Ο Ραχμάν, ένας 21χρονος Παλαιστίνιος μίλησε στον Guardian για τη σοκαριστική ιστορία της ζωής του, ως ασυνόδευτο προσφυγόπουλο στην Ευρώπη.
Μιλά σουηδικά, μπλεγμένα με μερικές νορβηγικές εκφράσεις – η ικανότητά του να μιλά και τις δύο γλώσσες οφείλεται στα σχεδόν πέντε χρόνια που πέρασε στην καθεμία χώρα ως έφηβος. Ήταν τα χρόνια που διαμόρφωνε την προσωπικότητά του. Τότε έμαθε ότι οι χειρονομίες που έμοιαζαν ευγενικές, όπως η προσφορά μιας δωρεάν στέγης, μπορεί να άνοιγαν την πόρτα σε ανείπωτα βασανιστήρια.
Ήταν μια εποχή που όποια βάσανα και αν περνούσε ο Ραχμάν, δεν του εξασφάλιζαν το δικαίωμα της νόμιμης παραμονής στην Ευρώπη. Το στάτους του παράτυπου μετανάστη άνοιγε το δρόμο για αποτρόπαια εγκλήματα εις βάρος του, με τους εγκληματίες να παραμένουν ατιμώρητοι. Τον έχουν εκμεταλλευτεί και έχει απελαθεί, όμως το όνειρό του για την Ευρώπη μένει ζωντανό. Έχει καταφέρει να επιστρέψει στην ήπειρο, όμως το μέλλον του είναι αβέβαιο.
Τον Οκτώβριο του 2013, ο 15χρονος Ραχμάν έφτασε μόνος του στη Σουηδία. Όπως και άλλοι νεαροί πρόσφυγες, είχε ακούσει καλά λόγια για τη χώρα: Εκεί, τα παιδιά ήταν προστατευμένα, μπορούσαν να πάνε στο σχολείο και να νιώθουν ασφαλή, οι άνθρωποι σέβονταν τα δικαιώματά τους και σχεδόν όλα καταφέρνουν να μείνουν εκεί.
Μεγάλωσε στην Ιορδανία, όπου είχαν φτάσει οι γονείς τους ως πρόσφυγες από τη Γάζα. Οι νόμοι πολιτογράφησης της Ιορδανίας δεν είχαν χώρο για τον Ραχμάν, αφήνοντάς τον απάτριδα. Όταν ο πόλεμος στη Συρία έμπαινε στην τρίτη χρονιά του, ο πατέρας του ήθελε να τον στείλει να πολεμήσει εναντίον του συριακού καθεστώτος. Η μητέρα του διαφωνούσε και ο έφηβος δραπέτευσε ακολουθώντας την ελπίδα της για ένα τόπο όπου θα ήταν ασφαλής.
Στη Σουηδία, ο Ραχμάν ζούσε σε μια δομή προσφύγων, πήγε στο σχολείο και σύντομα άρχισε να μαθαίνει τη γλώσσα. Στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε ποδόσφαιρο. Όμως παρά την ηλικία του, και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε στην Ιορδανία, το δικαστήριο μετανάστευσης της Στοκχόλμης απέρριψε την αίτηση ασύλου του το καλοκαίρι του 2014.
Χωρίς να ξέρει τι να κάνει, ο Ραχμάν εγκατέλειψε τον ξενώνα νεότητας της Στοκχόλμης για να αποφύγει την απέλαση και διέκοψε την επικοινωνία με τον κηδεμόνα που του είχε ορίσει το κράτος.
Τότε συνάντησε τον Μάρτιν: Έναν άνδρα περίπου 30 ετών, με ξυρισμένο κεφάλι και χρυσές αλυσίδες στο λαιμό του. Όταν ο Μάρτιν αντιλήφθηκε την κατάσταση του Ραχμάν, τον κάλεσε στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Στοκχόλμης.
Όταν έφτασε εκεί, ο Ραχμάν σοκαρίστηκε. Κάποιοι άνθρωποι σνίφαραν κόλλα, άλλοι έκαναν χρήση κοκαΐνης. Του έδωσαν ένα ποτό – ήταν η πρώτη φορά που έπινε αλκοόλ. Οι αναμνήσεις του από εκείνο το βράδυ είναι θολές. Ο Μάρτιν τον πήγε σε ένα δωμάτιο. Κόλλησαν τον Ραχμάν στο έδαφος. Ένιωθε χέρια σε όλο του το σώμα.
Οι βιασμοί και οι ξυλοδαρμοί συνεχίστηκαν επί μήνες. Ο Μάρτιν απειλούσε να τον σκοτώσει αν προσπαθούσε να το σκάσει. Ο Ραχμάν είχε δει όπλα και μαχαίρια στο διαμέρισμα και δεν τολμούσε να διαφωνήσει ή να κάνει ερωτήσεις. «Δεν είχα πού να πάω. Δεν είχα λεφτά. Και δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει», λέει.
Πολλοί άνθρωποι έρχονταν στο διαμέρισμα και δουλειά του Ραχμάν ήταν να το κρατά καθαρό. Του έδιναν φαγητό σε πακέτο και ναρκωτικά. Ο Μάρτιν μπορούσε να πάρει τηλέφωνο οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας και τον έστελνε με μια σακούλα και τη διεύθυνση στην οποία έπρεπε να την παραδώσει. Τον έστελναν σε ταξίδια διακίνησης ναρκωτικών σε όλη την Ευρώπη. Σε αυτές τις περιπτώσεις του έδιναν καινούργια ρούχα, ένα πλαστό διαβατήριο και μια βαλίτσα. Ο Ραχμάν, συνήθως έχοντας κάνει χρήση ναρκωτικών, κοιμόταν στη διάρκεια των πτήσεων.
Είναι ένας από τα χιλιάδες παιδιά που έχουν φτάσει τα τελευταία χρόνια στη Σουηδία απλώς για να εξαφανιστούν, όταν καταρρέουν τα όνειρά τους για παραμονή στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τη σουηδική υπηρεσία μετανάστευσης, 2.014 ασυνόδευτοι ανήλικοι έχουν εξαφανιστεί από το 2013 – αριθμός που αντιστοιχεί σε 70 σχολικές τάξεις. Η απειλή της απέλασης συχνά αναφέρεται ως αιτία για αυτές τις εξαφανίσεις, όπως και η εμπορία ανθρώπων.
Όμως κανείς δεν ξέρει πραγματικά. Γιατί κανείς δεν τα ψάχνει. Η αστυνομία κρατά αρχεία, όμως συχνά δεν διενεργεί έρευνες για τα παιδιά. Οι δήμοι δηλώνουν ότι τα παιδιά δεν κατοικούν πια στην επικράτειά τους – επομένως δεν αποτελούν ευθύνη τους. η υπηρεσία μετανάστευσης αναφέρει ότι δεν μπορεί να εξετάσει υποθέσεις εξαφανισμένων παιδιών. Το 2016, η επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ επέκρινε τη Σουηδία για την αποτυχία της να αποτρέψει αυτές τις εξαφανίσεις.
Σύμφωνα με αναφορές της αστυνομίας και προκαταρκτικές έρευνες, περισσότερες από τις μισές υποθέσεις συνδέονται με σεξουαλική σκλαβιά, ενώ σχεδόν τα μισά από τα θύματα είναι αγόρια. Η αστυνομία έχει αποτύχει συστηματικά στην αντιμετώπιση του trafficking.
Ο Ραχμάν ήταν μια τέτοια περίπτωση. Μετά από πολλούς μήνες κατάφερε να δραπετεύσει από τον Μάρτιν και να φτάσει στη Νορβηγία. Εκεί κατέθεσε και πάλι αίτηση ασύλου και δήλωσε στις αρχές ότι ήταν θύμα trafficking. Ο Ραχμάν και ο δικηγόρος του ένιωσαν ότι οι αρχές δεν πήραν στα σοβαρά την υπόθεσή του. επειδή το φερόμενο ως trafficking συνέβη στη Σουηδία, η νορβηγική αστυνομία μεταβίβασε την υπόθεση στους Σουηδούς συναδέλφους. Ο Ραχμάν δεν εμπιστευόταν τους ερευνητές σε καμία από τις δύο χώρες. Δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται πόσο επικίνδυνο θα ήταν για εκείνον να καταγγείλει τον Μάρτιν χωρίς να είναι σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Η έρευνα της σουηδικής αστυνομίας τελικά πάγωσε. Η αίτησή του για άσυλο στη Νορβηγία απορρίφθηκε. Πλέον ήταν 18 ετών – τυπικά δεν ήταν πια παιδί. Το καλοκαίρι του 2018, απελάθηκε στην Ιορδανία.
Έχοντας ζήσει σχεδόν πέντε χρόνια στην Ευρώπη, ο Ραχμάν δυσκολεύτηκε με τους περιορισμούς της Ιορδανίας. Δεν μπορούσε να επιστρέψει στην βαθιά θρησκευόμενη οικογένειά του: Πλέον κάπνιζε, έπινε αλκοόλ και φορούσε σκουλαρίκι. Χωρίς ιορδανική ταυτότητα, δεν δικαιούνταν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και δεν μπορούσε να πάει στο σχολείο.
Η αστυνομία φαινόταν να απολαμβάνει να τον παρενοχλεί. Τον ρωτούσαν γιατί είχε πάει στην Ευρώπη και γιατί γύρισε. Δεχόταν τον χλευασμό των φίλων και των συγγενών του: πού ήταν τα χρήματα, η επιτυχία, τα ακριβά πράγματα; Για λίγο καιρό εργαζόταν 12 ώρες την ημέρα σε μια τουριστική αγορά. Ο μισθός του δεν αρκούσε για να πληρώσει το νοίκι του. Μετά από μερικές εβδομάδες αποφάσισε να φύγει και πάλι.
Πρώτα προσπάθησε να έρθει στην Ελλάδα, μέσω Τουρκίας, όμως το κίτρινο βαρκάκι του σταμάτησαν Τούρκοι λιμενικοί. Μετά από ενάμιση μήνα στις τουρκικές φυλακές, επέστρεψε στην Ιορδανία.
Ορισμένοι Νορβηγοί φίλοι του κανόνισαν να μείνει με γνωστούς του στο Κόσοβο, από όπου σκόπευε να συνεχίσει τη διαδρομή του στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Όμως τον συνέλαβαν στο Μοντενέγρο και αναγκάστηκε να γυρίσει στο Κόσοβο. Εκεί αρρώστησε σοβαρά. Επέστρεψε πάλι στην Ιορδανία. Ήδη όμως έκανε σχέδια για την επιστροφή του στην Ευρώπη.
«Δεν μπορώ να χτίσω εδώ τη ζωή μου», έλεγε το καλοκαίρι του 2019, μιλώντας στην Κάτια Βάγκνερ. «Θέλω να γυρίσω στην Ευρώπη. Δεν θα τα παρατήσω ποτέ».
Αυτή τη φορά πήγε στο Μαρόκο. Ο Ραχμάν ήξερε ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν το πιο επικίνδυνο από όλα. «Όμως θα τα καταφέρω, είμαι σίγουρος», επέμενε. Αργότερα το ίδιο καλοκαίρι, έφτασε στα μαροκινά σύνορα με το ισπανικό απεσπασμένο έδαφος της Μελίγια.
Αυτή η διαδρομή προς την Ευρώπη προστατεύεται από συρματοπλέγματα και ελέγχεται από drones. Οι μετανάστες και τα αγόρια από το Μαρόκο στην ηλικία του βρίσκονται παντού, ελπίζοντας να περάσουν τα σύνορα τη νύχτα. Κάποιοι προσπαθούσαν για μήνες, ακόμη και για χρόνια. Το σχέδιο του Ραχμάν ήταν να κολυμπήσει γύρω από τους θαλάσσιους φράχτες, ένα επικίνδυνο πλάνο, καθώς οι συνοριοφύλακες συχνά πυροβολούν τους κολυμβητές με πλαστικές σφαίρες. Οι τέσσερις πρώτες προσπάθειές του απ΄πετυχε, και τραυματίστηκε σε μια πτώση πριν τελικά καταφέρει να βγει στο λιμάνι της Μελίγια.
«Είμαι τόσο χαρούμενος – είμαι πάλι στην Ευρώπη!», έγραφε σε μήνυμά του.
Τρομαγμένος ότι θα τον επαναπροωθήσουν στο Μαρόκο, κρύφτηκε σε εμπορικό πλοίο προς την ισπανική ενδοχώρα. Του έδωσαν καταφύγιο σε δομή μεταναστών, και 50€ το μήνα για να επιβιώσει. Όμως έξι μήνες μετά, αυτή η βοήθεια σταμάτησε, ακριβώς τη στιγμή που η πανδημία έπληττε την Ευρώπη.
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Ραχμάν κρατούσε επαφή με την Κάτια Βάγκνερ, και όποιες και αν ήταν οι συνθήκες, πάντα της έλεγε ότι είναι καλά. Ήθελε να μένει αισιόδοξος, όπως τόνιζε και να συνεχίζει να προσπαθεί για αυτό που λαχταρά: μια φυσιολογική ζωή, σε ένα σπίτι. Ήθελε να μάθει ξένες γλώσσες και να εργάζεται στον τουριστικό τομέα, αφού ήταν εξοικειωμένος με το να γνωρίζεται με νέα πρόσωπα.
Όμως τώρα δεν μπορεί να μιλήσει για το μέλλον του. Δεν ξέρει καν τι θα του φέρει το αύριο, που θα κοιμάται ή τι θα φάει. Έχει σκεφτεί δυο λύσεις, καμία εκ των οποίων δεν του αρέσει: να αρχίσει και πάλι να πουλά ναρκωτικά ή να κάνει ένα έγκλημα για να τον συλλάβουν. «Αν με συλλάβουν, θα έχω κάπου να μείνω μέχρι να τελειώσει η πανδημία», λέει.
Το ευρωπαϊκό του όνειρο τον έκανε να γυρίσει. Παρά τις δοκιμασίες που έχει περάσει, αυτό το αγόρι χωρίς πατρίδα πλέον έχει γίνει ένας νεαρός άνδρας. Όμως εξακολουθεί να μην έχει χαρτιά. Η διαδικασία ασύλου στην Ισπανία μπορεί να κρατήσει ακόμη και 18 μήνες και τα αποτελέσματά της είναι αμφίβολα – και αυτά ίσχυαν πριν την πανδημία. Σκέφτεται τη Σουηδία και τη Νορβηγία όμως αμφιβάλλει αν έχει ελπίδες. Από τη Σκανδιναβία μέχρι την Ιορδανία, ποτέ δεν του έχουν δώσει το δικαίωμα να ανήκει κάπου. «Γιατί συμβαίνει αυτό;», αναρωτιέται. «Γιατί δεν μπορώ να είμαι νόμιμος πουθενά;»
Πηγή: www.theguardian.com, in.gr