Στο φουλ βάζει και φέτος τις «μηχανές» ο φοροελεγκτικός μηχανισμός για ξεκαθάρισμα των εισπράξιμων και οριστικά ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών προς το Δημόσιο.
Κεντρικός στόχος της ΑΑΔΕ είναι να «καθαρίσει» περαιτέρω η λίστα των οφειλετών και να στραφεί αποκλειστικά σε οφειλέτες που μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους.
Είναι αξιοσημείωτο, άλλωστε, ότι από το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος των 113,75 δισ. ευρώ, που ήταν με βάση τα τελευταία στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων τον Δεκέμβριο του 2022, ποσοστό 21,3% αυτού, που αντιστοιχεί σε 26,28 δισ. ευρώ, αφορά οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, με αποτέλεσμα το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου, να ανέρχεται πλέον στα 87,47 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ανωτέρω συνολικό ποσό χρεών, δηλαδή τα 113,75 δισ. ευρώ, τη μεγαλύτερη «συμμετοχή» την έχουν τα νομικά πρόσωπα, τα οποία χρωστούν 74,25 δισ. ευρώ, ενώ καθόλου αμελητέα δεν είναι φυσικά τα χρέη που έχουν αφήσει τα φυσικά πρόσωπα, καθώς ανέρχονται σε 39,5 δισ. ευρώ.
Το σίγουρο είναι ότι οι οφειλέτες, μέχρι η εφορία να χαρακτηρίσει τις οφειλές τους ανεπίδεκτες, θα περνούν από τριπλό εξονυχιστικό έλεγχο, καθώς ο φοροελεγκτικός μηχανισμός θα ψάχνει εξονυχιστικά τους ίδιους αλλά και όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα για να διαπιστώσει ότι δεν έχουν στη κατοχή τους κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία και ότι έχουν ασκηθεί εναντίον τους όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά μέτρα, όπως κατασχέσεις και ποινικές διώξεις.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι με βάση τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) προβλέπεται ακόμη και η πρόσληψη ιδιωτών «ντετέκτιβ» για να βοηθήσουν στην έρευνα των οφειλετών του Δημοσίου. Ειδικότερα, ο νόμος δίνει πλέον τη δυνατότητα, προκειμένου να εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία των υπόχρεων ή συνυπόχρεων προσώπων και να διασφαλιστεί η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, να ανατίθεται η έρευνα σε ελεγκτικές εταιρείες ή δικηγόρους ή δικηγορικά γραφεία ή κοινοπραξίες αυτών.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που θα περάσουν από την τριπλή έρευνα και θα καταχωρηθούν στο βιβλίο των ανεπίδεκτων είσπραξης θα μπορούν να διαγραφούν μετά την πάροδο δεκαετίας, όμως σε όλο αυτό το διάστημα τόσο οι οφειλέτες όσο και τα συνυπόχρεα πρόσωπα δεν θα μπορούν να λάβουν αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, ούτε άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, ενώ θα είναι δεσμευμένοι οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα.
Επισημαίνεται ότι η διάκριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης γίνεται βήμα βήμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του επικαιροποιημένου Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, που παραμένουν σταθερές και, μεταξύ άλλων, προβλέπουν ότι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ. και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
β) Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
γ) Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών. Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από την καταχώρηση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώρηση:
α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
Σε κάθε περίπτωση το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρησή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
Επισημαίνεται ότι οφειλή που έχει καταχωρηθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/finance/economy/1453739/gkazi-sto-xekatharisma-forologikon-ofeilon/