Τα «long Covid» συμπτώματα επιμένουν να ταλαιπωρούν τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως αποτυπώνεται στην ετήσια έκθεση που παρουσίασε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Σύμφωνα με το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, παρά την υποχώρηση της πανδημίας και την άρση των περιοριστικών μέτρων, τα «long Covid» συμπτώματα επιδεινώθηκαν επιπλέον με την έλευση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού, καθιστώντας πιο ευάλωτη τη θέση των ΜμΕ στο οικονομικό στερέωμα. Τόσο ο κύκλος εργασιών όσο και τα κέρδη για την πλειονότητα των επιχειρήσεων βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα από το 2019, ενώ οι όποιες επενδύσεις είναι μικρής κλίμακας και περιορίζονται σε παρεμβάσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο πραγματικής αύξησης της παραγωγικής ικανότητας των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, η ρευστότητα και τα ταμειακά τους διαθέσιμα περιορίζονται αισθητά.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 2021, όπως και το 2020, σχεδόν οι μισές ΜμΕ (46,8%) δήλωσαν ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω από 50.000 ευρώ. Επιπλέον, οι ΜμΕ που κατέγραψαν ζημιές υποχώρησαν, ενώ αυξήθηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη, απέχοντας όμως από τα προ πανδημίας επίπεδα.
O κύκλος εργασιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνεται στις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ανά εξάμηνο, τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 δεν μεταβλήθηκε σημαντικά. Σε σχέση, μάλιστα, με τη μεγάλη μείωση που παρατηρήθηκε στους κύκλους εργασιών το 2020, διαφάνηκε μια τάση σταθεροποίησης και επιστροφής στην κανονικότητα. Προς αυτή τη διαπίστωση συνηγόρησε η υποχώρηση του ποσοστού των επιχειρήσεων που δήλωσαν μείωση του κύκλου εργασιών και παράλληλα η αύξηση των ποσοστών των επιχειρήσεων που δήλωσαν αυξημένους ή αμετάβλητους κύκλους εργασιών.
Τα στοιχεία, ωστόσο, που καταγράφηκαν δεν προσέγγισαν εκείνα της προπανδημικής περιόδου. Ειδικότερα, σχεδόν 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατέγραψε μείωση του κύκλου εργασιών τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 (46,5%) όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 (46,3%). Η μεσοσταθμική μείωση του κύκλου εργασιών ανά εξάμηνο για τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις ήταν περίπου 34% (35,2% και 33,9% αντίστοιχα).
Από την άλλη πλευρά, σχεδόν 1 στις 4 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών και στα δύο προαναφερθέντα εξάμηνα (28,1% και 24,2% αντίστοιχα). Η μεσοσταθμική αύξηση του κύκλου εργασιών ανά εξάμηνο για τις επιχειρήσεις ήταν περίπου 23% (23,7% και 22,4% αντίστοιχα). Επιπλέον, σχεδόν 1 στις 4 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δήλωσε πως ο κύκλος εργασιών της δεν μεταβλήθηκε κατά τα δύο προαναφερθέντα εξάμηνα (23,7% και 26,8% αντίστοιχα).
Από τα επιμέρους στοιχεία των ερευνών οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ παρατηρήθηκε πως η εικόνα του κύκλου εργασιών ανά εξάμηνο ήταν καλύτερη για τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, σε αντίθεση με το εμπόριο. Σαφώς χειρότερη ήταν και η κατάσταση στον κλάδο της εστίασης σε σχέση με τον ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών. Παρατηρήθηκε, επίσης, πως υπάρχει μια σχεδόν γραμμική θετική σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων και τις επιδόσεις τους, καθώς οι επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών ήταν αναλογικά περισσότερες όσο αυξανόταν το μέγεθός τους τόσο σε όρους ετήσιου κύκλου εργασιών όσο και σε όρους αριθμού εργαζομένων, ενώ ακριβώς το αντίστροφο ίσχυε για όσες δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών.
Με άλλα λόγια, οι μεγαλύτερες με βάση τον κύκλο εργασιών και τον αριθμό εργαζομένων επιχειρήσεις παρουσίασαν σαφώς καλύτερα στοιχεία σε σχέση με το πώς εξελίχθηκε ο κύκλος εργασιών τους το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και το πρώτο εξάμηνο του 2022, σε αντίθεση με τις μικρότερες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους – ελεύθερους επαγγελματίες που συνέχισαν να καταγράφουν σοβαρές απώλειες.
Όσον αφορά τον ετήσιο κύκλο εργασιών τον οποίο δήλωσαν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις για το 2021, τα στοιχεία από τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ κατέδειξαν μια αμετάβλητη σε γενικές γραμμές κατάσταση σε σχέση με το 2020. Στο συγκεκριμένο πεδίο φαίνεται ότι οι σοβαρές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις ΜμΕ παρέμειναν ενεργές.
Ειδικότερα, οι ΜμΕ με ετήσιο κύκλο εργασιών:
– έως 50.000 ευρώ, από 34,1% το 2019 ανήλθαν στο 45,8% το 2020 και στο 46,8% το 2021,
– 50.000 έως 100.000 ευρώ, από 15,9% το 2019 υποχώρησαν στο 14,8% το 2020 και στο 17,2% το 2021,
– 100.000 έως 300.000 ευρώ, από 19,9% το 2019 υποχώρησαν στο 15,3% το 2020 και στο 15,5% το 2021,
– 300.000 έως 500.000 ευρώ, από 8,7% το 2019 υποχώρησαν στο 5,2% το 2020 και στο 5,4% το 2021,
– 500.000 έως 1.000.000 ευρώ, από 5,1% το 2019 υποχώρησαν στο 4,6% το 2020 και στο 3,5% το 2021 και
– πάνω από 1 εκατ. ευρώ, από 8,2% το 2019 υποχώρησαν στο 4,2% το 2020 και στο 5,5% το 2021.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας μειώθηκε δραματικά και οριζόντια ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων, καθώς η μοναδική κατηγορία που παρουσιάζει αύξηση κύκλου εργασιών και μάλιστα σημαντική είναι αυτή των επιχειρήσεων που δήλωσαν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ. Από τα επιμέρους στοιχεία, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων στη χαμηλότερη κατηγορία ετήσιου κύκλου εργασιών, δηλαδή κάτω από 50.000 ευρώ, παρατηρήθηκαν στις υπηρεσίες, στις επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό και στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή.
Αναφορικά με τους ισολογισμούς των ΜμΕ, η κατάσταση το 2021 βελτιώθηκε σε σχέση με το 2020, χωρίς όμως να προσεγγίσει τα προ πανδημίας επίπεδα. Το ποσοστό των επιχειρήσεων με κέρδη αυξήθηκε πέρυσι (37,5%) σε σχέση με το 2020 (27,3%), όμως παρέμεινε μικρότερο από το ποσοστό των κερδοφόρων επιχειρήσεων του 2019 (55,2%). Το ποσοστό των επιχειρήσεων με ζημιές το 2021 (36%) μειώθηκε σε σχέση με το 2020 (47,8%), όμως παραμένει μεγαλύτερο σε σχέση με το ποσοστό των ζημιογόνων επιχειρήσεων του 2019 (27,6%). Τέλος, σταθερή αύξηση καταγράφει το ποσοστό των επιχειρήσεων με μηδενικό αποτέλεσμα: από 8,5% το 2019, σε 16,1% το 2020 και 17,3% το 2021.
Οι επιχειρήσεις με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν περαιτέρω, καταγράφοντας τις χειρότερες επιδόσεις από την έναρξη της πανδημίας. Σύμφωνα με το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το δεύτερο εξάμηνο του 2021 η ρευστότητα μειώθηκε για το 48,8% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, έμεινε αμετάβλητη για το 28,9% και αυξήθηκε για το 22,1%. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 η ρευστότητα των ΜμΕ υποχώρησε, καθώς το 52,7% δήλωσε ότι είχε μείωση, ενώ το 24,8% δήλωσε πως δεν μεταβλήθηκε και το 22% ότι αυξήθηκε. Η επιδείνωση της ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, τουλάχιστον μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2022, αποδίδεται στις έντονες πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας. Και τούτο επειδή ο καλπάζων πληθωρισμός είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης σε αγαθά και υπηρεσίες.
Το 37,5% των ΜμΕ κατέγραψε μείωση της ζήτησης το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ενώ το ποσοστό αυτό ανέβηκε σημαντικά στο 44,8% το πρώτο εξάμηνο του 2022. Επιπλέον, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και το ιδιαίτερα αυξημένο κόστος λειτουργίας, ενώ παράλληλα κατέβαλαν προσπάθεια να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους ώστε να διατηρήσουν την πελατεία τους.
Το πρόβλημα ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτυπώνεται από την αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με μηδενικά ή αρκετά χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα που καταγράφουν οι ΜμΕ. Η κατάσταση φαίνεται να έχει επιδεινωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας, καθώς οι επιχειρήσεις οι οποίες τον Ιούλιο του 2022 δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα αντιστοιχούσαν στο 27,8% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Σωρευτικά οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν καθόλου ρευστά διαθέσιμα ή αυτά επαρκούσαν το περισσότερο για έναν μήνα ανήλθαν τον Ιούλιο του 2022 στο 52%. Από τα προαναφερόμενα στοιχεία φαίνεται ότι η ρευστότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων βρισκόταν τον Ιούλιο του 2022 στο χειρότερο επίπεδο από την έναρξη της πανδημίας.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις εστίασης, φαίνεται ότι συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς 43,8% των εν λόγω επιχειρήσεων δεν είχε καθόλου ταμειακά διαθέσιμα τον Ιούλιο του 2022. Συνολικά, περισσότερες από 6 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης (64,4%) είτε δεν είχαν ταμειακά διαθέσιμα είτε τα διαθέσιμα επαρκούσαν το περισσότερο για έναν μήνα.
Σχεδόν 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 33% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έκανε κάποιου είδους επένδυση. Το 21,8% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές επενδύσεις (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές), το 15,6% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 7,9% των επιχειρήσεων σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 6,1% επένδυσε σε κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού (π.χ. συστήματα πιστοποίησης οργάνωσης και λειτουργίας).
Παρά το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2021 η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας. Το ύψος της επένδυσης για το 55,5% των επιχειρήσεων ήταν έως 5.000 ευρώ. Για το 10% ήταν από 5.001 έως 10.000 ευρώ, για το 10,7% από 10.001 έως 20.000 ευρώ, για το 8,8% από 20.001 έως 50.000 ευρώ, για το 6,1% από 50.001 έως 100.000 ευρώ και για το 5% πάνω από 100.000 ευρώ.
Άλλωστε αποδεικνύεται από τις πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων που έγιναν πως η συντριπτική πλειονότητα των επενδύσεων χρηματοδοτήθηκε με ίδια κεφάλαια (86,4%), έναντι μόλις του 6% που χρηματοδοτήθηκε μέσω ΕΣΠΑ και του 3,8% που χρηματοδοτήθηκε με τραπεζικό δανεισμό.
Αντίστοιχα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 σχεδόν 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (29,8%) πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση. Το 17,9% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 13,7% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 8,1% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 5,6% για κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού.
Αντίστοιχα, στην έρευνα για το πρώτο εξάμηνο του 2022, παρά τα υψηλά ποσοστά των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έκαναν επενδύσεις, οι επενδύσεις ήταν μικρής κλίμακας. Για 1 στις 2 επιχειρήσεις (51%) που πραγματοποίησε επενδύσεις, το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 ευρώ. Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για επενδύσεις παραμένει και σε αυτή την έρευνα έντονο, καθώς 8 στις 10 επιχειρήσεις (81,3%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις τις χρηματοδότησαν με ιδίους πόρους. Το 9,6% τις χρηματοδότησε μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης και μόλις το 3,8% μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Από την έντυπη έκδοση