Οι Έλληνες καταναλωτές φαίνεται να ανησυχούν περισσότερο για την πρόσβασή τους σε βασικά αγαθά (41%) και τη δουλειά τους (38%), σε σχέση με το παγκόσμιο δείγμα (28% και 26% αντίστοιχα), αλλά και τους Ευρωπαίους καταναλωτές (19% και 15%).
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η εκτιμώμενη αλλαγή στις δαπάνες του νοικοκυριού τους επόμενους τέσσερις μήνες δείχνουν σημαντικά στοιχεία. Η ισχυρότερη πρόθεση για μείωση των δαπανών κατά το επόμενο τετράμηνο καταγράφεται στα είδη πολυτελείας (80% των ερωτώμενων), στο φαγητό από έξω/delivery (70%), στα δώρα για τρίτους και στις φιλανθρωπικές δωρεές (63%), στον εξοπλισμό άθλησης και άσκησης, στις συνδρομές σε γυμναστήρια και αθλητικές δραστηριότητες, στις ψυχαγωγικές δραστηριότητες εκτός σπιτιού, και στα πρόχειρα γεύματα, γλυκά και αλμυρά σνακ, που βρίσκονται όλα στο 62%, και τέλος, στις αγορές άλλων διαρκών αγαθών (61%)
Αναφορικά με την αλλαγή του τρόπου αγοράς προϊόντων ως αποτέλεσμα της αύξησης της τιμής τους, οι κατηγορίες στις οποίες οι καταναλωτές περιορίζουν, κατά κύριο λόγο, τις ποσότητες που αγοράζουν είναι τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αξεσουάρ (35%), τα προϊόντα καλλωπισμού και τα καλλυντικά (30%), οι εμπειρίες εκτός σπιτιού (28%), τα αλκοολούχα ποτά (27%), το αέριο/καύσιμα (27%) και η ενέργεια οικιακής χρήσης (27%), σηματοδοτώντας μία τάση αυτοπεριορισμού, εγκράτειας και ορθολογικής διαχείρισης. Κατηγορίες τις οποίες οι καταναλωτές σταμάτησαν να αγοράζουν σε σχετικά υψηλά ποσοστά είναι οι εμπειρίες εκτός σπιτιού, όπως συναυλίες, κ.λπ. (16%), τα αλκοολούχα ποτά (13%) και, σε μικρότερο βαθμό, τα μη αλκοολούχα ποτά (9%) και τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης (9%). Ειδικότερα οι καταναλωτές ηλικίας 30-39 ετών εμφανίζονται σημαντικά πιεσμένοι και φαίνεται να έχουν ήδη πάρει περισσότερα μέτρα λόγω αύξησης της τιμής των προϊόντων, και δη το πιο δραστικό, να σταματήσουν, τουλάχιστον προσωρινά, την αγορά προϊόντων κατηγοριών όπως ιατρικά/φαρμακευτικά είδη, ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ και προϊόντα καλλωπισμού και καλλυντικά.
Η τάση συγκέντρωσης μίας σειρά δραστηριοτήτων γύρω από το σπίτι ενισχύεται σημαντικά, κατά την εποχή του υψηλού πληθωρισμού τόσο στην Ελλάδα. Το σπίτι αποκτά πλέον έναν πιο βιωματικό και πολυσυλλεκτικό ρόλο και εξελίσσεται σε ένα πολυμορφικό hub όπου ο καταναλωτής θα μαγειρεύει, θα περνάει χρόνο και θα διασκεδάζει περισσότερο, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για τις μάρκες, ως προς την ανάπτυξη και την προώθηση σχετικών προτάσεων προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι η τάση αυτή διαπερνά όλες τις γενιές, συμπεριλαμβανομένων των νέων, που παραδοσιακά έτειναν πάντα προς την κοινωνικοποίηση εκτός σπιτιού. Στο πλαίσιο αυτό, ένας στους δύο καταναλωτές εκτιμά ότι θα μαγειρεύει περισσότερο (50% από 39% πέρσι), θα περνά περισσότερο χρόνο (41% από 29%), και θα διασκεδάζει περισσότερο στο σπίτι (40% από 28%).
Σχετικά με την εκτιμώμενη οικονομική κατάσταση σε 12 μήνες, η μελέτη της ΕΥ δείχνει πως αισθητά πιο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι νέοι 18-29 ετών (39%), ενώ, αντίστροφα, πιο απαισιόδοξοι δείχνουν οι ερωτώμενοι ηλικίας 40-49 (40%) και 50-64 (34%) και όσοι ζουν εκτός Αττικής (33%). Οι Έλληνες, ωστόσο, παραμένουν πιο απαισιόδοξοι σε σχέση με το παγκόσμιο δείγμα. Μακροπρόθεσμα τα στοιχεία για τα σημαντικότερα αγοραστικά κριτήρια σε τρία χρόνια από τώρα δείχνουν ότι σμαντικότερο αγοραστικό κριτήριο σε τρία χρόνια από σήμερα παραμένει η τιμή (76%), Ακολουθούν η ποιότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας (52%) και το αν το προϊόν είναι υγιεινό ή κάνει καλό στον καταναλωτή (47%). Έμφαση δίνεται επίσης στην προέλευση και συγκεκριμένα τη χώρα παραγωγής (15%) και αν έχει παραχθεί τοπικά (13%).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυξάνεται η προθυμία αγοράς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και η πιστότητα στις μάρκες δεν είναι δεδομένη. Επίσης περιορισμένη φαίνεται η επιρροή των influencers. Στην Ελλάδα η επιρροή των influencers στην αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών φαίνεται να είναι ακόμη περιορισμένη, καθώς μόλις 4% των ερωτώμενων δήλωσαν ότι επηρεάζονται συχνά, 12% μερικές φορές, ενώ 83% σπάνια ή ποτέ. Οριακά υψηλότερη είναι η επιρροή μεταξύ των γυναικών και σημαντικά υψηλότερη μεταξύ των ατόμων που ανήκουν στην Generation Z, όπως είναι λογικό, με δεδομένη την ευρύτερη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο οι αναλυτές της ΕΥ τονίζουν ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα, αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσει την παγκόσμια τάση.
Αντίστοιχη επιφυλακτικότητα παρατηρείται και για τις λύσεις τεχνητής νοημοσύνης. Με λίγες εξαιρέσεις, λιγότεροι από ένας στους δέκα καταναλωτές στην Ελλάδα δήλωσαν ότι έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη σε παραγόμενα της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ για την πλειοψηφία των εφαρμογών που αναφέρθηκαν, περισσότεροι από τους μισούς έχουν ελάχιστη ή και καμία εμπιστοσύνη. Σχετικά υψηλότερη διάθεση να εμπιστευθούν την τεχνητή νοημοσύνη δείχνουν οι καταναλωτές σε εφαρμογές που περιορίζονται σε προσαρμογή προσφορών, εκπτώσεων (14%), προτάσεων αγορών (12%) και διαφημίσεων (10%) στις προσωπικές τους ανάγκες ή προτιμήσεις, ή και σε υπενθυμίσεις αγοράς προϊόντων με βάση προϊόντα που αγόραζαν τακτικά στο παρελθόν (14%). Η εμπιστοσύνη, ωστόσο, μειώνεται όταν οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης αποκτούν πιο παρεμβατικό χαρακτήρα, όπως αυτόματη συμπλήρωση καλαθιών αγορών με βάση παλαιότερες αγορές, αυτοματοποιημένη παραγγελία και παράδοση με βάση το χρονοδιάγραμμα και τις ποσότητες προηγούμενων αγορών, αξιολόγηση αιτήσεων για εργασία, οικονομική διαχείριση, όπως αυτοματοποιημένες επενδύσεις, ιατρικές συμβουλές ή διαγνώσεις. Οι καταναλωτές απαιτούν από τις επιχειρήσεις να σεβαστούν τα προσωπικά τους δεδομένα, αλλά και τον χρόνο τους. Είναι σαφές ότι, για να μπορέσουν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη, θα απαιτηθεί χρόνος, αλλά και ανάπτυξη σχετικών δράσεων ενημέρωσης και εκπαίδευσης των καταναλωτών σχετικά με τη χρησιμότητα και την αξιοπιστία των εφαρμογών της.
Από την άλλη πλευρά σε υψηλό ποσοστό παραμένει η ανάγκη για ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Η ανάγκη για ανθρώπινη αλληλεπίδραση διατυπώνεται πιο έντονα στην Ελλάδα σε σχέση με το παγκόσμιο δείγμα και τις υπό σύγκριση χώρες, με εξαίρεση την Ισπανία στις φάσεις μετά την αγορά. Σχεδόν τρεις στους τέσσερις ανέφεραν ότι εκτιμούν την ανθρώπινη αλληλεπίδραση ή βοή θεια για αγορές υψηλής αξίας (72%), ή ότι τους αρέσει να ρωτούν τους πωλητές όταν δεν μπορούν να βρουν αυτό που ψάχνουν στο κατάστημα (71%). Το 64% δήλωσαν ότι εκτιμούν την ανθρώπινη αλληλεπίδραση ή βοήθεια για όλες τις αγορές τους, και το 57% ότι η ανθρώπινη αλληλεπίδραση τους κάνει να νιώθουν πιο σίγουροι/ες για τις αποφάσεις αγοράς που παίρνουν. Στον αντίποδα, μόνο 30% προτιμούν να χρησιμοποιούν τις επιλογές self-check-out όταν είναι διαθέσιμες, ενώ μόλις 12% προτιμούν την αλληλεπίδραση με τεχνητή νοημοσύνη (π.χ., chatbots), παρά με ανθρώπους όταν ψωνίζουν online. Οι εταιρείες που απευθύνονται στους καταναλωτές θα πρέπει να συνδυάσουν αποτελεσματικά την ανθρώπινη εξυπηρέτηση με τις υποστηρικτικές τεχνολογίες.