12 Μαρτίου1943: η Καρδίτσα πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας
Στις 12 Μάρτη του 1943, οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής της Καρδίτσας, κάτω από την πίεση της αντίστασης και περικυκλωμένες από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που κυριαρχούν στους γύρω ορεινούς όγκους, εγκαταλείπουν την πόλη και συμπτύσσονται στα Τρίκαλα. «Είναι η πρώτη πόλη της Ευρώπης που απελευθερώνεται, κάτω από την πίεση των δυνάμεων της Αντίστασης» όπως μεταδίδει το ίδιο βράδυ από το Λονδίνο το BBC, σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Να πως περιγράφει αυτή τη μέρα ο Απόστολος Στρογγύλης στο βιβλίο του «Η πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας-Η Καρδίτσα στην Αντίσταση» (Αθήνα 1988, Εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗ):«(…) Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Τα φώτα έσβησαν πίσω απ’ τις γρίλιες. Τα τζάκια και οι σόμπες (σε όσα σπίτια υπήρχαν ξύλα) σταμάτησαν να καπνίζουν και οι άνθρωποι, μέσα σε ανησυχίες ή και προσδοκίες, έπεσαν να κοιμηθούν. Διαισθάνονταν ότι ήταν μια ασυνήθιστη νύχτα.
Το πρωί ανοίγουν τα παράθυρα. Ησυχία. Πουθενά Ιταλός. Πουθενά αυτοκίνητο. Πουθενά περίπολος. Πουθενά άλογα. Έφυγαν. Η πόλη είναι ελεύθερη. Συμπτύχθηκαν στα Τρίκαλα.
Ο Μπουκουβάλας γράφει στο βιβλίο του «Το αντάρτικο ιππικό της Θεσσαλίας»:«Τους περιμέναμε στα χαμηλά. Βγαίνουν από την Καρδίτσα, προχωρούν, κόβουν πορεία και καταφεύγουν στα Τρίκαλα».Και προσθέτει:«Στις 12 Μαρτίου 1943 εμείς μπαίνουμε στην Καρδίτσα. Είναι η πρώτη ελεύθερη πόλη της πατρίδας μας».Έκανε ένα λάθος ο Μπουκουβάλας την ώρα εκείνη. Όχι μόνο της πατρίδας μας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Το ίδιο βράδυ, τοBBC (ο σταθμός του Λονδίνου) μεταδίδει σ’ όλες τις γλώσσες:
«Η Καρδίτσα, μια απ’ τις τέσσερις μεγάλες θεσσαλικές πόλεις, είναι ελεύθερη. Είναι η πρώτη πόλη της Ευρώπης που απελευθερώνεται, κάτω από την πίεση των δυνάμεων της Αντίστασης».Στις 12 Μαρτίου 1943 γίνεται παλλαϊκή συγκέντρωση και οι αντάρτες συντεταγμένοι μπαίνουν στην Καρδίτσα. Επικεφαλής τους είναι ο Μπουκουβάλας, ο Νικηταράς, ο Ζαχαριάς, ο Ίταμος, ο Κόζιακας, ο Αγραφιώτης, ο Γερούκης. Ο ενθουσιασμός δεν αφήνει να σκεφτεί κανείς ότι μπορεί ένα αεροπλάνο να θερίσει κεφάλια.
Στην πλατεία το πλήθος είναι πυκνό. Μιλάει πρώτος ο καπετάν Ζαχαριάς. Κατόπιν ο Νικηταράς και οΜπουκουβάλας.
Ο Μπουκουβάλας αναφέρεται στον ηρωισμό των αξιωματικών και οπλιτών στον πόλεμο της Αλβανίας. Καλεί τους πατριώτες αξιωματικούς να πάρουν μέρος στον αγώνα, να πλαισιώσουν τον ΕΛΑΣ, να συνεχίσουν το έπος της Αλβανίας.Λίγο αργότερα θα τον πλησιάσει κάποιος και θα του συστηθεί: Καταφυγιώτης, συνταγματάρχης.
Του παραδίδει κατάλογο 180 αξιωματικών και υπαξιωματικών και του λέει ότι ανήκουν όλοι στη «Διοίκηση Αξιωματικών». Έχουν συγκροτηθεί κατά τόπους. Απ’ αυτούς θα προσχωρήσουν αργότερα στον ΕΛΑΣ αρκετοί, σαν άτομα.Στη συγκέντρωση μίλησε και ο Γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Καρδίτσας Γιάννης Κοσπεντάρης (Μεγδοβίτης) καθηγητής (…)Την ίδια μέρα, το απόγευμα, διασχίζει την πόλη ένα έφιππο τμήμα με επικεφαλής τον Χρήστο Κασιούρα, τον καπετάν Νευροπολίτη (απ’ το Νεχώρι) που ξεσηκώνει μεγάλο ενθουσιασμό. Κατευθύνεται στο χωριό Μάρκο και εκεί κατάσχει 11.000 οκάδες σιτάρι της δεκάτης (σ.σ. το 1/10 της παραγωγής που παρακρατούσαν οι καταχτητές) το οποίο μεταφέρει με κάρα και το παραδίδει στην Επιμελητεία του Αντάρτη.» (σελ.78-79)
Η Καρδίτσα θα παραμείνει ελεύθερη όλο σχεδόν το 1943.Καθώς προχωρούμε προς το καλοκαίρι του 1943, η Καρδίτσα ολοένα και περισσότερο γίνεται η διοικητική και οικονομική πρωτεύουσα της ελεύθερης ζώνης, δηλαδή της ελεύθερης Ελλάδας. Το ίδιο και η περιοχή της.
Στα ορεινά χωριά της Καρδίτσας έχουν εγκατασταθεί όλες οι πανθεσσαλικές οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ της Εθνικής Αλληλεγγύης, του ΚΚΕ. Και κλιμάκιά τους, ή και ολόκληρες πολλές φορές οι Οργανώσεις, μένουν μέσα στην πόλη. Πιο κει, στον Κόζιακα, είναι το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ.Στο Γενικό Στρατηγείο, διαπιστευμένος για τη συγγραφή της Ιστορίας της Αντίστασης, είναι ο Σόλων Γρηγοριάδης. Επισκέπτεται την Καρδίτσα και γράφει στο βιβλίο του «Συνοπτική ιστορία της Εθνικής Αντίστασης», σελ. 292:«Κύματα επισκεπτών αλλά και αγωνιστών από την κατεχόμενη Ελλάδα την κατακλύζαν. Οικονομική πρωτεύουσα ήταν η Καρδίτσα. Κόμβος συγκοινωνιών προς τη Ρούμελη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, έσφυζε από κίνηση και συνδεόταν με πλήθος αυτοκινήτων με το Περτούλι. Αναρίθμητα συνέδρια γίνονταν συνεχώς σ’ αυτή την πόλη. Τα καταστήματα και τα κέντρα της λειτουργούσαν με έντονο ρυθμό. Το εμπόριο άνθιζε. Συνθήματα αντιστασιακά και κάθε άλλου είδους επιγραφές κάλυπταν τους τοίχους. Συλλαλητήρια και παρελάσεις μετέδιδαν τον αγωνιστικό παλμό. Και τα βράδια τα μεγάφωνα διαλαλούσαν ασταμάτητα τις εκπομπές του Λονδίνου, της Μόσχας ή άλλων σταθμών.Το Περτούλι και η Καρδίτσα ήταν ταυτόχρονα η διοικητική και οικονομική πρωτεύουσα της ιδιαίτερης περιοχής του ΕΑΜ, δηλαδή της Ελεύθερης Ελλάδας. Αλλά και το Καρπενήσι και τα Γρεβενά παρουσίαζαν πανομοιότυπη, αν και καταφανώς μικρότερη, κίνηση. Και η πρωτεύουσα της Ελευθέρας Ορεινής Ελλάδος του ΕΔΕΣ, το Βουλγαρέλι, παρουσίαζε μεγάλη κίνηση, αν και υπολειπόταν κατά πολύ από τα μεγάλα κέντρα της ΕΑΜικής πλευράς».Αλλά και τα χωριά και οι κωμοπόλεις δείχναν την εικόνα μιας συγκλονιστικής αναγέννησης, για την οποία ο Κρις Γουντχάους στο «Μήλο της Έριδος» γράφει:«Αφού εξησφάλισε η Αντίστασις τον έλεγχον όλης της Χώρας, εκτός από τις κύριες συγκοινωνίες που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, έδωσε πράγματα που πριν, ποτέ δεν ήσαν γνωστά. Η επικοινωνία στα βουνά, με ασύρματο, ταχυδρομείο και τηλέφωνο, δεν υπήρξε ποτέ τόσο καλή πριν ή μετά από την περίοδο αυτή. Ακόμα και αυτοκινητόδρομοι επισκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού, της κουλτούρας, ξεχύθηκαν στα βουνά για πρώτη φορά. Σχολεία, τοπικές κυβερνήσεις (εννοεί την αυτοδιοίκηση), δικαστήρια και κοινωφελείς υπηρεσίες προς το κοινό, τα οποία ο πόλεμος ανέστειλε, ετέθησαν πάλι σε λειτουργία. Θέατρα, εργαστήρια, κοινοβουλευτικές συγκεντρώσεις, άρχισαν για πρώτη φορά. Η κοινωνική ζωή οργανώθηκε στη θέση του εκ παραδόσεως ατομικιστού Έλληνος χωρικού. Ακολουθούμενο από τις άλλες οργανώσεις, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ άνοιξε το δρόμο στη δημιουργία ενός πράγματος, που οι κυβερνήσεις της Ελλάδος παρημέλησαν. Ένα οργανωμένο κράτος στα ελληνικά βουνά. Ό,τι και αν έκαναν οι άλλες Οργανώσεις ή η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή, το ελεύθερο ορεινό κράτος θα εδημιουργείτο…».Η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), που έχει εξελιχθεί μέσα στο καλοκαίρι του 1943 σε αυτοτελή ανεξάρτητη υπηρεσία, έχει 14 επαρχιακά κλιμάκια στη Θεσσαλία. Η Καρδίτσα όμως είναι το κέντρο της. Στη διοίκηση της ΕΤΑ είναι ο Λάζαρος Αζαριάν, γεωπόνος της ΑΤΕ Καρδίτσας, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο εφοριακός Γιάννης Λουκόπουλος ή Ρουμελιώτης (απ’ την Αθήνα). Στο κλιμάκιο Καρδίτσας, ο Θύμιος Δίκος, ο Σωτ. Καφαντάρης, ο Γιώργος Οικονόμου, ο Χαρ. Καφαντάρης, ο Θ. Φούσιας.Στην αρχή-αρχή υπήρχαν οι Επιτροπές Προστασίας του Αντάρτη (ΕΠΑ), που είχαν συγκροτηθεί σε κάθε χωριό. Πόροι των ΕΠΑ ήταν: 1. Ένα μέρος απ’ τα προϊόντα που είχαν επιτάξει οι λεγεωνάριοι και οι Ιταλοί και δεν μπόρεσαν να τα μεταφέρουν σε πόλεις, 2. Εισφορές των κατοίκων και3. Παρακράτημα σε είδος ή χρήμα απ’ τα προϊόντα που μετέφεραν οι έμποροι προς τις κατεχόμενες πόλεις.Αργότερα οργανώθηκε η ΕΤΑ. Στην ελεύθερη Καρδίτσα μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυξε το τοπικό κλιμάκιο στον εφοδιασμό του ΕΛΑΣ όλης της ελεύθερης περιοχής. Για την ΕΤΑ γράφει ο Δ. Μπαλής στο βιβλίο του:« Η Επιμελητεία, που άρχισε με τη βελόνα της χωρικής που μπάλωνε τα εσώρουχα του αντάρτη αφού πρώτα τα έπλενε, εξελίχθηκε στη Θεσσαλία να παράγει υφάσματα για στρατιωτικές στολές των ανταρτών, με πρώτη ύλη χορηγούμενη από την ΕΤΑ στα εργοστάσια του Παπαγεωργίου, Μουρτζούκου και Αδαμοπούλου στο Βόλο. Πόσες συναγωνίστριες με το δέμα του αντάρτη δεν έσωσαν τη ζωή ΕΛΑΣιτών; Πόσες ΕΠΟΝίτισσες και Αλληλέγγυες δεν έπλυναν ασπρόρουχα αντάρτικα ή δεν έψησαν ψωμί; Πόσα συνεργεία γυναικών και της ΕΠΟΝ δεν έραψαν ή δεν μπάλωσαν αντάρτικα ρούχα; Πόσες φορές κορίτσια και γυναίκες δεν περπάτησαν πάνω στα χιόνια μέρες και νύχτες να πάνε ένα αβγό ή ένα κοτόπουλο σε τραυματίες ή άρρωστους αντάρτες;»Και ο Έντυ, στο βιβλίο του «Η ελληνική περιπέτεια», σελ. 136, λέει:«Η Καρδίτσα ήταν η πρώτη πόλη που έμπαινα, από τότε που είχα φθάσει στην Ελλάδα. Είχε αρκετές χιλιάδες κατοίκους κι εκείνη την εποχή μονάχα συμπτωματικά δεχόταν την επίσκεψη εχθρικών θωρακισμένων αυτοκινήτων ή ιππικού. Στην ίδια την πόλη έμειναν πολύ λίγοι αντάρτες, αλλά υπήρχε μια ισχυρή οργάνωση του ΕΑΜ που διέθετε και τυπογραφείο… Διασχίζοντας τους δρόμους, μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι βρισκόμουν στην πόλη μιας κατεχόμενης χώρας. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, οι δρόμοι και τα καφενεία γεμάτα».
Και συνεχίζει:«Η ατμόσφαιρα του μη πραγματικού συμπληρώθηκε όταν μπήκα σ’ ένα σπίτι, καλόγουστα επιπλωμένο. Χρειάστηκε σχεδόν να τσιμπηθώ για να βεβαιωθώ ότι η σκηνή ήταν πραγματική και ότι δεν ονειρευόμουν πως έκανα διακοπές στο εξωτερικό».Μια ακόμη περιγραφή της πόλης, γραμμένη απ’ το δημοσιογράφο Απ. Σπήλιο (Κολτσιδόπουλο) και δημοσιευμένη στο «Ρήγα», το 1943:«Με τι λαχτάρα αντικρίσαμε τους πρώτους αντάρτες να μας σταματούν στο δημοτικό φόρο Καρδίτσης και να μας ζητούν τα χαρτιά μας. Κοιτάζαμε, ρουφούσαμε θα ‘λεγα την κάθε λεπτομέρεια πάνω τους. Τη στολή, το όπλο τους, το κεντημένο ΕΛΑΣ στο πηλήκιο τους… και τα μάτια δεν χόρταιναν να βλέπουν. Ύστερα το απερίγραπτο συναίσθημα να μπαίνεις σε μια πόλη ολότελα δική σου, πλημμυρισμένη από κόσμο που ζητωκραύγαζε, αυτοκίνητα κατάφορτα από αντιπροσώπους, που διέσχιζαν τους κεντρικούς δρόμους, τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, ενώ το βράδυ στην πλατεία το μεγάφωνο σκορπάει στη διαπασών τα νέα από το Λονδίνο, τη Μόσχα, το Κάιρο…».
Ο Χρήστος Βραχνιάρης, στέλεχος του ΚΚΕ (και Γραμματέας για ένα διάστημα, το 1944, της Π.Ε. του Κόμματος στην Καρδίτσα), μόλις απελευθερώνεται (καλοκαίρι ’43) απ’ το στρατόπεδο της Λάρισας στο ωραίο και προικισμένο με λογοτεχνικό στυλ βιβλίο του «Τα χρόνια της λαϊκής εποποιίας» τα εξής:«Στην ελεύθερη Καρδίτσα δεν χρειάστηκε να μας φιλοξενήσουν σε σπίτια συναγωνιστών. Η πόλη διέθετε ωραία ξενοδοχεία κι ανάμεσα σ’ αυτά ένα νεόκτιστο και πολυτελέστατο για την εποχή εκείνη και για επαρχιακή πολιτεία, το «Κιέριο». Ο γιος του Νασιάκου, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, γιατρός τώρα στην Αθήνα, είχε προσχωρήσει στην οργάνωση του ΕΑΜ και διέθετε το ξενοδοχείο του για την εξυπηρέτηση των αντιστασιακών Οργανώσεων. Σ’ αυτό το ωραίο και άνετο ξενοδοχείο μείναμε τις λίγες μέρες που καθίσαμε στην Καρδίτσα. Το πρώτο βράδυ κάναμε το μπάνιο μας, αλλάξαμε ρούχα, ξαπλώσαμε σε καθαρά και δροσερά σεντόνια. Μια μικρή όαση δηλαδή μέσα σε κείνη την τραχύτητα της κατοχικής ζωής».
Και συνεχίζει για την Καρδίτσα, στην οποία στο μεταξύ (τον Αύγουστο) έχουν γίνει εκλογές για αυτοδιοίκηση κλπ.:«Έμεινα λίγο ακόμα στην Καρδίτσα. Η πόλη, απελευθερωμένη από τους κατακτητές, έσφυζε από ζωή. Είχε γίνει το βασικότερο κέντρο τροφοδοσίας και εφοδιασμού του αντάρτικου στρατού. Τρόφιμα, ρούχα, άρβυλα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η Καρδίτσα ήταν πρότυπο λαϊκής εξουσίας. Οι αντάρτες διατηρούσαν μέσα στην πόλη ένα Φρουραρχείο μόνο — και την Επιμελητεία τους, φυσικά. Την εξουσία στην πόλη την ασκούσε μια εκλεγμένη Λαϊκή Επιτροπή και τη δικαιοσύνη την απόδιδε ένα Λαϊκό Δικαστήριο, που είχε και μια δευτεροβάθμια κλιμάκωση. Οι απελευθερωτικές Οργανώσεις (το ΕΑΜ κ.λπ.) ασχολούνταν κυρίως με την οργάνωση και διεξαγωγή του αγώνα εναντίον του ξένου κατακτητή, συσπειρώνοντας προς αυτή την κατεύθυνση το σύνολο των λαϊκών μαζών».
Πηγές:https://olympia.gr/
αριστερά στην Καρδίτσα: σαν σήμερα, 12 Μάρτη 1943: η Καρδίτσα πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας
Ο Σαράφης στην κεντρική πλατεία της πόλης το 1943
Το 1941 και ως τα μέσα του 1942 οι Ιταλοί ελέγχουν ακόμη και τον Ορεινό όγκο του νομού Καρδίτσας. Από το φθινόπωρο όμως του 1942, μόνο με τα κιάλια βλέπουν το βουνό! Οι λιγοστοί Έλληνες αντιστασιακοί άρχισαν ήδη να πληθαίνουν και να παρενοχλούν τον εχθρό.
Στην Καρδίτσα στις 22 Μαϊου του 1941 πρωτοαποφασίστηκε, πρωτοξεκίνησε και επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Θεσσαλία το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Στην Καρδίτσα, επίσης, στις 20 Απριλίου του 1942 κηρύχτηκε η πρώτη στην Ελλάδα γενική απεργία.Η Καρδίτσα στις 12 Μαρτίου του 1943 ήταν η πρώτη ελεύθερη πόλη στην κατεχόμενη Ευρώπη και δίκαια ονομάστηκε τότε «Πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας».
Ας δούμε τι έγινε τότε στην Καρδίτσα, μια πόλη 14.000 κατοίκων:Τέλος Φεβρουαρίου 1943 αποσύρεται από την περιοχή Αλμυρού – Φαρσάλων μια αντάρτικη ομάδα με αρχηγό το Βασίλη Μπακάλη. Η ομάδα είχε φύγει ένα μήνα πριν από τα Άγραφα με 14 αντάρτες και τώρα απέκτησε 97. Περνώντας από την Ερέτρια τους ακολούθησαν εργάτες των εκεί μεταλλείων με άφθονους δυναμίτες και άλλα εκρηκτικά. Όταν έφτασε στους Σοφάδες πρότεινε κάποιος:
– Δε δοκιμάζουμε αυτά τα εκρηκτικά στη γέφυρα; Να δούμε τι κάνουν, για να μην τα κουβαλάμε άδικα.
Άλλο που δεν ήθελαν οι υπόλοιποι. Η γέφυρα ήταν η σιδερένια της Καράμπαλης στο Σοφαδίτη ποταμό, με άνοιγμα 50 περίπου μέτρων. Οι εργάτες των μεταλλείων βγήκαν να πολεμήσουν με όπλα κι ούτε είχαν σκεφτεί ότι θα χρησιμοποιούσαν ως αντάρτες την τέχνη τους.
Η γέφυρα σε λίγο καταρρέει με πάταγο, με ζητωκραυγές και χοροπηδήματα των ανταρτών. Η συγκοινωνία της Δ. Θεσσαλίας με το Βόλο διακόπηκε. Μετά από αυτή την επιτυχία, λέει κάποιος στον ενθουσιασμό του:
– Δεν πάμε και στην άλλη;
Η άλλη είναι η μεγάλη γέφυρα στον Πηνειό – στο Δροσερό – με βάθρα ψηλά και μήκος 90 περίπου μέτρων. Συμφωνούν όλοι. Σαν να πρόκειται να πάνε σε πανηγύρι. Διασχίζουν τον κάμπο ανατολικά από την Καρδίτσα. Με τα τραγούδια τους και με την όλη χαρούμενη φασαρία τους ενθουσιάζουν και ξεσηκώνουν τους κατοίκους στο πέρασμά τους από χωριά. Και η δύναμή τους φτάνει στους 111. Φτάνουν έτσι στον Πηνειό, στην ξύλινη γέφυρα που είχε κατασκευάσει η ελληνική πολιτεία το 1935, μετά μισό αιώνα που η Θεσσαλία ελευθερώθηκε από τους Τούρκους.
Η γέφυρα ανάμεσα στα χωριά Μεγάλα Καλύβια και Αγναντερό συνέδεε τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας και εξυπηρετούσε όλη τη Δυτική Θεσσαλία. Την υπόσχονταν όλοι οι πολιτικοί, αλλά κανένας δεν την κατασκεύαζε. Ο Κονδύλης βρήκε τρόπο να εκπληρώσει προεκλογική υπόσχεση για ψηφοθηρία, το 1935: την έφτιαξε ξύλινη. Σε ανταπόδοση οι Καραγκούνηδες τη βάφτισαν σκωπτικά γέφυρα του Κονδύλη.
– Να την κάψουμε, φωνάζουν οι αντάρτες.
Και την πυρπολούν χορεύοντας στη λάμψη των φλογών.
Από κει πάνε στη σιδερένια γέφυρα του τρένου. Οι μεταλλωρύχοι ξαναπιάνουν δουλειά. Και σε λίγο την ανατινάζουν. Κανένας ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε σκεφτεί ότι καταστρέφοντας αυτές τις τρεις γέφυρες είχαν καταφέρει να απομονώσουν την Καρδίτσα οδικά και σιδηροδρομικά από όλες τις κατευθύνσεις.
Πάνε κατόπιν στο σιδηροδρομικό σταθμό Δροσερού. Ο Μπακάλης παίρνει στο τηλέφωνο το σταθμό Καρδίτσας. Στο τηλέφωνο βγαίνει ο Ιταλός φρούραρχος και μισο-ελληνικά, μισο-ιταλικά του λέει:
– Είμαστε 1.800 αντάρτες. Ετοιμαζόμαστε να επιτεθούμε στην Καρδίτσα. Αν βρούμε αντίσταση θα χτυπήσουμε σκληρά. Και κλείνει το τηλέφωνο.Ο Ιταλός ακούγοντας τα λόγια του Μπακάλη, σάστισε. Έμεινα άγαλμα με το ακουστικό στο χέρι. Στην πραγματικότητα, οι αντάρτες ούτε 1.800 ήταν, ούτε επίθεση σχεδίαζαν. Απλώς σπάζουν πλάκα, χωρίς να υποψιάζονται ότι οι Ιταλοί θα τους πάρουν στα σοβαρά.Κι όχι άδικα. Οι Ιταλοί θυμούνται τη γενική απεργία προηγουμένως στην Καρδίτσα, η οποία νέκρωσε τα πάντα κι έδειξε ότι όλοι οι κάτοικοι της πόλης υπακούουν στο ΕΑΜ.
Γύρω από την πόλη, στα πεδινά και βέβαια στα ορεινά κυκλοφορούν αντάρτες. Πόσοι είναι; Άγνωστο για τους Ιταλούς.
Γνωστά όμως είναι σ’ αυτούς τα παθήματά τους σε πολλές μάχες (Οξύνεια, Πόρτες, Φαρδύκαμπος), που οφείλονταν στην κοινή δράση ανταρτών και ένοπλων κατοίκων.
Αυτά, με τα απανωτά σαμποτάζ σε δρόμους και τρένα και οι ανατινάξεις τώρα των γεφυριών γύρω από την πόλη, ανησυχούν τους Ιταλούς. Μετά τα τόσα παθήματά τους, φοβούνται για ένα νέο πάθημά τους στην Καρδίτσα, τώρα που η πόλη απομονώθηκε. Συνδέεται μόνο με τα Τρίκαλα με τον καταλασπωμένο και όχι καλά ολοκληρωμένο δρόμο Φαναρίου – Μουζακίου.Αλλά για να περάσουν οι ενισχύσεις από εκεί θα χρειαστούν μια ολόκληρη μέρα να τον διανύσουν πεζοί, χώρια ο κίνδυνος να πέσουν σε ενέδρα , όπως στις Πόρτες.
Δεν πανικοβλήθηκαν οι Ιταλοί, αλλά εκτιμώντας τις δυνατότητες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ των ανταρτών και τους δεσμούς που είχαν με τους κατοίκους, αποφάσισαν να αποσύρουν τη φρουρά τους από την Καρδίτσα.Υποχρεώνουν τους Καρδιτσιώτες να κλειστούν με το ηλιοβασίλεμα στα σπίτια τους την 11η Μαρτίου 1943, απαγορεύουν κάθε κίνηση τη νύχτα, ετοιμάζονται στη διάρκειά της και πριν τα ξημερώματα φεύγουν κρυφά προς τα Τρίκαλα. Εγκαταλείπουν ό,τι δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους, όπως για παράδειγμα 80 τόνους μαλλί.Το πρωί της 12ης Μαρτίου δεν υπάρχουν μέσα στην πόλη της Καρδίτσας κατακτητές.
Οι Καρδιτσιώτες ξυπνούν σε μια πόλη ελεύθερη. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται στην πλατεία. Τα τμήματα της Αντίστασης μπαίνουν συντεταγμένα στην πόλη. Αυθόρμητα χιλιάδες Καρδιτσιώτες πανηγυρίζουν μαζί με τους αντάρτες. Είναι απερίγραπτες οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού των κατοίκων.
Η επιτυχία αυτή δεν υπήρξε νικηφόρα εφαρμογή σχεδίου, αλλά το επιστέγασμα της δραστηριότητας του ΕΑΜ και του ζήλου μονάδων του ΕΛΑΣ, που άρχισαν να εξαπολύουν με πρωτοβουλία τους τοπικές επιθέσεις. Η Καρδίτσα είναι πια η πρώτη ελεύθερη πόλη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το ραδιόφωνο του Λονδίνου μεταδίδει πανηγυρικά ότι οι Έλληνες αντάρτες απελευθέρωσαν την Καρδίτσα, την πρώτη πρωτεύουσα νομού στην Ευρώπη.Η πόλη μας στη συνέχεια έγινε ουσιαστικά η πρωτεύουσα ολόκληρης της ελεύθερης ελλαδικής ζώνης, γιατί διαδραμάτιζε κυρίαρχο ρόλο, οικονομικό και καθοδηγητικό στην Εθνική Αντίσταση όλης της χώρας.Έγινε το εμπορικό κέντρο του πλούσιου θεσσαλικού κάμπου και ο κόμβος μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ της βόρειας, της νότιας και της δυτικής Ελλάδας.
Υπήρξε ταυτόχρονα το βασικότερο κέντρο ανεφοδιασμού, στήριξης και τροφοδοσίας του αντάρτικου στρατού που δρούσε στον ορεινό όγκο προσφέροντας πολύτιμες και αναντικατάστατες υπηρεσίες για την ευόδωση του απελευθερωτικού αγώνα.Τον Οκτώβρη του 1943, ύστερα δηλαδή από 10 μήνες, η Καρδίτσα καταλαμβάνεται εκ νέου, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς οι οποίοι συνεχίζουν την κατοχή ως το Σεπτέμβρη του 1944. Η αντίσταση συνεχίζει με μεγαλύτερη ένταση τον αγώνα.
Η κυβέρνηση του βουνού βρίσκεται στο Πετρίλο.Στη Νευρόπολη λειτουργεί το Αντάρτικο Αεροδρόμιο. Δίνονται πια μάχες στα βουνά, στον κάμπο, ακόμη και μέσα στην πόλη, στη Ριζάβα (ριζοβούνι), στο Τσαούσι (Γεωργικό), στο Παλιόκαστρο (Μητρόπολη), στο σταθμό Φαναρίου, με αποκορύφωμα τη «μάχη της σοδειάς».Οι Γερμανοί δεν νιώθουν πια ασφαλείς στην Καρδίτσα. Προβαίνουν σε σκληρά αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό με ομαδικές εκτελέσεις πατριωτών, καταστροφές και εμπρησμούς.Τον Αύγουστο του 1944 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τους Γερμανούς. Τα συνεχή χτυπήματα των ανταρτών, η γεωγραφική θέση της Καρδίτσας (η πόλη βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα Άγραφα) η κατάρρευση του ανατολικού μετώπου και η προέλαση των Σοβιετικών (που δημιουργούν κίνδυνο αποκοπής των Γερμανών στα Βαλκάνια) όλα αυτά τους αναγκάζουν να εγκαταλείψουν την Καρδίτσα τις πρωινές ώρες της 2ας Σεπτέμβρη 1944.Και φτάνουμε στην 1η Σεπτεμβρίου του 1944, όπου η ασφυκτική πίεση και οι ηρωικές επιθέσεις των ανταρτών όλο το προηγούμενο διάστημα κάμπτει το φρόνημα των Γερμανών και τους οδηγεί στην εγκατάλειψη της πόλης.
Το χάραμα της 2ας Σεπτεμβρίου του 1944 βρίσκει την Καρδίτσα πάλι ελεύθερη.
Τώρα η Καρδίτσα ελευθερώνεται οριστικά, ενάμιση μήνα πριν απ’ τις άλλες θεσσαλικές πόλεις.Η Καρδίτσα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά τη διάρκεια της κατοχής και υπήρξε μια από τις περιοχές της Ελλάδας που η φασιστική κατοχή άφησε βαθιές πληγές. Η αντίσταση των Καρδιτσιωτών υπήρξε μνημειώδης.Σημείωση: Το κειμενο αποτελει «αναδημοσιυεση» απο έρευνα-μελέτη πανω στο θεμα βασισμενη σε πηγες και εγγραφες μαρτυρίες παρόντων στα γεγονότα. Εξ ου και οι διαφοροι διαλογοι που οσο αστειοι και αν φαινονται δεν εκφραζουν παρα τον αυθορμητισμο και τη ζωντανια του αγωνιζομενου λαου. Άρα δε σημαινει οτι συμφωνουμε απολυτα με το (ακομα και ελαφρως πετσοκομενο) περιεχομενο και υφος του (καλα, το στινικο ιζημα σιγουρα θα εχει σκυλιασει που το διαβαζει=Ρ).
Πηγή: http://o-a-blog.blogspot.gr/2008/10/blog-post.html
Πηγή:https://greekcivilwar.wordpress.com/
TagsΙστορίαΚαρδίτσα
karditsaras.blogspot.com