Οι «μύθοι περί μητρότητας» – που τρέφουμε όλες οι γυναίκες, ότι η μητρότητα είναι ενστικτώδης, ότι η μητρική αγάπη είναι πάντα δεδομένη και άνευ όρων – τείνουν πλέον να έχουν παγιωθεί ως γενικές αλήθειες και παράλληλα θεωρούνται ζητήματα ταμπού, όταν τυχόν υπάρχει μία αντίθετη άποψη.
Πρόσφατα σε ένα σχετικό άρθρο, εντόπισα έναν εξαιρετικό συμβολισμό της συγγραφέως για το εν λόγω ζήτημα, ότι δηλαδή: «οι αντιλήψεις αυτές φαίνεται να μοιάζουν με τις κούκλες μπάμπουσκες των οποίων το ρωσικό όνομα – matryoshka – προέρχεται από τα λατινικά και σημαίνει μητέρα».
Είναι μία ταιριαστή μεταφορά και συμβολισμός, επειδή η μεγαλύτερη εξωτερική κούκλα φαίνεται είναι η παγιωμένη αντίληψη που έχουμε περί μητρότητας. Μέσα σε αυτή τη «μητέρα κούκλα» υπάρχουν και άλλες κούκλες, η μία μικρότερη από την άλλη. Όσο προχωράμε ανοίγοντάς τις, καθεμία από αυτές μοιάζει να κρύβει ένα άλλο «μυστικό» μέσα της, το οποίο περικλείει «άβολες αλήθειες» περί μητρότητας, μέχρι να φτάσουμε στην τελευταία, την μικρότερη από όλες.
Η αποστέρηση αγάπης λόγω της μητρικής εγκατάλειψης, είναι ένα από τα ζητήματα ταμπού που «κρύβονται πίσω από το περίβλημα της κούκλας». Οι μορφές της μητρικής εγκατάλειψης είναι όλες επιζήμιες και μπορεί να αποβούν καταστροφικές. Η μητρική εγκατάλειψη δημιουργεί πληθώρα συναισθημάτων, αντιφατικών μεταξύ τους. Προκαλεί πόνο, θλίψη και παράλληλα λαχτάρα, συχνά οργή, θυμό, απογοήτευση, μαζί με ενοχές και ντροπή.
Στην συναισθηματική εγκατάλειψη η μητέρα είναι σωματικά παρούσα αλλά συναισθηματικά απούσα, αφήνοντας «πεινασμένη» την κόρη της από τρυφερότητα και στοργή.
Το μεγάλωμα από μία συναισθηματικά ψυχρή μητέρα, η οποία αγνοεί και αδιαφορεί, δεν παρέχει κανένα θεμέλιο για την αυτοεκτίμηση του παιδιού. Ουσιαστικά παρέχει «γόνιμο έδαφος» για να εσωτερικεύσει η κόρη την ιδέα ότι η εγκατάλειψή της, είναι κατά κάποιο τρόπο «δικαιολογημένη» και «δικό της λάθος». Αυτές οι κόρες τείνουν να μεγαλώνουν ως γυναίκες με ένα ανασφαλές στυλ προσκόλλησης και να εμφανίζουν, άγχος και φόβο για τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Όλο αυτό δημιουργεί συναισθηματική αποστασιοποίηση και αποκοπή, και συνήθως μεταφέρεται στην ενήλικη ζωή και στις μετέπειτα σχέσεις.
Οι κόρες των οποίων οι μητέρες πέθαναν κατά την παιδική τους ηλικία, την εφηβεία ή την ενήλικη ζωή, συχνά μιλούν για το αίσθημα της εγκατάλειψης, παρόλο που οι μητέρες τους δεν επέλεξαν να τις αφήσουν. Η Hope Edelman στο βιβλίο της, Motherless Daughters, αναφέρει: ο θάνατος της μητέρας σηματοδοτεί το τέλος της οικογένειας όπως ήταν, και τη ζωή που είχε η κόρη όταν η μητέρα της ήταν ζωντανή.
Κόρες που έχασαν την μητέρα τους στην παιδική ηλικία, αναφέρουν ότι πέρα από τη θλίψη, άλλο ένα έντονο συναίσθημα που είχαν να διαχειριστούν ήταν ο έντονος θυμός προς τη μητέρα που «έφυγε».
Ενώ αυτή η μορφή μητρικής εγκατάλειψης γεννιέται συχνά από καλή πρόθεση ή θεμιτή ανάγκη, μπορεί επίσης να μοιάζει με εγκατάλειψη και απόρριψη, ειδικά αν η θετή μητέρα δεν εκφράζει την αγάπη της, είναι ψυχρή ή παραμελεί την κόρη της. Πέρα από από αυτό, έχει μεγάλη σημασία και η πρόθεση της βιολογικής μητέρας ώστε να προβεί στην υιοθεσία του παιδιού της. Η υιοθεσία είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα που χρειάζεται περαιτέρω ανάλυσης και διαφέρει κατά περίπτωση.
Όταν μια μητέρα φεύγει από τη ζωή του παιδιού της, από δίκη της επιλογή τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα. Δεν είναι σαφές πόσες ακριβώς γυναίκες εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. Σύμφωνα με έρευνες, γνωρίζουμε ότι ενώ το 1968, το 85% των παιδιών ζούσαν με δύο γονείς ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης, μέχρι το 2020 το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 70%.
Ο αριθμός των παιδιών που ζουν μόνο με τους πατέρες τους παραμένει μικρός, αλλά έχει τετραπλασιαστεί μέσα σε 50 χρόνια, από 1% σε 4,5 %. Οι μητέρες σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να έχασαν την επιμέλεια, να πέθαναν ή να έφυγαν. Ο αριθμός των παιδιών που έζησαν χωρίς γονέα αυξήθηκε σε διάστημα 50 ετών, από 3 % σε 4, αλλά περισσότερα από τα μισά από αυτά (55 %) που ζούσαν χωρίς γονείς ζούσαν με έναν παππού ή γιαγιά.
Αυτό που συνολικά κατανοούμε από τις στατιστικές είναι ότι οι σύγχρονες μητέρες υφίστανται μεγαλύτερη πίεση από ποτέ και ότι ο διάλογος σχετικά με τη μητρότητα – τις αποτυχίες και τις επιτυχίες της – πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο.
Όλα γίνονται πολύ δύσκολα. Τρόμος. Θλίψη. Έντονος Πόνος. Απογοήτευση. Ντροπή. Ενοχή. Διαβάζοντας μαρτυρίες παιδιών που εγκαταλείφθηκαν, το συναίσθημα που μείνει μοιάζει με εγκλεισμό σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου κάποιος είχε αφεθεί, τις περισσότερες φορές αβοήθητος.
Η ντροπή είναι επίσης ένα συναίσθημα που συχνά βιώνεται από ολόκληρη την οικογένεια. Αυτό φαίνεται να είναι ένας μηχανισμός αντιμετώπισης που υιοθετήθηκε από πολλούς πατέρες και αναφέρεται αναλυτικά στο βιβλίο της Melissa Cistero, Pieces of My Mother: Ο πατέρας εξαφανίζει κάθε «ίχνος της μητέρας» από το σπίτι, πετώντας τα πράγματα και κάθε φωτογραφία της. Η γιαγιά από την πλευρά του πατέρα, όταν τα παιδιά έλεγαν ότι τους λείπει η μητέρα τους, είπε: «Δεν μπορείς να χάσεις αυτό που δεν είχες ποτέ». Για ένα παιδί, η αποχώρηση της μητέρας μπορεί να αλλάξει τη ζωή του ολοκληρωτικά και καθοριστικά.
Έλλειψη αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης, δυσκολία ρεαλιστικής αυτο-εικόνας και δημιουργίας σαφών ορίων, υπερβολική ευαισθησία, απομάκρυνση και επανάληψη του δυσλειτουργικού «δεσμού» με τη μητέρα στις υπόλοιπες σχέσεις. Αυτές και πόσες άλλες επιπτώσεις, βαθιές και συχνά απροσδιόριστες.
Ο ενήλικας που είναι τώρα το τότε εγκαταλελειμμένο παιδί, κάνει ό,τι μπορεί για να εξομαλύνει την εμπειρία αυτή, και συχνά αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται τελικά η συναισθηματική σημασία της τότε συνθήκης. Σύμφωνα με έρευνες, τα προηγούμενα χρόνια, κανένας ενήλικος, ο οποίος ως παιδί είχε εγκαταλειφθεί δεν παραπέμφθηκε σε σύμβουλο ή θεραπευτή, όταν βίωσε την εγκατάλειψη.
Μοιάζει σε πολλές περιπτώσεις, να μην ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε τη θλίψη ως κοινωνία, και ειδικά αυτήν ενός παιδιού. Πολλές φορές στην βιασύνη να κάνουμε πως όλα είναι εντάξει, πως δεν μας επηρεάζουν, πως δεν μας αγγίζει το παρελθόν, φτάνει να θεωρείται και η ίδια η ψυχοθεραπεία ως άλλο ένα μεγάλο ταμπού, καθώς πάντα ξεχνάμε ότι πριν θεραπεύσουμε ένα τραύμα θα πρέπει πρώτα να το δούμε καθαρά. Οφείλουμε να θυμόμαστε: η αγάπη – σε όποια συνθήκη – δεν είναι ποτέ δεδομένη.
enallaktikidrasi.com