Σε τρεις εβδομάδες δηλαδή-εκπνέει η εκεχειρία των 90 ημερών που είχε ανακοινώσει ο Αμερικανός πρόεδρος για 75 χώρες και όλοι περιμένουν να δουν αν οι δασμοί Τραμπ που είχαν «παγώσει», θα επανέλθουν στους περισσότερους εμπορικούς εταίρους, στις 9 Ιουλίου.
Μέχρι στιγμής, οι εμπορικές συνομιλίες έχουν οδηγήσει σε σε οριστική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο για βασικό δασμό 10%.
Από τις 16 Ιουνίου, ισχύουν επίσης, ενιαίοι δασμοί 10% σε όλα τα αγαθά που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περιορισμένες εξαιρέσεις για την αυτοκινητοβιομηχανία και ορισμένα ηλεκτρονικά προϊόντα.
Στις 4 Ιουνίου, ο Τραμπ αύξησε επίσης τους δασμούς σε όλες τις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου στο 50%, κάτι που θα επηρέαζε κυρίως τον Καναδά ως τον μεγαλύτερο εξαγωγέα αυτών των υλικών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ΗΠΑ συμφώνησαν επίσης να μειώσουν προσωρινά τους δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα στο 30% για 90 ημέρες, αρχής γενομένης από τις 14 Μαΐου.
Οι δασμοί 50% στις εισαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση που είχαν προγραμματιστεί να εισαχθούν την 1η Ιουνίου, ανεστάλησαν επίσης μέχρι τις 9 Ιουλίου. Η ΕΕ ανακοίνωσε στις 26 Μαΐου ότι θα «επιταχύνει» τις εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε δηλώσει μάλιστα στους δημοσιογράφους ότι νέες συμφωνίες θα μπορούσαν να ανακοινωθούν στη σύνοδο κορυφής των G7 στον Καναδά- κάτι που δεν κατέστη δυνατόν λόγω και της εσπευσμένης απαχώρησής του, λόγω του πολέμου Ιράν-Ισραήλ.
«Ο Τραμπ εμφανίστηκε πρόσφατα κάπως πιο διαλλακτικός. Προφανώς διαισθάνεται ότι πρόκειται να συναφθούν συμφωνίες. Και μάλιστα στο εγγύς μέλλον», τονίζουν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς. «Υπάρχει μια πιθανότητα η δασμολογική σύγκρουση να υποχωρήσει ξανά στο παρασκήνιο τους επόμενους μήνες», προσθέτουν.
Σύμφωνα με τη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, οι Βρυξέλλες είναι έτοιμες πάντως να αποδεχτούν έναν ενιαίο δασμό 10% σε όλες τις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ελπίδα είναι να αποφευχθούν υψηλότεροι δασμοί σε αυτοκίνητα, φάρμακα και ηλεκτρονικά είδη.
Επικαλούμενη ανώτερους αξιωματούχους της ΕΕ, η γερμανική εφημερίδα ανέφερε ότι η προσφορά προς την Ουάσινγκτον θα γίνει μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις και δεν θα είναι μόνιμη.
Σε αντάλλαγμα, οι Βρυξέλλες θα είναι έτοιμες να μειώσουν τους δασμούς στα οχήματα που παράγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και ενδεχομένως να αλλάξουν τα τεχνικά ή νομικά εμπόδια για να διευκολύνουν την πώληση αμερικανικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη. Η ΕΕ έχει επίσης προσφερθεί να απαγορεύσει πλήρως τις αγορές ρωσικού φυσικού αερίου, δημιουργώντας ενδεχομένως μεγαλύτερη ζήτηση για τους παραγωγούς LNG των ΗΠΑ.
«Η πρόθεση είναι να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο πακέτο» ώστε ο πρόεδρος των ΗΠΑ να μπορεί να το παρουσιάσει ως «μια σημαντική πολιτική νίκη», εξήγησαν οι ίδιες πηγές της ΕΕ.
Η στάση των Βρυξελλών πηγάζει εν μέρει από τη γνώση ότι ο Τραμπ θα βασιστεί σε κάποια έσοδα από δασμούς για να χρηματοδοτήσει τις τεράστιες μειώσεις φόρων που προβλέπονται στο «Μεγάλο Ομορφο Νομοσχέδιο» που ψηφίστηκε μεν με μία ψήφο διαφορά από την Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά εκκρεμεί η έγκρισή του στη Γερουσία.
Ωστόσο, οι Αμερικανοί διαπραγματευτές δεν έχουν μέχρι στιγμής συμφωνήσει να περιορίσουν τους εισαγωγικούς δασμούς στα αυτοκίνητα της ΕΕ στο 10%. «Η Πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μίλησε με τον Ντόναλντ Τραμπ» και «συμφώνησαν να συνεχίσουν να εργάζονται για την επίτευξη συμφωνίας για τους δασμούς έως τις 9 Ιουλίου», δήλωσε εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, δεν υπήρξε επιβεβαίωση ότι οι Βρυξέλλες θα αποδεχτούν μια συμφωνία με την Ουάσινγκτον με βάση σταθερούς δασμούς 10%.
Η σύναψη εμπορικών συμφωνιών συνήθως διαρκεί χρόνια και ο Τραμπ δεν έχει αυτόν τον χρόνο. Με δεδομένες τις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου τον Νοέμβριο του 2026, ο Αμερικανός πρόεδρος πρέπει να επιφέρει γρήγορα αποτελέσματα. Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές δεν τρέφουν μεγάλες ελπίδες για μια τελική επίλυση της εμπορικής διαμάχης, βραχυπρόθεσμα.
«Από οικονομικής άποψης, πρέπει να αναμένουμε ότι οι δασμοί θα παραμείνουν μεταξύ 10 και 15%. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτό το ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Παρόμοια με την κατάσταση τη δεκαετία του 1980, όταν οι Αμερικανοί προσπάθησαν να ενισχύσουν τη βιομηχανία τους επιβάλλοντας μια υποτίμηση του δολαρίου», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.