Την ανάγκη να προχωρήσουν μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στην Ευρώπη ώστε να κλείσει η ψαλίδα του χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Intrakat, Αλέξανδρος Εξάρχου, από το βήμα του 27th Economist Government Roundtable.
Στο πλαίσιο συζήτησης με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και πρόεδρο του Ινστιτούτου Jacques Delors, Enrico Letta, και τη συντάκτρια του Economist και αναλύτρια Joan Hoey, ο κ. Εξάρχου σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους οι πολίτες των χωρών του Νότου επωμίστηκαν ένα δυσβάσταχτο κόστος χωρίς να διαθέτουν, όμως, κανέναν μηχανισμό αποσυμπίεσης, με αποτέλεσμα οι οικονομίες τους, και ιδιαίτερα εκείνη της Ελλάδας, να βρεθούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός επενδυτικού χάρτη.
Ο επικεφαλής της Intrakat τόνισε ότι πλέον η Ελλάδα επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, μετά από μία τεράστια προσπάθεια, ανακτώντας την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι το χάσμα από την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει μεγάλο, θέτοντας ως παράδειγμα το γεγονός ότι η Ελλάδα δαπανά τεράστιους πόρους για την εθνική άμυνα, οι οποίοι κακώς προσμετρώνται στο έλλειμμα εξ αιτίας των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης, χωρίς την ίδια στιγμή η χώρα να απολαμβάνει ευρωπαϊκή προστασία στο θέμα αυτό.
Ο κ. Εξάρχου συμπλήρωσε πως η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, υπέστησαν τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και σήμερα αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο πληθωρισμό των τελευταίων δεκαετιών. Παρ’ όλα αυτά, σημείωσε, η διαχείριση των συνεπειών επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών – μελών, χωρίς να υπάρχει κανένας κοινός ευρωπαϊκός μηχανισμός για να στηρίξει τις πιο αδύναμες χώρες, παρατήρησε.
Ως παράδειγμα αυτής της ασυμμετρίας, ο επικεφαλής της Intrakat συνέκρινε τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη χειρίστηκε την πανδημία – όπου δόθηκαν κοινές πανευρωπαϊκές λύσεις – με εκείνον που προσεγγίζει το ζήτημα της ανόδου των επιτοκίων και της πληθωριστικής πίεσης σε προϊόντα και υπηρεσίες, όπου κάθε κράτος – μέλος καλείται να το αντιμετωπίσει μόνο του.
Έτσι, συμπέρανε ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, συμμετέχουν σε ένα σκληρό νόμισμα κι ελέγχονται από τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές της ευρωζώνης, όμως την ίδια στιγμή καλούνται να ανταποκριθούν με δικά τους μέσα σε ανελαστικές ανάγκες και κρίσεις, για τις οποίες δεν ευθύνονται, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται οι ανισότητες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατέληξε δε λέγοντας πως η Ευρώπη οφείλει να αποφασίσει αν θέλει μια πραγματική Ένωση – υπό ομοσπονδιακή μορφή – ή όχι, καθώς δεν είναι δυνατόν να αφήνονται ειδικά οι ευάλωτες χώρες χωρίς ουσιαστική στήριξη και προστασία.