Με αναλύσεις επί αναλύσεων επιχειρούν να πείσουν την κοινή γνώμη πως μια μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, οι οποίοι -σημειωτέoν- είναι στα υψηλότερα επίπεδα της Ε.Ε., δεν θα σημάνει κανένα όφελος για τον καταναλωτή και άρα να τους αφήσουμε στα υψηλά.
Η σχετική συζήτηση ξεκίνησε προ τριετίας με την έξαρση της ακρίβειας. Καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός σταθεροποίησε την παραγωγή υπερπλεονασμάτων, στο τραπέζι των συζητήσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας τέθηκε και το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ, που αποτελεί άλλωστε και προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης.
Συγχρόνως, όμως, αναπτύχθηκε και μια απίστευτη επιχειρηματολογία, για να αντικρούσουν ακόμα και τη σκέψη. Μεταξύ των άλλων, ακούσαμε πως αν μειωθεί ο ΦΠΑ, π.χ., στα ζυμαρικά, θα ευνοηθούν πλούσιοι οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων και ο κρατικός προϋπολογισμός θα υποστεί ζημιά. Γιατί, τότε, δεν τον αυξάνουμε επιπλέον, ώστε να προστατευθούν οι πλούσιοι από την παχυσαρκία;
Έτερο επιχείρημα είναι η εκτίμηση πως ακόμα και να μειωθεί ο ΦΠΑ, δεν θα μειωθούν οι τιμές στην αγορά και το «κούρεμα» των συντελεστών θα το καρπωθούν οι επιχειρήσεις. Όταν αυτό διατυπώνεται από ανεξάρτητους οικονομολόγους, είναι εν μέρει αποδεκτό, υπό την έννοια πως αναγνωρίζουν ότι η ελληνική αγορά λειτουργεί ανεξέλεγκτα, δεν τηρούνται οι κανόνες ανταγωνισμού και ο καθένας τιμολογεί το προϊόν του όσο θέλει. Δεν δικαιολογεί, όμως, την υπερφορολόγηση.
Ωστόσο, όταν το ίδιο επιχείρημα διατυπώνεται από κυβερνητικά στελέχη, συνιστά ομολογία της ανεξέλεγκτης κατάστασης στην αγορά και συνάμα αδυναμία αντίδρασης.
Όμως, ούτε αυτός είναι πραγματικός λόγος. Ο πραγματικός λόγος πίσω από αυτήν τη «λατρεία» των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ είναι άλλος. Μέχρι το 2010 ο κανονικός συντελεστής ήταν στο 19% και αυξήθηκε στο 24% «προσωρινά» λόγω των μνημονίων. Με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα, η αύξηση αυτή συνεισφέρει περίπου 5 δισ. ευρώ ετησίως στα κρατικά ταμεία. Μια ενδεχόμενη μείωση των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ θα «κουρέψει» βαθιά τα υπερπλεονάσματα, κάτι που η κυβέρνηση προφανώς δεν επιθυμεί.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς δικαιολογίες.