Από πότε η ελληνική τηλεόραση έγινε συμπεριληπτική; Από πότε άρχισε να αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητα με σεβασμό, ευαισθησία και ενδιαφέρον και όχι ως αφορμή για διακωμώδηση και κανιβαλισμό μέσα από προσβλητικές καρικατούρες;
Κι όμως, ίσως είναι η πρώτη φορά που σε μια σειρά μυθοπλασίας, ένας ήρωας αλλιώτικος, αξιαγάπητος, βασανισμένος μεν, αλλά με μεγάλα αποθέματα δύναμης, τοποθετείται όχι απλά στο παρασκήνιο αλλά στον πυρήνα της.
Ο λόγος για το «Κομάντα και Δράκοι», το μεταφυσικό νέο-γουέστερν φαντασίας του Θοδωρή Παπαδουλάκη που διαδραματίζεται στην Κρήτη και χτίζει μια συναρπαστική ιστορία γύρω από τον Ντόντο, ένα χαρισματικό παιδί με αναπηρία. Ο Ντόντος μπορεί να είναι ΑμεΑ αλλά παράλληλα έχει σούπερ δυνάμεις – θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από τους X-Men.
Αυτό το σεναριακό εύρημα είναι από μόνο του υπέροχο, κι από εκεί ξετυλίγεται το νήμα της νέας σειράς του MEGA, της οποίας έχουν προβληθεί ως τώρα τα δύο πρώτα επεισόδια. Ο Ντόντος κάνει «τσαφ» και επηρεάζει, λοιπόν, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία γύρω του, χάρισμα που όμως εκμεταλλεύονται με βίαιο τρόπο οι τραμπούκοι συγχωριανοί και συγγενείς του, οι «Δράκοι», για να πετύχουν τους δόλιους, εγκληματικούς σκοπούς τους, στους οποίους δεν μπορεί να προβάλει αντίσταση ούτε η προστατευτική μητέρα του, που τον υπεραγαπά.
Ειλικρινά θα ευχόμουν να είχα μια τέτοια δύναμη, και το πρώτο πράγμα που θα άλλαζα αμέσως θα ήταν ο ρατσισμός. Και μένα μου έχουν συμπεριφερθεί άσχημα. Η διαφορετικότητα πάντα προκαλεί ρατσισμό.
Το αντάλλαγμα που ζητά ο Ντόντος κάθε φορά είναι απλώς ένα παγωτό. Όταν όμως βλέπει έναν άνθρωπο να σκοτώνεται, συνειδητοποιεί ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από τη μοίρα του. Συμμάχους, όπως όλα δείχνουν, θα βρει στα «Κομάντα», μια παρέα πιτσιρικάδων που σκοτώνει τον χρόνο της στο άγριο καλοκαιρινό τοπίο του Ακρωτηρίου Χανίων.
«Όταν διάβασα την ιστορία, κατάλαβα ότι πάμε να δημιουργήσουμε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα και φυσικά αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν οι δυνατότητες του Ντόντου», μου λέει στην επικοινωνία μας ο Λευτέρης Κοκογιαννάκης, ο νεαρός Κρητικός ερασιτέχνης ηθοποιός που υποδύεται εκπληκτικά τον Ντόντο και έχει ήδη ενθουσιάσει τα εγχώρια social media. Γιατί όταν μιλάμε για συμπερίληψη στη σειρά του Παπαδουλάκη, δεν εννοούμε μόνο αυτόν τον χαρακτήρα που έχει πλάσει, αλλά και για τον άνθρωπο που τον ενσαρκώνει, που είναι κι εκείνος ΑμεΑ, σε ένα τηλεοπτικό προϊόν που, μεταξύ άλλων, φαίνεται πως θα σταθεί απέναντι σε πολλά αρνητικά στερεότυπα που χαρακτηρίζουν τους Κρητικούς.
Πιο πρόσφατο αντίστοιχο παράδειγμα σε διεθνή παραγωγή είναι αυτό του Άιζακ στο «Sex Education», του ηθοποιού σε αμαξίδιο Τζορτζ Ρόμπινσον, που στον τελευταίο κύκλο τον είδαμε να φλερτάρει, να ερωτεύεται και να κάνει σεξ – αλλά ακόμα κι εκεί πρόκειται για δευτερεύοντα χαρακτήρα.
«Ο Θοδωρής μού είχε πει ότι θέλει τον Ντόντο πολύ συγκεντρωμένο όταν γίνεται το “τσαφ”. Στις σκηνές με τους συγγενείς του θέλει θυμό και πείσμα και στις σκηνές με τη μητέρα του αγάπη και κατανόηση. Τα υπόλοιπα τα βρήκαμε στην πορεία» περιγράφει ο Λευτέρης για τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος και μοντέρ της σειράς (κανονικό one man show!) του ζήτησε να προσεγγίσει τον χαρακτήρα.
«Λατρεύω τις δυνατότητες του Ντόντου και μου αρέσουν πολύ οι διάλογοι, τα εφέ και το πόσο ρεαλιστικά παρουσιάζονται όλα αυτά στον φακό. Θεωρώ ότι όταν αγαπάς αυτό που κάνεις και έχεις δίπλα σου άτομα σαν αυτά που έχω εγώ, τότε δεν υπάρχει κάτι που να σε κουράζει ή να μη σου αρέσει. Αρχικά το λέω για το υπέροχο συνεργείο, που έχει κάθε φορά ένα τεράστιο χαμόγελο. Αλλά βέβαια όλα ξεκινούν από την οικογένειά μου, που είναι πάντα δίπλα μου».
Οι πολύτιμες τοιχογραφίες του προϊστορικού Αιγαίου
Ο 26χρονος Λευτέρης έχει σπουδάσει Τεχνικός Εφαρμογών Πληροφορικής και ζει μόνιμα στο νησί. «Όλη η Κρήτη μας είναι όμορφη, αλλά ιδιαίτερη αγάπη έχω στα χωριά μου. Η μητέρα μου είναι από τα Σφακιά και ο πατέρας μου από τη Ραμνή Αποκορώνου. Δεν την αλλάζω με τίποτα την Κρήτη». Ο ίδιος αποτελεί μέρος ενός καστ γνήσιων Κρητικών, που δίνουν έξτρα πόντους ρεαλισμού στη σειρά.
Εξάλλου, η αγάπη του Παπαδουλάκη για τη μεγαλόνησο και η έμπνευση που αντλεί από αυτή είναι γνωστή και από τις προηγούμενες δουλειές του, «Το νησί», που αποτέλεσε μεταφορά του ομώνυμου μπεστ-σέλερ της Βικτόρια Χίσλοπ, και τη «Λέξη που δεν λες» – όπως και η ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζει τους ξεχωριστούς του ήρωες, ασθενείς με τη νόσο του Χάνσεν στην πρώτη περίπτωση και ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού στη δεύτερη.
«Από τα σχολικά μου χρόνια ο υπολογιστής ήταν μια μεγάλη βοήθεια για μένα στον γραπτό μου λόγο. Θεώρησα λοιπόν πως είναι ένα επάγγελμα που θα μου μάθει πολλά και θα με βοηθήσει», εξηγεί ο Λευτέρης για την επιλογή των σπουδών του. Εξάλλου και στη δική μας τηλεφωνική επικοινωνία διευκολύνθηκε πολύ με το να μου γράψει πρώτα τις σκέψεις του.
«Απέναντί μου βλέπω καθημερινά το λιμάνι. Από παιδί έχω αγάπη για τα καράβια. Η αγάπη μου αυτή με έκανε να δημιουργήσω τη σελίδα Chaniaships, η οποία αναφέρεται στα ακτοπλοϊκά νέα των Χανίων και ενημερώνεται καθημερινά» συνεχίζει, απαντώντας μου στο πώς προέκυψε το λινκ που ανακάλυψα στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram.
Βέβαια, δεν είναι εντελώς άσχετος με την υποκριτική, καθώς είχε ξαναπαίξει παλιότερα, σε μικρή ηλικία, στο θέατρο, αλλά μετά το «Κομάντα και Δράκοι» δηλώνει πως «θα ήθελα να συνεχιστεί αυτό το όνειρο, εάν έβρισκα κάτι που να μου ταιριάζει στο μέλλον».
Σχετικά με τις σειρές που ο ίδιος προτιμά να βλέπει, αναφέρει πως του αρέσουν πολλές, όπως το «Νησί», το «Ευτυχισμένοι μαζί» και η «Παιδική χαρά», αλλά σίγουρα δεν προτιμά τα ψυχολογικά θρίλερ, πράγμα που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την ερμηνεία του ως πρωταγωνιστή σε μια παραγωγή με πολλά στοιχεία θρίλερ – η οποία, παρεμπιπτόντως, θεωρώ πως λανθασμένα πλασαρίστηκε, πριν από την πρεμιέρα της, ως το «ελληνικό “Stranger Things”», αφού μια τέτοια σύγκριση και διαφορετικές προσδοκίες δημιούργησε και είναι σίγουρα άδικη για ένα ελληνικό προϊόν που τελικά ξεχωρίζει τόσο για την ευρηματικότητα όσο και για το υψηλό επίπεδο παραγωγής του.
Ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονται, ο Λευτέρης έχει μπει τόσο πολύ στο πετσί του ρόλου του, που, όπως μου εξομολογείται, έχει αρχίσει να νιώθει ότι ο Ντόντος είναι φίλος του. Δεν είναι όμως οι ίδιοι άνθρωποι.
«Τον συμπονώ για όσα έχει περάσει και για όσα θα περάσει ακόμα. Έχουμε κάποια κοινά, όπως για παράδειγμα την επιμονή, το πείσμα και φυσικά την αγάπη μας για τα παγωτά. Διαφέρουμε όμως στον τρόπο ζωής και σκέψης και θεωρώ πως είμαι λίγο πιο δυναμικός από εκείνον. Θα ήθελα να μπορούσα να σώσω τον Ντόντο απ’ όλα αυτά που περνάει. Αν μπορούσα, θα τον συμβούλευα να ζητήσει βοήθεια από κάποιον ή ακόμα και να καταγγείλει τους συγγενείς του ώστε να έχει ένα καλύτερο μέλλον κι εκείνος και η μητέρα του».
Κι αν ο Λευτέρης είχε μια σούπερ δύναμη, σαν αυτή που έχει ο Ντόντος, ποια θα ήθελε να είναι; «Θα ήθελα να διακτινίζομαι για να μπορώ να πηγαίνω σε όλο τον κόσμο».
Αν μπορούσε να κάνει κι ο ίδιος «τσαφ» και να αλλάξει την ίδια στιγμή κάτι στον κόσμο γύρω μας, τι θα άλλαζε; «Ειλικρινά θα ευχόμουν να είχα μια τέτοια δύναμη, και το πρώτο πράγμα που θα άλλαζα αμέσως θα ήταν ο ρατσισμός. Και μένα μου έχουν συμπεριφερθεί άσχημα. Η διαφορετικότητα πάντα προκαλεί ρατσισμό».
Είναι μάλλον περιττό να πούμε πως το μήνυμα για τη διαφορετικότητα που περνά η συμμετοχή του Λευτέρη Κοκογιαννάκη σε μια πολυδιαφημισμένη σειρά υψηλής τηλεθέασης είναι ίσως το καλύτερο που έχουμε λάβει ποτέ από την ελληνική τηλεόραση.
Ο ίδιος νιώθει ότι ο Θοδωρής Παπαδουλάκης τον τιμά που του ζήτησε να παίξει, αν και μάλλον η τιμή είναι δική μας, που έχουμε την ευκαιρία να δούμε την αλήθεια του, μέσα από τη μυθοπλασία. «Έχω δεχθεί τόση αγάπη, διαβάζω στον Θοδωρή κάθε μήνυμα που λαμβάνω και απαντάω σε όλα!».
Τι θα ήθελε να πει ο ίδιος, όμως, σε όλα τα παιδιά που νιώθουν ξεχωριστά, μέσα από τη δική του ιστορία και την ιστορία του Ντόντου; «Το μήνυμά μου προς αυτά τα παιδιά θα ήταν να είναι δυνατά, να μην το βάζουν κάτω, να μην ντρέπονται γι’ αυτό που είναι και το κυριότερο να μην κλείνονται στα σπίτια τους και στον εαυτό τους. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό απ’ το να πάψεις να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι».
Κάνε τσαφ, Λευτέρη!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.