Στις προεδρικές κάλπες της 28ης Ιουνίου στο Ιράν κανένας υποψήφιος δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει πάνω από το 50% των ψήφων, ώστε να συγκεντρώσει την απαραίτητη απόλυτη πλειοψηφία και να κερδίσει τις εκλογές. Σήμερα οι Ιρανοί ξαναπηγαίνουν στις κάλπες, όπου καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα στους δύο κορυφαίους της πρώτης αναμέτρησης: τον Μασούντ Πεσεσκιάν (42,5% των ψήφων) και τον Σαΐντ Ντζαλιλί (38,7%).
Ο καρδιοχειρουργός Πεσεσκιάν θεωρείται ο πιο μετριοπαθής ανάμεσα στους έξι υποψηφίους που είχε εγκρίνει το συντηρητικό Συμβούλιο των Φρουρών – μάλιστα το 2021 το Συμβούλιο είχε απορρίψει την αίτηση υποψηφιότητας του Πεσεσκιάν. Φέτος η έγκριση του Συμβουλίου αποτέλεσε κατά πολλούς μία κίνηση με στόχο την κινητοποίηση των ψηφοφόρων. Εάν πράγματι όμως αποσκοπούσε σε αυτό, τότε μάλλον δεν είχε κανένα αποτέλεσμα: η εκλογική συμμετοχή διαμορφώθηκε γύρω στο 40%, το χαμηλότερο ποσοστό από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979.
«Η συμμετοχή στην αναμέτρηση της Παρασκευής είναι απίθανο να φτάσει σημαντικά υψηλότερα επίπεδα», εκτιμά ο Χαμιντρέζα Αζίζι, πολιτικός επιστήμονας από το Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφαλείας (SWP) του Βερολίνου. Όπως εξηγεί στην Deutsche Welle ο Ιρανός ειδικός, ούτε ο Πεσεσκιάν ούτε και οι πιο σκληροπυρηνικοί υποψήφιοι μπόρεσαν να κινητοποιήσουν τον κόσμο. Επιπλέον, οι δεύτεροι «είναι σε τέτοια διάσπαση, ώστε δεν μπόρεσαν καν να κατεβάσουν έναν κοινό υποψήφιο».
Από τα 61 εκατομμύρια Ιρανούς με δικαίωμα ψήφου, μόλις 13 εκατομμύρια επέλεξαν έναν εκ των τριών υποψηφίων των σκληροπυρηνικών. Οι συντηρητικοί υποψήφιοι που αποχώρησαν από τις εκλογές παρότρυναν τους υποστηρικτές τους να στηρίξουν τον Ντζαλιλί. Είναι αμφίβολο όμως εάν θα πετύχει η προσπάθεια κινητοποίησης των συντηρητικών.
Ο Ντζαλιλί θεωρείται υποψήφιος του υπερσυντηρητικού στρατοπέδου, έχοντας διατελέσει και υφυπουργός Εξωτερικών για την Ευρώπη και τη Νότιο Αμερική επί προεδρίας Μαχμούντ Αχμαντινεντζάντ. Έτσι ήταν και υπεύθυνος για την τότε κατάρρευση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τα πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, με τη συμφωνία να κλείνει ωστόσο μετά την αποχώρηση του Αχμαντινεντζάντ από την προεδρία. Μέχρι σήμερα ο Ντζαλιλί αντιτίθεται σε κάθε εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ιράν και της Δύσης, υποστηρίζοντας ταυτοχρόνως την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας με τη Ρωσία.
Ο Ιρανός πολιτικός επιδιώκει εδώ και καιρό να εκλεγεί στην προεδρία, ωστόσο δεν αποτέλεσε ποτέ άλλοτε τον κορυφαίο υποψήφιο των σκληροπυρηνικών. Στις προεδρικές εκλογές του 2013 κατέλαβε την τρίτη θέση συγκεντρώνοντας μόλις 11%, ενώ το 2021 απέσυρε την υποψηφιότητά του για χάρη του Εμπραχίμ Ραϊσί, ο οποίος έμεινε ως μοναδικός υποψήφιος των συντηρητικών και εν τέλει κέρδισε τις εκλογές παραμένοντας στην προεδρία μέχρι και τον πρόσφατο θάνατό του.
Ο Αζίζι πάντως αμφιβάλλει πως οι υπόλοιποι συντηρητικοί ψηφοφόροι θα στηρίξουν τον Ντζαλιλί, καθώς ο τελευταίος έχει τόσο υπερσυντηρητικές θέσεις, «ώστε ακόμη και ένα μέρος των παραδοσιακών υποστηρικτών της Ισλαμικής Δημοκρατίας θα μπορούσε εν τέλει να ψηφίσει τον Πεσεσκιάν».
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Πεσεσκιάν τόνισε πως δεν θα ανεχθεί καμία προσβολή προς τον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, τον Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ – ο οποίος το 2021 είχε επικρίνει τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας του Πεσεσκιάν από το Συμβούλιο.
Ο Πεσεσκιάν επιδιώκει παραλλήλως να κερδίσει τους απογοητευμένους υποστηρικτές των ρεφορμιστών, θέλοντας να εδραιώσει μία νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πληθυσμό και μία πιθανή μετριοπαθή κυβέρνηση. Ο 69χρονος είναι βουλευτής με τους Μεταρρυθμιστές από το 2008, ενώ έχει διατελέσει και υπουργός Υγείας κατά την προεδρία του Μοχάμεντ Χαταμί (1997-2005).
Λαμβάνοντας υπ΄όψιν ως ορθά τα επίσημα στοιχεία «το 60% των Ιρανών με δικαίωμα ψήφου απείχε από τις εκλογές. Και δεν θεωρώ πως αυτοί – ιδίως οι γυναίκες – θα προσέλθουν στις κάλπες την Παρασκευή», δήλωσε στην DW η φωτορεπόρτερ Αλιγιέχ Μοταλεμπζαντέχ, η οποία υπερασπίζεται εδώ και χρόνια τα δικαιώματα των γυναικών – έχοντας μάλιστα συλληφθεί πολλές φορές για τη δουλειά της.
Η αντιπρόεδρος της Ιρανικής Ένωσης για την Προστασία της Ελευθερίας του Τύπου προσθέτει ακόμη πως «κατά την προεκλογική εκστρατεία όλοι οι υποψήφιοι, που είναι μέρος του κατεστημένου και έχουν βρεθεί σε διάφορες σημαντικές θέσεις κατά το παρελθόν, σιώπησαν ή και αρνήθηκαν τη συστηματική καταπίεση των γυναικών. Μιλούσαν λες και ήταν πάντοτε αντιπολιτευόμενοι, σαν να μην είχαν καμία σχέση στα καθημερινά περιστατικά ταπείνωσης των γυναικών σε αυτήν τη χώρα. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στην υποχρεωτικότητα της μαντίλας, που αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου, αλλά για τις διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες σε κάθε κοινωνικό επίπεδο εξαιτίας του φύλου τους».
Τα όσα αναφέρει η Μοταλεμπζαντέχ επιβεβαιώνονται και από τη σχετική έκθεση του Παγκόσμιο Οικονομικού Φόρουμ (WEF). Στο “Gender-Gap-Report 2023” («Έκθεση για το χάσμα ανάμεσα στα φύλα 2023») το Ιράν βρίσκονται στην 143η θέση – από τις 146 χώρες που περιλαμβάνονται στην έκθεση. Εξετάζοντας τον οικονομικό, τον εκπαιδευτικό και τον υγειονομικό κλάδο, όπως και την πολιτική δραστηριότητα, το WEF αναλύει σε τι βαθμό υπάρχει ισότητα ανάμεσα στα φύλα. Στο Ιράν οι γυναίκες δεν έχουν σχεδόν καμία θέση στις δομές εξουσίας – ούτε και τη δυνατότητα να θέσουν υποψηφιότητα για την προεδρία. Δεν μπορούν να ενταχθούν στο δικαστικό σώμα, αλλά ούτε και στα σημαντικά συμβούλια λήψης αποφάσεων. Αυτή τη στιγμή μόλις 14 από τους συνολικά 290 βουλευτές είναι γυναίκες. Όλες είναι βαθιά θρησκευόμενες και πιστές στην Ισλαμική Δημοκρατία.
«Οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος έχουν πείσει πολλές γυναίκες πως κανένας πρόεδρος δεν πρόκειται να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους. Η βάναυση καταπίεση των διαδηλώσεων των τελευταίων ετών, ιδίως εκείνων με το σύνθημα “Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία” μετά τον θάνατο της Μάχσα Αμινί, όπως και οι εκτελέσεις και οι συλλήψεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχουν αφήσει πολύ βαθιές, φρέσκες πληγές», παρατηρεί η Μοταλεμπζαντέχ και προσθέτει: «Η πλειοψηφία της ιρανικής κοινωνίας, η οποία αποφάσισε να μην ψηφίσει, είναι ενωμένη στη σιωπή. Και το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει αυτή την απόρριψη».
Πηγή: Deutsche Welle