Πριν από μια δεκαετία, ο Paul Singer τα έβαλε με την κυβέρνηση της Αργεντινής — και κέρδισε. Την επόμενη εβδομάδα, το διαβόητα επιθετικό αφεντικό του hedge fund Elliott Investment Management θα συγκρουστεί με έναν προμαχώνα του Σίτι, το Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (LME), που έχει ιστορία 146 ετών.
Για τον Singer, η υπόθεση είναι προσωπική, λένε αρκετοί γνωρίζοντες το θέμα. Όταν στις 8 Μαρτίου του περασμένου έτους το LME αποφάσισε να ακυρώσει συναλλαγές νικελίου πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι τιμές εκτοξεύθηκαν στα ύψη, ο Singer τρόμαξε και θύμωσε. Όπως επισημαίνει σε ρεπορτάζ του το Bloomberg το είδε ως μια διαστροφή της ελεύθερης αγοράς με λίγα προηγούμενα στη σύγχρονη ιστορία των οικονομικών.
Μέσα σε μια μέρα η Elliott Investment Management είχε προσλάβει δικηγόρους για να κινηθεί νομικά κατά του χρηματιστηρίου. Τώρα, ο αγώνας του Singer οδεύει προς κορύφωση, καθώς οι δικηγόροι της Elliott και της χρηματιστηριακής εταιρείας Jane Street πηγαίνουν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου για να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους κατά του LME σε μια τριήμερη ακρόαση που ξεκινά την Τρίτη.
Η Elliott είναι περισσότερο γνωστή για τις μάχες της κατά χωρών που «κούρεψαν» κρατικά ομόλογά τους, στα οποία είχε επενδύσει ή κήρυξαν στάση πληρωμών. Η πλέον χαρακτηριστική υπόθεση στην οποία έχει εμπλακεί είναι αυτή της Αργεντινής, που περιελάμβανε την κατάσχεση ενός από τα πολεμικά πλοία της χώρας. Έχει επίσης επανειλημμένα λειτουργήσει ως ακτιβιστής επενδυτής, πιέζοντας για αλλαγές σε Δ.Σ. και στρατηγικές, σε εταιρείες, στις οποίες έχει μερίδιο.
Οι επιθετικές τακτικές έχουν αφήσει ιστορία στη Wall Street. Αλλά η Elliott είναι επίσης σημαντικός παίκτης στις αγορές εμπορευμάτων.
Στον απόηχο της κρίσης του νικελίου ενας διαχειριστής χαρτοφυλακίου εμπορευμάτων της Elliott, ο Thom Houlbrook, είχε «χτίσει» μία τεράστια θέση στο μέταλλο. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία θα είχε μεγάλο κέρδος, εάν οι τιμές ανέβαιναν. Και αυτό πράγματι έγινε στις αρχές Μαρτίου, με την τιμή να εκτινάσσεται σε επίπεδα – ρεκόρ στις 7 εκείνου του μήνα.
Τα ξημερώματα της 8ης Μαρτίου, οι τιμές υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες. Και η Elliott ρευστοποιούσε. Μέσα σε λίγες ώρες πούλησε 9.660 τόνους νικελίου έναντι 728 εκατ. δολαρίων (μια μέση τιμή λίγο πάνω από 75.000 δολάρια ο τόνος), με την οποία ουσιαστικά κλείδωσε ένα σημαντικό κέρδος στο ανοδικό στοίχημά της.
Αλλά η αίσθηση ικανοποίησης κράτησε μόνο λίγες ώρες. Στις 8:15 π.μ. ώρα Λονδίνου, το LME ανέστειλε την αγορά. Λίγο μετά το μεσημέρι ακύρωσε αναδρομικά όλες τις συναλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί εκείνη την ημέρα.
Ο Singer εξοργίστηκε. Ο συνάδελφός του δισεκατομμυριούχος ιδρυτής hedge fund, Ken Griffin της Citadel, την περιέγραψε ως «μία από τις χειρότερες μέρες στην επαγγελματική μου καριέρα».
Στον απόηχο της 8ης Μαρτίου, οι δικηγόροι του Έλιοτ συμμετείχαν σε μια δοκιμαστική ανταλλαγή απόψεων με το LME. Κάποια στιγμή, έγραψε στο LME από κοινού με την AQR Capital Management – της οποίας ο συνιδρυτής Cliff Asness υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους επικριτές του χρηματιστηρίου.
Αλλά ενώ η Elliott προχώρησε στην επίσημη αμφισβήτηση της απόφασης του LME μέσω δικαστικής επανεξέτασης, η AQR δεν το έκανε.
Η Jane Street, με πολύ μικρότερη απαίτηση 15 εκατομμυρίων δολαρίων, ήταν το μόνο άλλο μέρος που υπέβαλε μια τέτοια νομική αμφισβήτηση κατά της απόφασης του LME.
Ωστόσο, η υπόθεση είναι πιθανό να είναι μια δύσκολη μάχη, λένε νομικοί εμπειρογνώμονες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν δικαστικές αναθεωρήσεις για την αναθεώρηση της λήψης αποφάσεων από δημόσιους φορείς. Αλλά εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο έχει ληφθεί μια απόφαση, παρά στο αποτέλεσμά της.
Η Elliott και η Jane Street θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι η λήψη αποφάσεων του LME το πρωί της 8ης Μαρτίου ήταν άδικη, παράλογη ή υποκινούμενη από ακατάλληλα κίνητρα. Είναι μια προσέγγιση που είχε κάποια επιτυχία στο παρελθόν. Η United Co. Rusal International PJSC έπεισε επιτυχώς έναν δικαστή το 2014 ότι το LME δεν είχε εξετάσει όλες τις βιώσιμες εναλλακτικές όταν άλλαξε τους κανόνες του, αν και η απόφαση ανατράπηκε αργότερα κατόπιν έφεσης.