Ποδαρικό με την επικαιροποίηση της ένταξη της επένδυσης ύψους 1,5 εκατ. ευρώ στον Αναπτυξιακό Νόμο έκανε το 2024 στην ποτοποιία Βαρβαγιάννη, η οποία εστιάζει την φετινή της στρατηγική στην υλοποίηση της νέας γραμμής παραγωγής στο Πλωμάρι της Λέσβου, προσβλέποντας σε περαιτέρω ενίσχυση της αναπτυξιακής της προοπτικής.
Η ιστορική ποτοποιία που μετρά 164 χρόνια λειτουργίας αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα οικογενειακής επιχειρηματικότητας καθώς έχει καταφέρει να καταστήσει την επωνυμία Βαρβαγιάννη συνώνυμη με το ούζο.
Όπως αναφέρει μιλώντας στην «Ν» ο κ. Γιάννης Βαρβαγιάννης, ένας εκ των τριών ιδιοκτητών της ποτοποιίας, « Η εταιρεία παραμένει για έκτη γενιά στον έλεγχο της οικογένειας Βαρβαγιάννη. Εμείς έχομε γαλουχηθεί με την διατήρηση της αξίας της παράδοσης και της ποιότητας και μένουμε σταθεροί σε αυτό. Στόχος μας είναι η ανάπτυξη αλλά κυρίως η κατάκτηση της πιο αξιόλογης θέσης σε όρους αναγνωσιμότητας στην συνείδηση των καταναλωτών».
Η εταιρεία στρατηγικά εξειδικεύεται στην παραγωγή ούζου εξ αποστάξεως 100% και δεν επιδιώκει να επεκταθεί σε νέες κατηγορίες αποσταγμάτων.
Με πέντε διαφορετικούς κωδικούς ούζου που παράγονται με αργές διαδικασίες, σε μικρούς χάλκινους άμβυκες, τη χρήση εξαιρετικής ποιότητας γλυκάνισου δικής τους παραγωγής και άλλων πρώτων υλών, καθώς και την προσθήκη του κρυστάλλινου νερού του Πλωμαρίου, η ποτοποιία έχει καταφέρει να δώσει το δικό της «άρωμα» στο νησί της Λέσβου και από το 1860, όταν ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης προχώρησε στην πρώτη απόσταξη, έχει καταφέρει πλέον να διατηρεί μια θέση στην κορυφή του κλάδου.
Στο πέρασμα των καιρών η ποτοποιία βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπη με φουρτούνες και όπως επισημαίνει ο κ. Γιάννης Βαρβαγιάννης « η νεότερη γενιά που βρισκόμαστε στο τιμόνι της εταιρείας έχουμε εκπαιδευτεί στα πολύ δύσκολα, ειδικά από το 2010 και μετά».
Ωστόσο μέσα από τη χρηστή διαχείριση η εταιρεία παραμένει στον «αφρό» επιτυγχάνοντας μάλιστα σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης κλείνοντας το προκλητικό 2023 καταφέρνοντας όχι μόνο να ξεπεράσει τους έντονους κλυδωνισμούς που προκλήθηκαν ελέω της κρίσης covid 19 την διετία 2020-2021 αλλά να καταγράψει ακόμα ισχυρότερες επιδόσεις σε σχέση με το 2019.
Συγκεκριμένα τα έσοδα της περσινής χρήσης εμφάνισαν αύξηση 18% σε σχέση με το 2019 και διαμορφώθηκαν στα 5,1 εκατ. ευρώ (σ.σ συμπεριλαμβανομένου του ειδικού φόρου κατανάλωσης) ενώ το πρόσημο στην κερδοφορία παρέμεινε θετικό.
Κατά την έντονη πληθωριστική περίοδο που ακολούθησε την υγειονομική κρίση η εταιρεία προχώρησε σε στοχευμένες ανατιμήσεις δύο φορές σε διάστημα 2,5 χρόνων σε ποσοστό 9% έκαστη, οι οποίες όπως επισημαίνει ο κ. Βαρβαγιάννης πραγματοποίηθηκαν για λόγους βιωσιμότητας. «Η προσπάθειά μας ήταν να απορροφήσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των επιβαρύνσεων που δεχθήκαμε καθώς θέλουμε το ούζο να εξακολουθήσει να αποτελεί μια προσιτή απόλαυση για τους καταναλωτές.
Την τελευταία διετία σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις στα λειτουργικά κόστη, τα οποία έχουν αρχίσει να εμφανίζουν μια αποκλιμάκωση, ωστόσο εκτιμώ ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ στα επίπεδα που είχαν πριν το 2022. Παράλληλα καταγράφηκαν και σημαντικές ελλείψεις σε επίπεδο πρώτων υλών όπως στο γυαλί και διαφόρων άλλων».
Για το 2024 στο επίκεντρο βρίσκεται η υλοποίηση της νέας γραμμής παραγωγής η οποία θα ενισχύσει την δυναμική της ποτοποιίας που σήμερα υπολογίζεται σε 50-55 χιλ κιβώτια των 9 λίτρων. «Θέλουμε η ανάπτυξή μας να διαμορφωθεί στα επίπεδα που μπορούμε να υποστηρίξουμε. Έχουμε δυνατότητα για διπλασιασμό της δυναμικής μας και επιδιώκουμε να διευρύνουμε την παρουσία μας τόσο στην εγχώρια όσο και στις διεθνείς αγορές» ανέφερε ο ίδιος.
Σήμερα το σήμα Βαρβαγιάννης ταξιδεύει σε περίπου 25 αγορές, με κυριότερη τη Γερμανική ενώ έχει παρουσία και σε ΗΠΑ, Καναδά μέχρι και την Βενεζουέλα.
«Το ούζο ανεβαίνει σε αγορές που είναι φιλικά προσκείμενες προς την Ελλάδα όπως πχ το Ισραήλ που παρά τις εξελίξεις, την προηγούμενη βδομάδα μας απέστειλαν νέα παραγγελία» σημειώνει ο κ. Βαρβαγιάννης.
Η συμμετοχή των εξαγωγών επί του συνολικού τζίρου διαμορφώνεται σε περίπου 25-27% ενώ από το 2025 και μετά η στόχευση είναι να διευρυνθεί περαιτέρω.
Σε ο,τι αφορά στην εγχώρια αγορά, το βασικό όραμα της εταιρείας είναι το ούζο να «επιστρέψει» στις καταναλωτικές συνήθειες όλο το χρόνο και να μην αποτελεί μια εποχική επιλογή.
«Η πορεία του ούζου είναι ανοδική στην εγχώρια αγορά. Και οι νεότερες ηλιακές ομάδες το «αγκαλιάζουν» και η κατηγορία διευρύνει τη μεριδιακή της παρουσία στην αγορά των αλκοολούχων» αναφέρει ο ίδιος.
Εξίσου σημαντική παράμετρος στην στρατηγική της εταιρείας είναι η επιλογή να μην αναπτύξει συνεργασίες με ισχυρούς διανομείς, αναλαμβάνοντας μόνη της την κάλυψη και σε αυτό το πεδίο. «Πρόκειται για μια ακριβή επιλογή η οποία όμως μας έχει οδηγήσει στην δημιουργία δεσμών με τους πελάτες μας και ταυτόχρονα μας εξασφαλίζει τον πλήρη έλεγχο της διαδικασίας σε όλη την αλυσίδα παράδοσης και επικοινωνίας. Μέχρι στιγμής αυτή η επιλογή μας έχει δικαιώσει» αναφέρει ο ίδιος.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Βαρβαγιάννης αποτελεί μια εκ των παλαιότερων επισκέψιμων ποτοποιιών στη χώρα έχοντας τις πόρτες των εγκαταστάσεών της ανοιχτές, υποδεχόμενη περί τους 40 χιλιάδες επισκέπτες μόνο τη περσινή χρονιά. Το 80% των επισκεπτών που έρχεται στην Μυτιλήνη επισκέπτονται τα αποστακτήρα και το μουσείου της Βαρβαγιάννης, γεγονός που σηματοδοτεί την υπεραξία του σήματος στο τουρισμός του νησιού.
Ερωτηθείς, τέλος, για τα προβλήματα του κλάδου ο κ. Βαρβαγιάννης υπογραμμίζει το τεράστιο πρόβλημα της αδυναμίας περιορισμού της χύμα διάθεσης προϊόντων στην εγχώρια αγορά ενώ ειδικά για το μείζον ζήτημα του υψηλού ΕΦΚ στα αποστάγματα επισημαίνει « γνωρίζουμε ότι ειδικά σε αυτές τις συνθήκες δεν προβλέπεται μείωση του συντελεστή του ΕΦΚ. Ωστόσο αυτό που ζητάει η αγορά είναι η απόδοση του ΕΦΚ να γίνεται ανά τρίμηνο για να εξασφαλίζεται η ρευστότητα των επιχειρήσεων».