Κι εκείνα που δεν είπα, εκείνα που καίνε την ψυχή μου, εκείνα που διαγράφουν πλέον τα μάτια μου, εκείνα περιμένεις;
Πώς να τα βγάλω;
Πώς να μοιράσω την πληγή στα δύο, στα τρία, στα χίλια κομμάτια;
Πώς να εξηγήσεις τα ανεξήγητα, τα αδιαπραγμάτευτα, τα απροσδιόριστα, τα ανεπιφύλακτα, τα ανούσια ή ουσιώδη;
Αυτά που σε έκαψαν κι αυτά που σε καίνε;
Κι ελπίζω να καταλάβω ότι δεν κατανόησα ακόμη.
Κι ελπίζω να αγαπήσω ότι δεν άγγιξα ακόμα.
Κι ελπίζω να μπορώ να αντέξω ότι δεν κατάλαβα και δεν αγάπησα ακόμα.
Για την ώρα προσποιούμαι, καλά ή όχι δεν ξέρω και δεν μ’ απασχολεί, γιατί έτσι κι αλλιώς η προσποίηση δεν μ’ αρέσει.
Λέω καλά για να μην με ρωτήσεις μετά απ’ το όχι ”γιατί”.
Κι όσο εγώ δεν μπορώ να καταλάβω, λειτουργώ επιθετικά σε μένα, ναι σε μένα πάντα επιτίθεμαι, δεν μπορώ να επιτεθώ αλλού, δεν το αντέχω.
Και το κάνω κι αυτό με πάθος, όπως όλα τ’ άλλα.
Εκεί να δεις επίθεση, να γλύφεις και τα δάχτυλα σου.
Και μιλώ και φλυαρώ και τίποτα στην ουσία δεν λέω;
Ποια γαμώ το κέρατο μου είναι η ουσία;
Να πολεμάς συνέχεια ότι αγαπάς;
Να αφήνεις άτομα, συναισθήματα να τα πάρει το ποτάμι, να τα πάει που, πες μου;
Παραπέρα να μην τα βλέπεις.
Κι αν δεν τα βλέπεις πες μου, τα ξεχνάς, τα βγάζεις από μέσα σου;
Πες μου τον τρόπο μωρέ να το κάνω κι εγώ.
Πες μου που βρίσκεται αυτό το ποτάμι να ρίξω κι εγώ εκεί μέσα.
Πες μου και πάψε να γελάς, μ’ ακούς;
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Πηγή : loveletters.gr