Της Κατερίνας Παπανικολάου, κλινικής ψυχολόγου (Μ.Sc)
ΌΛΟ ΚΑΙ πληθαίνουν τα περιστατικά εφηβικής βίας προς συνομηλίκους και η προσπάθεια να τα κατανοήσουμε δυσχεραίνεται λόγω της αδιανόητης πολλές φορές φύσης τους.
Μιλάμε ως ειδικοί για την αναζήτηση ταυτότητας στην εφηβεία και την προσπάθεια των εφήβων να ταυτιστούν με μια δυναμική ταυτότητα – και η βία λαμβάνεται ως δύναμη.
Μιλάμε για τις κρίσεις που έχει περάσει η τελευταία γενιά των εφήβων: οικονομική, υγειονομική, πρόσφατα γεωπολιτική, και προσπαθούμε να δώσουμε μέσα από αυτές μια απάντηση.
ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ όμως γενιές εφήβων δεν πέρασαν δυσκολίες και κρίσεις; Τι σηματοδοτεί στην εποχή μας αυτή την κατάργηση πάσης φύσεως αρχών και αναστολών που τείνει να κανονικοποιείται; Γιατί δεν είναι πια ο μεμονωμένος έφηβος που προβαίνει σε μια παραπτωματική πράξη, είναι η ομάδα των συνομηλίκων που την παρακολουθεί σαν να είναι επιτρεπτή.
Δεν μπορούμε να μη συνδέσουμε αυτή τη θεώρηση του «επιτρεπτού» με μια επιτρεπτικότητα των ενηλίκων απέναντι στα παιδιά:
ΓΟΝΕΙΣ υπερπροστατευτικοί, που δεν βάζουν όρια για να μην «τραυματίσουν». Τα παιδιά μεγαλώνουν δίχως όρια, μπερδεμένα γύρω από το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, συχνά με μια αίσθηση ότι όλα είναι επιτρεπτά.
ΣΧΟΛΕΙΑ που χωλαίνουν στην εφαρμογή των κανόνων -η διατύπωση των οποίων σαν να αποφεύγεται και στα σχολικά συγγράμματα ακόμη- και των κανονισμών, από τον φόβο μη δεχτούν γονεϊκή επίθεση από τον υπερπροστατευτικό γονέα.
Μέσα σε μια κοινωνία ναρκισσιστικής προβληματικής που χαρακτηρίζεται από ένα διάχυτο μοτίβο μεγαλείου και μια ανάγκη για θαυμασμό, γονεϊκές συμπεριφορές αντιμετώπισης του παιδιού σαν να είναι κάτι ξεχωριστό και ιδιαίτερο, ως μια προσπάθεια να αισθανθούν και οι ίδιοι οι γεννήτορες ανώτεροι, συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός κακού ναρκισσισμού στο παιδί και στην έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι στον άλλον.
ΣΕ ΑΥΤΗΝ τη ναρκισσιστική κοινωνία που η κακή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί έναν σημαντικό πυλώνα του ναρκισσισμού της, η κατάχρησή τους, όπως συμβαίνει από την πλειοψηφία των εφήβων μας, τους μετατρέπει σε παθητικούς θεατές και σε καταστάσεις in vivo.
Είναι να αναρωτιέται κανείς αν στο περιστατικό της Γλυφάδας θα υπήρχε κάποια αυθόρμητη αντίδραση από τους έφηβους που παρακολουθούσαν μπροστά τους, απαθείς, το σκηνικό του ξυλοδαρμού αν έβλεπαν κάποιον να παίρνει το κινητό τους και να το σπάει.
ΦΕΡΝΟΝΤΑΣ στον νου μας τα λόγια του Λακάν για τη σημασία της πατρικής λειτουργίας ως αυτή της προστασίας και της απαγόρευσης, μπορούμε να σκεφτούμε ότι ως κοινωνία μάλλον έχουμε αποτύχει και στις δύο, αφού παραμερίζοντας οι ίδιοι την απαγόρευση, καταργούμε αυτόματα και την προστασία, αφήνοντας απροστάτευτα τα ίδια μας τα παιδιά.