Το 2020 υποτίθεται ότι θα ήταν η χρονιά που η ανθρωπότητα θα αναλάμβανε ουσιαστική δράση απέναντι στην κλιματική αλλαγή, θα έπαιρνε το πρόβλημα σοβαρά και θα το αντιμετώπιζε με αποφασιστικότητα. Αντί για αυτό ήταν το συμβολικό «κερασάκι» στην «τούρτα» των τσαλαπατημένων υποσχέσεων για το κλίμα.
Εμπνευσμένοι από το κύμα περιβαλλοντικού ακτιβισμού, οι εθνικοί ηγέτες αναμενόταν να εκπονήσουν νέα, πιο φιλόδοξα σχέδια για τη μείωση των εκπομπών στη διάρκεια της ερχόμενης δεκαετίας.
Το συνέδριο του ΟΗΕ για το κλίμα στη Γλασκόβη της Σκωτίας θα ήταν το πρώτο πραγματικό τεστ της αποφασιστικότητάς τους να κάνουν αυτά που υποσχέθηκαν στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού.
Το 2020 ήταν ασφυκτικά γεμάτο με υπενθυμίσεις της σοβαρότητας της κρίσης που βιώνουμε: Το ρεκόρ κυκλώνων στον Ατλαντικό, οι πιο καταστροφικές πυρκαγιές της πρόσφατης ιστορίας και οι ακραίοι καύσωνες σάρωσαν ολόκληρο τον κόσμο, αφήνοντας πίσω τους θάνατο, καταστροφή και αναταραχή.
Παρά την παγκόσμια αναστάτωση, αρκετοί από τους μεγαλύτερους μολυντές του πλανήτη όντως έθεσαν πιο φιλόδοξους μακροπρόθεσμους στόχους για το κλίμα, φέρνοντας τον κόσμο πιο κοντά στους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού: Τη μείωση των εκπομπών και τον περιορισμό της υπερθέρμανσης της γης κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
«Υπάρχει πλέον η γνώση ότι όταν οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη είναι αποφασισμένες για κάτι, μπορούν να παρέμβουν και να διορθώσουν τις αποτυχίες της αγοράς», υποστηρίζει μιλώντας στο CNN ο Mike Davis, CEO της Global Witness, μιας ΜΚΟ που εστιάζει στα ανθρώπινα δικαιώματα, το κλίμα και το περιβάλλον. «Το είδαμε σε κάποιο βαθμό στη διαχείριση της πανδημίας και ίσως έχει αρχίσει να καταρρίπτει τον μύθο ότι ουσιαστικά είμαστε σκλάβοι της ελεύθερης αγοράς και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε για αυτό».
Ήταν ακόμη πιο δύσκολο να αγνοήσει κανείς τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη διάρκεια του 2020.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (WMO), το 2020 βρίσκεται σε τροχιά για να καταστεί το τρίτο πιο ζεστό έτος που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα, χάνοντας την πρωτιά μόνο από το 2016 και το 2019 –και παρά το γεγονός ότι φέτος παρατηρήθηκε το φαινόμενο Λα Νίνια, το οποίο ρίχνει την παγκόσμια θερμοκρασία. Η περίοδος μεταξύ του 2011 και του 2020 θα είναι η θερμότερη δεκαετία στα καταγεγραμμένα χρονικά.
Στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου της φετινής χρονιάς, σχεδόν 10 εκατ. άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας φυσικών καταστροφών που είτε προκλήθηκαν είτε επιδεινώθηκαν από την κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου των Εσωτερικών Εκτοπισμών με έδρα τη Γενεύη (IDMC). Για ορισμένους, η μετακίνηση θα είναι προσωρινή, όμως πολλοί αντιμετωπίζουν μακροχρόνιο εκτοπισμό.
Η Ινδία, το Μπαγκλαντές και οι Φιλιππίνες είναι οι τρεις χώρες που βίωσαν το μεγαλύτερο πλήγμα, μετρώντας συνολικά περισσότερους από 6 εκατ. εκτοπισμένους.
Όμως το 2020 έδειξε ότι καμία χώρα δεν είναι άτρωτη σε τέτοιου είδους αναταραχές. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι από μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και έχασαν την περιουσία τους –μερικές φορές και τη ζωή τους- εξαιτίας καταιγίδων και πυρκαγιών. Υπολογίζεται ότι περίπου 53.000 άνθρωποι στις ΗΠΑ και 51.000 άνθρωποι στην Αυστραλία εκτοπίστηκαν μόνο στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους.
Και κάθε φορά που συμβαίνουν τέτοιες καταστροφές, οι φτωχοί υποφέρουν περισσότερο, σύμφωνα με την Alexandra Bilak του IDMC.
«Ακόμη και σε πλούσιες χώρες –για παράδειγμα στην Καλιφόρνια- υπάρχουν άνθρωποι που δεν είχαν τη δυνατότητα ασφάλισης και οι οποίοι έχασαν τα πάντα. Για αυτούς είναι που ανησυχούμε περισσότερο, γιατί είναι εκείνοι που θα καταλήξουν σε πολύ παρατεταμένες καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων θα καθίστανται όλο και πιο ευάλωτοι», εξηγεί στο CNN.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήταν συντριπτικές στη διάρκεια του 2020, όμως θα μπορούσαν να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο αν η κλιματική αλλαγή συνεχίσει να ακολουθεί τις σημερινές της τάσεις.
Το WMO υποστηρίζει ότι πλέον υπάρχει τουλάχιστον 20% πιθανότητα η μέση παγκόσμια θερμοκρασία να ξεπεράσει προσωρινά τον 1,5 βαθμό Κελσίου μέχρι το 2024. Πρόκειται για άλλο ένα κρίσιμο όριο της Συμφωνίας του Παρισιού.
Στο πλαίσιο της Συμφωνίας, το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη θα πρέπει να παραμείνει κάτω από τους 2 επιπλέον βαθμούς Κελσίου, ενώ στόχος είναι το… τελικό σκορ να κινηθεί κάτω από τον 1,5 βαθμό.
«Με τον στόχο των 2 βαθμών, θα βλέπαμε πιο έντονες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, θα δημιουργούνταν προβλήματα στη δυνατότητα του πλανήτη να παράγει επαρκείς ποσότητες τροφής, πολλές παραθαλάσσιες πόλεις θα υπέφεραν από την άνοδο της στάθμης των υδάτων και θα βλέπαμε περισσότερους κυκλώνες κατηγορίας 4 και 5».
Οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μειωθούν κατά 45% σε σχέση με τα επίπεδα του 2010 έως το 2030, προκειμένου να έχουμε την παραμικρή ελπίδα να περιορίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου και κατά 25% για να την κρατήσουμε κάτω από τους δύο βαθμούς, σύμφωνα με το IPPC.
Τα καλά νέα, σύμφωνα με τον Taalas, είναι ότι έχουμε τόσο τους τεχνολογικούς όσο και τους οικονομικούς πόρους που μας επιτρέπουν να επιτύχουμε αυτούς τους στόχους. Τα κακά νέα; Τα περισσότερα κράτη εξακολουθούν να μην έχουν υιοθετήσει συμπαγή πλάνα που θα επιτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.
Στη διάρκεια του ανοιξιάτικου lockdown, οι εκπομπές μειώθηκαν και το WMO υπολογίζει ότι, ως αποτέλεσμα, θα κινηθούν σε 4,2% με 7,5% χαμηλότερα επίπεδα για τη φετινή χρονιά σε σχέση με το 2019. Όμως το αποτέλεσμα αυτής της μείωσης είναι αμελητέο. Επειδή ο άνθρακας παραμένει στην ατμόσφαιρα για πολύ καιρό, η συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα έσπασε νέο ρεκόρ στη διάρκεια του 2020.
«Μέχρι πρόσφατα νομίζω ότι όλοι είχαμε απελπιστεί σε κάποιο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονταν οι πολιτικές και οι δράσεις για την κλιματική αλλαγή», εξομολογείται στο CNN ο Bill Hare, CEO της Climate Analytics.
Ο Hare εξηγεί ότι η πανδημία οδήγησε σε μια κατανοητή αδράνεια: «Φαινόταν ότι η πολιτική θέληση εξαφανιζόταν, όμως στη διάρκεια των τελευταίων έξι ή οκτώ εβδομάδων, ιδίως από την ανακοίνωση του προέδρου Σι Τζινπίνγκ τον Σεπτέμβριο ότι η Κίνα βάζει στόχο τις μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2060, η συλλογική ψυχολογία έχει αλλάξει».
Και παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία του Παρισιού υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, η επερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν αναμένεται να ανακοινώσει με τη σειρά της νέο στόχο για μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050.
Σύμφωνα με ανάλυση του Climate Action Tracker, αυτού του είδους οι δεσμεύσεις φέρνουν τον κόσμο πολύ κοντά στην επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μέτρηση, προϊόν συνεργασίας μεταξύ του Ινστιτούτου NewClimate και της Climate Analytics, οι σημερινές δεσμεύσεις αντιστοιχούν σε 2,1 βαθμούς υπερθέρμανσης μέχρι το 2100.
Όμως οι σημερινές δεσμεύσεις δεν είναι κάτι παραπάνω από υποσχέσεις, οι οποίες μάλιστα δίνονται σε βάθος τριακονταετίας, όταν οι περισσότερες από τις σημερινές κυβερνήσεις θα έχουν φύγει προ πολλού από την εξουσία.
Οι στόχοι για το 2050 και το 2060 αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση και δεν θα πρέπει να υποτιμούνται, όμως αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι οι σημερινές δράσεις των κυβερνήσεων. Η επόμενη δεκαετία είναι εκείνη που πραγματικά θα κρίνει το μέλλον την ανθρωπότητας.
Πηγή : in.gr