Όπως και να το δει κανείς, τον τελευταίο χρόνο η ζωή όλων μας βρίσκεται σε αναστολή και τα απανωτά lockdown έχουν διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα για τον καθένα από εμάς. Ειδικά για τις γυναίκες που δεν εργάζονται, η καραντίνα επέβαλε στην καθημερινότητά τους μια πίεση με χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνη της νοικοκυράς που δεν προλαβαίνει να ξεμυτίσει. Τους στέρησε την αποφόρτιση της ημέρας (τηλεκπαίδευση και τηλεργασία κράτησαν πολλά παιδιά και συζύγους στο σπίτι) και τη δυνατότητα να ξεδώσουν με μια απλή βραδινή έξοδο (με τα παιδιά ή χωρίς).
Κάπως έτσι ένιωσε κι αυτή η μάνα, όταν βρέθηκε να ζει σ’ ένα γεμάτο σπίτι 24 ώρες το 24ωρο, ώσπου το μπούχτισμα έγινε μοναξιά…
«Πάνε χρόνια που σταμάτησα απ’ τη δουλειά για να αφοσιωθώ στα παιδιά και το σπιτικό μου και δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτήν την απόφαση. Με τον καιρό, μάλιστα, έχω χτίσει μια καθημερινότητα που μου δίνει τη δυνατότητα να ξεκουράζομαι χωρίς να μένει τίποτα πίσω. Σ’ αυτό, βέβαια, βοήθησε το ότι έχω δύο υπέροχα παιδιά κι έναν άντρα που κατανοεί τους κόπους μου και με προσέχει όπως τον προσέχω.
Παρ’ όλ’ αυτά, όταν βρεθήκαμε όλοι σπίτι (και η πεθερά μου μαζί) λόγω καραντίνας, οι ισορροπίες άλλαξαν και σταδιακά, αυτό που αρχικά μου έμοιαζε υπέροχο έγινε πλεόν η μικρή προσωπική μου κόλαση.
Όσο έχουμε καραντίνα, απ’ το ξεκίνημα σχεδόν, ο άντρας και τα παιδιά έχουν επιστρέψει σπίτι απ’ όπου διεκπεραιώνουν καθημερινά τις υποχρεώσεις τους, εργασιακές και ακαδημαϊκές. Απ’ την μια, τους έχω κοντά μου κι επειδή το σπίτι είναι ευρύχωρο, έχει βρει ο καθένας τη γωνιά του.
Απ’ την άλλη, όμως, δεν υπάρχει πια καμία ώρα της ημέρας που δεν καλούμαι να κάνω κάτι για κάποιον. Στην “παρέα” προστέθηκε πρόσφατα και η πεθερά μου που έπρεπε να μείνει μαζί μας, στην Αθήνα, για να την παρακολουθεί πιο στενά ο γιατρός. Η καημένη έχει τα προβλήματά της και δεν μπορεί να βοηθήσει πολύ, οπότε ειμαι αναγκασμένη να την φροντίζω.
Το κάνω με την καρδιά μου, αυτό όμως δεν αναιρεί ότι είμαι διαρκώς στην “υπηρεσία” κάποιου μέσα στο σπίτι.
Μην παρεξηγηθώ… όλοι οι δικοί μου είναι πολύ καλοί μαζί μου (ναι, ακόμα και η πεθερά μου) και με βοηθάνε όποτε το ζητήσω (συχνά κι από μόνοι τους). Αλλά πολλές φορές νιώθω πως όταν με βλέπουν πεσμένη και μπουχτισμένη δεν ξέρουν τι μου συμβαίνει κι επιλέγουν να το αφήσουν να περάσει μόνο του.
Μου δίνουν ένα φιλί, μου κάνουν μια αγκαλιά κι επιστρέφουν στα δικά τους. Ούτε ένα “τι έχεις ρε γυναίκα”, “γιατί τέτοια μούτρα ρε μάνα”… τίποτα! Δεν καταλαβαίνουν τι περνάω κι αυτό το κάνει ακόμα πιο δύσκολο για μένα.
Με την καραντίνα, έχασα και την επικοινωνία με 2-3 ανθρώπους εκτός σπιτιού που με άκουγαν, με καταλάβαιναν και μπορούσαν να με παρηγορήσουν. Εντάξει, μιλάω μαζί τους και στο τηλέφωνο, αλλά σχεδόν ποτέ δεν είμαι τελείως μόνη. Ποτέ δεν έχω το χρόνο και την ησυχία, ώστε να βγάλω τα εσώψυχά μου ανενόχλητη.
Ήταν αλλιώς όταν βγαίναμε για έναν καφέ κάπου κάπου – ξεδίναμε πραγματικά. Ακούγεται υπερβολή, αλλά για μένα αυτός ο καφές ήταν σωτήριος. Καθάριζα, που λένε, κι επέστρεφα σπίτι έτοιμη να θυσιάσω τα πάντα ξανά, χωρίς να νιώθω παραμελημένη και ριγμένη.
Πάνω σ’ ολ’ αυτά, έχω αρχίσει να νιώθω ότι σπρώχνω διαρκώς έναν μονόλιθο στην κορυφή μιας ανηφόρας και μόλις φτάσω, θα πάνε όλα στράφι σε λίγα λεπτά.
Δεν μου έχει πει κανείς ότι δεν τα καταφέρνω, αλλά μέρα με τη μέρα τα πόδια μου βαραίνουν και νιώθω όλο και πιο μόνη στην προσπάθεια να κρατήσω στο σπίτι λειτουργικό και την οικογένειά μου φροντισμένη. Νιώθω μόνη παρ’ ότι ζω με τέσσερις ανθρώπους που είναι σχεδόν όλη μέρα στο σπίτι μαζί μου.
Σκέφτομαι ότι ίσως έχει έρθει η ώρα να δω κάποιον ειδικό. Μάλλον είχα πολλά μαζεμένα και ο παρατεταμένος εγκλεισμός τα έχει βγάλει στην επιφάνεια. Θα το κάνω γιατί είναι άδικο να μεμψιμοιρώ – και για μένα και για τους δικούς μου που μ’ αγαπάνε τόσο.»
Πηγή : mama365.gr