό ήταν «σπίτι». Αυτή η κουζίνα σου, με όλα τα κακόγουστα μπιχλιμπίδια, τα γουρουνάκια στο ψυγείο, ένα γυάλινο καγκουρό που στο μάρσιπό του έμπαιναν χαρτοπετσέτες και κάτι κρεμάστρες-λουλουδάκια για τις πετσέτες ήταν αισθητικά ο εφιάλτης μου από τη μία και σαν το χέρι σου πάνω μου όταν είχα πυρετό, από την άλλη.
Μεγάλωσα, μπήκα στο Πανεπιστήμιο και ήρθα Αθήνα. Φοιτητική ζωή, ανέμελα χρόνια και εσύ πάντα μαζί μου, στο πλευρό μου με σήμα το τάπερ. Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος αγάπης που ήξερες και που έφερνες στο dna σου από τη δική σου μάνα, και εκείνη από την δική της. Όλες μια φρουρά που είχαν μάθει να μπουκώνουν τα παιδιά τους με φαγητά, γιατί η θρέψη ήταν η υπέρτατη απόδειξη της αγάπης τους. Ένα συναίσθημα συμπυκνωμένο στην κλασική ερώτηση «έφαγες;» που δήλωνε «έγνοια».
Τέσσερα χρόνια τα τάπερ ταξίδευαν στην πρωτεύουσα για να γεμίσουν το ψυγείο μου, μην και μου λείψει τίποτα, μην και τολμήσω να φάω «τις βρωμιές απ’ έξω», μην «θελήσω να φάω απ’ έξω και είναι νύχτα», μην και γίνει σεισμός, πόλεμος, πέσει ακρίδα και δεν έχω να ΦΑΩ. Γιατί για σένα, καλύτερα να μην είχα περάσει σε 2 μαθήματα παρά να είμαι νηστική.
Τέσσερα χρόνια το ψυγείο μου ήταν γεμάτο από αμέτρητα τάπερ ποτισμένα με στοργή, φροντίδα και «μου λείπεις». Και όταν σου τέλειωναν κι αυτά, επιστράτευες συσκευασίες για να δημιουργήσεις νέα τάπερ. Κεσέδες από φέτα, κουβάδες από γιαούρτι, ή τη συσκευασία της αγαπημένης σου Φυτίνης έκαναν μια χαρά τη δουλειά τους, άσε που ήταν ό,τι πρέπει για κοτόσουπες, φασολάδες, φακές…
Και ενώ με τάιζες σαν θρεφτάρι, όποτε ερχόμουν στο χωριό, με έβρισκες πάντα «κομμένη». Έπιανες το πηγούνι μου με το χέρι σου, γυρνούσες το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, με έκοβες από πάνω μέχρι κάτω και με κάθιζες στο τραπέζι κάνοντας «τς, τα, τς». Και πριν προλάβω να σου πω τα νέα μου μου έχωνες στο στόμα μια μπουκιά παστίτσιο που είχε περισσέψει από το μεσημέρι, για «να σταθώ» λίγο και μετά με άφηνες να μιλήσω.
Και πάλι έφευγα φορτωμένη με τα άδεια τάπερ που σου είχα φέρει γεμάτα, και αυτό το γαστρονομικό αλισβερίσι μεταξύ μας τελείωσε μαζί με τις σπουδές μου.
Και αν με ρωτήσεις τώρα, που έγινα κι εγώ μάνα, τι μου λείπει περισσότερο από σένα, θα σου πω, αυτό το ταξίδι με τα τάπερ. Γιατί τα τάπερ σου ήταν για μένα γράμματα που έκλειναν μέσα τους όλα αυτά που δεν μου έλεγες με λόγια συχνά, γιατί δεν ήσουν καλή στα λόγια.
Και αν με ρωτήσεις πόση αγάπη χωράει σε ένα τάπερ, θα σου πω, όλη η αγάπη του κόσμου χωράει. Και είναι τόση πολλή, που αρκεί για να «ταΐσει» όλους τους πεινασμένους της γης.
Από την Φαίη Ζησοπούλου
Πηγή : citypatras.gr