Το τελευταίο διάστημα τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού καταγράφουν άνοδο, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι 1 στα 3 παιδιά υφίσταται bullying. Ωστόσο, δεν είναι κάτι που ανακαλύφθηκε το 2024. Όπως επισημαίνει η ψυχολόγος, εκπαιδευόμενη ψυχοθεραπεύτρια, Ελένη Δημακοπούλου* στο naftemporiki.gr, τα περιστατικά αυτά υπήρχαν. Μπορεί όχι με την ίδια μορφή που είναι σήμερα, αλλά υπήρχαν και τα προηγούμενα χρόνια. Εκτιμά, μάλιστα, ότι καθοριστικό ρόλο παίζει η ευκολία στην μετάδοση της πληροφορίας. Και παλιότερα συνέβαιναν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, αλλά όχι με την ίδια ένταση και συχνότητα που συμβαίνουν τώρα.
Η κ. Δημακοπούλου επισημαίνει το αποτύπωμα που άφησε ο εγκλεισμός των προηγούμενων ετών λόγω της πανδημίας σε παιδιά και εφήβους, υπογραμμίζοντας ότι μπορεί να αύξησε τα ένστικτα επιθετικότητας. «Ο εγκλεισμός στην εφηβεία, σε παιδιά που θα πρέπει να είναι με συνομηλίκους τους και αντ’ αυτού αναγκάζονται να μένουν στο σπίτι για 1,5-2 χρόνια» ασκεί μεγάλη επιρροή σε αυτά, καθώς «η κοινωνικοποίηση σε αυτή την ηλικία δεν είναι μια επιθυμία, αλλά μια ζωτική ανάγκη». «Οι έφηβοι έχουν την ανάγκη του ανήκειν και αυτό μπορεί να είναι κινητήρια δύναμη για να δράσουν με έναν τρόπο εκφοβιστικό», προσθέτει.
Πιο συγκεκριμένα, τονίζει ότι «αυτό που γίνεται (σ.σ. σε περιπτώσεις εκφοβισμού) είναι ότι λειτουργεί το ένστικτο της αγέλης». Και εξηγεί: «Κάποιοι έχουν αρχηγικά χαρακτηριστικά, και ακολουθούν οι από πίσω. Αν πάρεις μεμονωμένα τα άτομα αυτά και τα ρωτήσεις «θα ασκούσες ποτέ εκφοβισμό;», υπάρχουν πάρα πολλές πιθανότητες να σου έλεγαν όχι, μεμονωμένα. Την στιγμή που ασκείται ο εκφοβισμός, δρα το κοινωνικό κομμάτι, η ανάγκη του ανήκειν, του να ενταχθούν. Χάνονται οι ισορροπίες». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κ. Δημακοπούλου, η δόμηση της πατριαρχικής κοινωνίας γίνεται πάνω στον διαχωρισμό «αδύναμου- δυνατού». «Οπότε, ένας μέσος έφηβος θα θέλει να τάσσεται στην πλευρά του ισχυρού».
Σχολιάζοντας την πλευρά του θεατή, που βλέπει να εκτυλίσσεται μπροστά του ένα περιστατικό σχολικού εκφοβισμού, η Ελένη Δημακοπούλου αναφέρει ότι «πολλές φορές βλέπουμε ότι υπάρχουν θεατές στα σχολεία ή έξω από τα σχολεία. Γίνεται μια επίθεση και υπάρχουν θεατές, οι οποίοι δεν εμπλέκονται. Υπάρχει περίπτωση αυτά τα παιδιά-παρατηρητές να θέλουν να σταματήσουν την επίθεση; Εννοείται! Αισθάνονται ότι μπορούν να το κάνουν; Όχι πάντα. Αυτές οι επιθέσεις μπορούν να σταματήσουν, αν κάνει κάποιος το πρώτο βήμα». Επεξηγεί μάλιστα, ότι «δεν είναι εύκολο για ένα παιδί στην εφηβεία να παρέμβει για να σταματήσει μια επίθεση, γιατί λειτουργεί αυτό που αναφέρθηκε νωρίτερα. Θέλει δηλαδή να αισθάνεται ότι ανήκει στους δυνατούς. Ωστόσο, υπάρχει και το ενδεχόμενο να φοβάται μήπως στοχοποποιηθεί και αυτό».
Η κ. Δημακοπούλου αναφέρει ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που να έχει το άτομο που υφίσταται τον εκφοβισμό. Επισημαίνει ότι παίζουν ρόλο και τα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, όπως η ψυχική ανθεκτικότητα. «Αυτό είναι κάτι που καλλιεργείται από το κοινωνικό περιβάλλον- την οικογένεια, το σχολείο- αλλά μπορεί να είναι κι ένα εντελώς ατομικό χαρακτηριστικό», συμπληρώνει και υπογραμμίζει ότι δεν δέχεται με τον ίδιο τρόπο το κάθε παιδί την ίδια μορφή εκφοβισμού.
Μιλώντας σχετικά με το αποτύπωμα που αφήνει σε ένα παιδί το bullying που μπορεί να δεχτεί, σημειώνει ότι αυτό μπορεί να επιφέρει κοινωνική απόσυρση, απομόνωση, να μην θέλουν να πάνε στο σχολείο, να μην θέλουν να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, ενώ δεν απέκλεισε τους αυτοκτονικούς ιδεασμούς.
Εξηγεί πως όταν ένα παιδί δέχεται μια τέτοιου είδους επίθεση συνταράσσεται όλη η οργανισμική του ρύθμιση εκείνη τη στιγμή, δεν υπάρχει ισορροπία στον οργανισμό. Τονίζει, δε, πως τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί τα ποσοστά εφηβικής κατάθλιψης.
«Τα σχολεία έχουν πολύ συγκεκριμένο τρόπο που διαχειρίζονται τέτοια περιστατικά», αναφέρει η κ. Δημακοπούλου. «Το πιο πιθανό είναι να πάνε να πιάσουν το μαθητή-θύτη να μιλήσουν. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ένταση στον δράστη, μεγαλύτερο θυμό. Σε πολλές περιπτώσεις κινητήρια δύναμη είναι ο θυμός. Άρα τα παιδιά-θύματα σκέφτονται τις επιπτώσεις του να μιλήσεις και πολλές φορές είναι κάτι που βάζουν «κάτω από το χαλί», το περνάνε όλο μόνα τους και δεν έχουν κάπου να πιαστούν».
Εξαιρετικά μεγάλη έμφαση δίνει η κ. Δημακοπούλου στην πρόληψη, εξηγώντας ότι «η καταστολή μετά δεν είναι τόσο εύκολη, ώστε να διαφοροποιηθούν τα πράγματα, διότι θα πάρει ένα τιμωρητικό πρόσημο».
Εξέφρασε την άποψη ότι τα σχολεία, σε ό,τι έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των περιστατικών εκφοβισμού, υπολειτουργούν λόγω της έλλειψης ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικών παιδαγωγών. «Δεν υπάρχει επάρκεια ανθρώπων (σ.σ. στα σχολεία) που με τις γνώσεις τους μπορούν να βοηθήσουν. Δεν θα έπρεπε το «μπαλάκι» να πέφτει στους δασκάλους. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο ζήτημα», προσθέτει.
«Με τις αυστηρές σχολικές ποινές μπορεί να δημιουργηθεί ένα αίσθημα φόβου. Το αν θα έχει τελικά ο φόβος αποτέλεσμα είναι κάτι αμφιλεγόμενο. Δηλαδή ένα παιδί που θα ασκήσει bullying, το πιο πιθανό είναι στην σκιά μιας αυστηρής ποινής να προσαρμόσει τις μεθόδους του, ώστε να μην γίνει αντιληπτό, π.χ. εκφοβισμός εκτός σχολείου», υπογραμμίζει η κ. Δημακοπούλου.
Όπως εξηγεί η ψυχολόγος, «τα παιδιά στην εφηβική ηλικία αναζητούν την ταυτότητά τους. Είναι η πιο δύσκολη περίοδος που θα περάσει ένας άνθρωπος. Εκείνη τη στιγμή θέλει να αισθανθεί το παιδί ότι εδραιώνεται στην κοινωνία, στο σχολικό περιβάλλον». Εστιάζοντας στα κίνητρα για εκφοβισμό, εντοπίζει μηχανισμούς, όπως η προβολική ταύτιση, σχολιάζοντας ότι «μπορεί ένας έφηβος να βλέπει σε ένα άλλο παιδί κομμάτια του εαυτού του που δεν αντέχει, ακριβώς επειδή βιώνει μια περίοδο ρευστότητας, αναζήτησης ταυτότητας. Υπάρχει όμως και το κομμάτι μη αποδοχής της διαφορετικότητας». Τονίζει, μάλιστα, ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας καλλιεργείται από το σπίτι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η κ. Δημακοπούλου επισημαίνει τον ρόλο της μίμησης, κάνοντας λόγο για ένα «από τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν έφηβο».
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο σχολικός εκφοβισμός έχει πάρει διαφορετικές μορφές απ’ αυτές που είχε στο παρελθόν. Ωστόσο, η ψυχολόγος σημειώνει πως σε οποιοδήποτε χρονικό πλαίσιο «μιλάμε για τραύμα». Και συμπληρώνει ότι «οι μορφές εκφοβισμού, πλέον, είναι «πολύ εύκολες». Πλέον μπορεί να είναι πιο εύκολο για ένα παιδί να το εφαρμόσει με το σκεπτικό ότι δεν θα το βρουν. Η ευκολία στην πρόσβαση μπορεί να το κανονικοποιήσει».
Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό ζήτημα είναι αν το τραύμα που δημιουργείται στα παιδιά-θύματα μπορεί να ξεπεραστεί και με ποιο τρόπο. «Δεν είναι κάτι εύκολο. Είναι δύσκολο να έρθει η αναδόμηση της πεποίθησης που μπορεί να έχεις. Ναι μεν μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις το άτομο να το καταφέρει μόνο του, αλλά σε άλλες περιπτώσεις χρειάζεται μια κατεύθυνση», υπογραμμίζει. Άρα, κρίνει ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί «με ψυχοθεραπεία και με το κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον, γιατί είναι το νούμερο ένα που κάνει όλη τη δουλειά».
*Ελένη Δημακοπούλου- Ψυχολόγος (BSc,PGDip), @the_therapy_touch