Τρία χαριτωμένα τετράποδα βρήκαν φρικτό τέλος στη Μηλίνα από δράση ασυνείδητου, που σκόρπισε τον θάνατο ρίχνοντας φόλες. Μάλιστα, ο ανεγκέφαλος αποπειράθηκε να σκοτώσει ακόμη ένα το οποίο κυριολεκτικά σώθηκε την τελευταία στιγμή καθώς το συμβάν έγινε αντιληπτό έγκαιρα και κατέστη δυνατό να κρατηθεί στη ζωή.
Οι πράξεις φρίκης σημειώθηκαν στο διάστημα εντός του τετραμήνου Φεβρουαρίου – Μαΐου προκαλώντας δικαιολογημένα οργή και αγανάκτηση. Οι κάτοχοι των ζώων δύο Γερμανοί, ένας άνδρας και μία γυναίκα, κατέφυγαν στην Εισαγγελία Βόλου καταθέτοντας μήνυση κατά παντός υπευθύνου για κακοποίηση ζώων.
Η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Βόλου παρήγγειλε διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από το Αστυνομικό Τμήμα Νοτίου Πηλίου με στόχο να εντοπισθούν οι δράστες και να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη.
Στο πλαίσιο της εισαγγελικής έρευνας το Αστυνομικό Τμήμα Νοτίου Πηλίου καλείται να αναζητήσει και συλλέξει κάθε χρήσιμο στοιχείο γύρω από την υπόθεση.
Οι δύο παθόντες περιγράφουν αναλυτικά τη φρίκη που έζησαν όταν βρήκαν τα ζώα που κρατούσαν κοντά τους για συντροφιά σε τραγική κατάσταση. Το ένα από τα τέσσερα κρατήθηκε στη ζωή επειδή έκανε εμετό και έβγαλε τη φόλα. Σε διαφορετική περίπτωση θα είχε χαθεί και εκείνο.
Οι παθόντες δίνουν αναλυτικά στοιχεία στις περιγραφές τους για τους ακριβείς τόπους τέλεσης των πράξεων, τον τρόπο που έγιναν αυτές και τα χρονικά διαστήματα. Παραθέτουν επίσης χρήσιμα στοιχεία που μπορούν να αξιολογηθούν για την περαιτέρω αστυνομική έρευνα.
Η εισαγγελική έρευνα γίνεται για κακοποίηση ζώων κατά αγνώστων. Συγκεκριμένα υπό διερεύνηση είναι αν παραβιάστηκε ο νόμος 4039/2012. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του επίμαχου νόμου απαγορεύεται ο βασανισμός, η κακοποίηση, η κακή και βάναυση μεταχείριση οποιουδήποτε είδους ζώου, καθώς και οποιαδήποτε πράξη βίας κατ’ αυτού, όπως ιδίως η δηλητηρίαση, το κρέμασμα, ο πνιγμός, το κάψιμο, η σύνθλιψη και ο ακρωτηριασμός. Η στείρωση του ζώου καθώς και κάθε άλλη κτηνιατρική πράξη με θεραπευτικό σκοπό, δεν θεωρείται ακρωτηριασμός.
Επιπλέον το άρθρο 20 προβλέπει ότι οι παραβάτες του νόμου τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 5.000 έως 15.000 ευρώ.