Η απολύτως επιβεβλημένη απομόνωση στο σπίτι, η αποφυγή των κοινωνικών επαφών και η τακτική τήρηση μέτρων υγιεινής και αυτοπροστασίας λόγω της εξάπλωσης του κορονοϊού έχουν αναπόφευκτες ψυχολογικές παρενέργειες σε ορισμένους ανθρώπους.
Η ένταση της μοναξιάς και των ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών, όπως το αδιάκοπο πλύσιμο των χεριών, είναι δύο από αυτές τις επιπτώσεις.
Οι επιστήμονες έχουν δείξει εδώ και καιρό ότι η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά συχνά – αλλά όχι πάντα- μπορούν να επιδράσουν αρνητικά και στη σωματική υγεία ενός ανθρώπου, όχι μόνο στην ψυχική. Οι άνθρωποι που νιώθουν αποκομμένοι από τους υπόλοιπους, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες, είναι πιθανότερο να κρυολογήσουν, να εμφανίσουν καρδιοπάθεια, μειωμένες νοητικές-γνωστικές λειτουργίες, κατάθλιψη και τελικά μικρότερο προσδόκιμο ζωής. Σε βάθος χρόνου η μοναξιά έχει συνέπειες ανάλογες του καπνίσματος ή της παχυσαρκίας.
Μια πρόσφατη μελέτη στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», με επικεφαλής τη δρ Σαμάνθα Μπρουκς του Τμήματος Ψυχολογικής Ιατρικής του Βασιλικού Κολλεγίου (King’s) του Λονδίνου, η οποία αξιολογεί τα έως τώρα δεδομένα από όλες τις σχετικές έρευνες, βρήκε ότι η καραντίνα και η απομόνωση διαρκείας μπορούν να οδηγήσουν σε μετατραυματικό στρες, άγχος, κατάθλιψη, αλλά επίσης σε κόπωση, πτώση ηθικού του κοινού και δημόσια αντίδραση τελικά.
Όπως τονίζεται, «η καραντίνα είναι συχνά μια δυσάρεστη εμπειρία για όσους υποβάλλονται σε αυτήν. Η απομάκρυνση από αγαπημένα πρόσωπα, η απώλεια της ελευθερίας, η αβεβαιότητα για την εξέλιξη της νόσου, αλλά και η βαρεμάρα, μπορούν μερικές φορές να έχουν δραματικές συνέπειες». Αυτοκτονίες, θυμός και μηνύσεις έχουν κατά καιρούς ακολουθήσει προηγούμενες καραντίνες σε ξεσπάσματα επιδημιών. Γι’ αυτό, οι ερευνητές τονίζουν ότι «τα δυνητικά οφέλη μιας υποχρεωτικής μαζικής καραντίνας πρέπει να ζυγιστούν προσεκτικά σε σχέση με το πιθανό ψυχολογικό κόστος».
Οι αορίστου χρόνου καραντίνες είναι πιθανότερο να έχουν περισσότερες αρνητικές παρενέργειες, γι’ αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρέπει να περιορίζονται στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα και το κοινό να έχει από τις αρμόδιες αρχές μια σαφή εξήγηση για τα μέτρα και μια πειστική δικαιολόγηση των θυσιών του. Όπως λένε οι ερευνητές, «οι αρχές δημόσιας υγείας πρέπει να δίνουν έμφαση στο ότι η αυτο-απομόνωση αποτελεί αλτρουιστική επιλογή» (δηλαδή έμπρακτη απόδειξη ενδιαφέροντος για τους άλλους και όχι μόνο αυτο-προστασία).
Εν μέσω πανδημίας κορονοϊού, τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αποφυγής των κοινωνικών επαφών (social distancing) είναι αναπόφευκτα και αναγκαία, καθώς μπορούν να σώσουν πολλές ζωές. Συνεπώς αποτελεί ατομική ευθύνη του καθενός να τα τηρήσει και να αναστείλει προσωρινά τις κοινωνικές τάσεις του για παρέες και διασκέδαση. Όσο περισσότερο πείθεται ο κόσμος ότι πρέπει όντως να φοβάται και όσο εμπεδώνεται παράλληλα ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, τόσο περισσότερο θα συμμορφώνεται.
Ευτυχώς στην εποχή του διαδικτύου, των ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του Skype και των smartphones, είναι πολύ ευκολότερο από ό,τι στο παρελθόν να μένει κανείς σπίτι, χωρίς να νιώθει μόνος και αποκομμένος από τους συγγενείς, τους φίλους του και την κοινωνία γενικότερα. Η τεχνολογία συχνά έχει κατηγορηθεί ότι φέρνει μοναξιά, αλλά, όπως δείχνει και μια πρόσφατη έρευνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι στο χέρι των περισσότερων ανθρώπων -με εξαίρεση τους ψηφιακά αναλφάβητους- να αξιοποιήσουν την τεχνολογία για να σπάσουν την απομόνωση.
Τώρα, εν μέσω της πρόκλησης της νόσου Covid-19, είναι η ώρα να φανεί πόσο χρήσιμη είναι η νέα τεχνολογία. Οι άνθρωποι μπορούν να εργάζονται και να συνεργάζονται από το σπίτι τους σχεδόν σαν να βρίσκονται στον ίδιο χώρο, μπορούν να μιλάνε πρόσωπο με πρόσωπο από τις οθόνες των συσκευών τους (Skype, video chat), μπορούν να δικτυωθούν με ποικίλους τρόπους και να ανταλλάξουν απόψεις, μπορούν να κάνουν ηλεκτρονικά μαθήματα σαν να βρίσκονται στην τάξη ή να παίξουν ομαδικά ηλεκτρονικά παιγνίδια.
Οι άνθρωποι με Iδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ – Obsessive-Compulsive Disorder – OCD) που πάντα έπλεναν υπερβολικά συχνά τα χέρια τους, τώρα -με τις οδηγίες για συχνό πλύσιμο λόγω του κορονοϊού- βλέπουν το άγχος τους να εντείνεται, κάτι που το μεταδίδουν και στους γύρω τους, π.χ. στην οικογένειά τους.
Η ΙΨΔ συνοδεύεται από διάφορα «τελετουργικά» που κάνουν οι πάσχοντες στην καθημερινή ζωή τους, τα οποία συχνά φαίνονται παράλογα στους άλλους, αλλά για τους ίδιους έχουν ζωτική σημασία. Μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους προσπαθούν για χρόνια -μετά και από θεραπευτικές συμβουλές των ψυχιάτρων και ψυχολόγων- να μην πλένουν μανιωδώς τα χέρια τους. Οι νέες επίσημες συστάσεις για συχνό πλύσιμο χεριπών λόγω Covid-19 αναπόφευκτα αναβιώνουν το πρόβλημά τους.
Η πανδημία πυροδοτεί ή αναζωπυρώνει και άλλους ψυχαναγκαστικούς φόβους στους συχνά φοβικούς απέναντι στα μικρόβια ανθρώπους με ΙΨΔ, ιδίως τον γενικότερο φόβο τους για μόλυνση, κάτι που οδηγεί π.χ. σε υπερβολικά «τελετουργικά» καθαριότητας στο σπίτι ή στο σώμα τους. Για μερικούς πάσχοντες από ΙΨΔ, στη σκέψη τους μπορεί να μην υπάρχει πια τίποτε άλλο παρά ο κορονοϊός.
Οι ψυχίατροι διεθνώς επιβεβαιώνουν ότι η εποχή αυτή είναι δύσκολη για άτομα με ΙΨΔ και θεωρούν ότι τα σχετικά περιστατικά θα αυξηθούν στο μέλλον, αν η πανδημία της νόσου Covid-19 διαρκέσει για καιρό. Σε μερικούς ανθρώπους με κατάλληλο υπόβαθρο (γενετικό ή περιβαλλοντικό-εμπειρικό), η νέα νόσος θα είναι αυτή που για πρώτη φορά θα προκαλέσει μια ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Μια παλαιότερη έρευνα είχε βρει ότι υγιείς άνθρωποι που πέρασαν μια εβδομάδα χρησιμοποιώντας συνεχώς αντισηπτικό χεριών κάθε φορά που είχαν πιάσει χρήματα, πόμολα ή άλλες πιθανές εστίες μικροβίων, στη συνέχεια εμφάνισαν σημαντικά περισσότερα σημάδια υποχονδρίας.
Είναι πάντως σημαντικό να κατανοηθεί ότι όταν οι άνθρωποι με ΙΨΔ πλένουν ακατάπαυστα τα χέρια τους -ακόμη και πολλές φορές απανωτά- μπορεί να μη το κάνουν μόνο επειδή φοβούνται τα μικρόβια, αλλά επειδή αναζητούν ανακούφιση από επίμονες ενοχλητικές σκέψεις, όπως π.χ. ότι κάποιο αγαπημένο πρόσωπο θα πεθάνει, αν δεν κάνουν την τελετουργική ρουτίνα τους, ή ότι κάτι άλλο τρομερό θα συμβεί στους ίδιους.
Τέλος, κρίνεται αναγκαία μια διευκρίνιση για την ορολογία. Η καραντίνα είναι ο διαχωρισμός και ο περιορισμός της κίνησης των ανθρώπων που έχουν πιθανώς εκτεθεί σε ιό ή άλλο μεταδοτικό μικρόβιο, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος να κολλήσουν και άλλοι. Η απομόνωση αφορά ανθρώπους που έχουν ήδη διαγνωσθεί με μεταδοτική νόσο. Οι δύο όροι όμως συχνά χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση και στις δύο περιπτώσεις.
Η λέξη καραντίνα πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1127, σε σχέση με τη λέπρα και αργότερα χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά την επιδημία πανώλης («Μαύρος Θάνατος») στη μεσαιωνική Ευρώπη.
Πηγή: ΑΠΕ