‘Ενα οδυνηρό κοκτέιλ διαμορφώνει ο συνδυασμός της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με την πανδημία του κορωνοϊού, καθώς πυκνώνουν οι επιστημονικές έρευνες που αποδεικνύουν πως σε περιοχές με υψηλές συγκεντρώσεις ρύπων στον αέρα, οι επιπτώσεις του SARS-CοV-2 στην υγεία των κατοίκων είναι αισθητά αυξημένες. Μάλιστα, σημαντικό ποσοστό των θανάτων από COVID-19 συνδέεται με την προηγούμενη έκθεση των ασθενών σε περιβάλλον με τοξικό-χημικό νέφος.
Στις αρχές Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Cardiovascular Research μελέτη ερευνητών από το Ινστιτούτο Mαξ Πλανκ της Γερμανίας, από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ, από την Τριέστη στην Ιταλία κ.ά. σύμφωνα με την οποία έως και το 15% των θανάτων παγκοσμίως από COVID-19 συνδέεται με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Το ποσοστό αυτό μάλιστα ανεβαίνει στο 19% στην Ευρώπη, στο 17% στη Βόρεια Αμερική, ενώ στην ανατολική Ασία, όπου η ρύπανση είναι πολύ μεγάλη, φτάνει το 27%! Οι συγγραφείς σημειώνουν πως η έκθεση των κατοίκων σε αέρια ρύπανση πιθανότατα επιδείνωσε τις «συννοσηρότητες που οδηγούν σε θανατηφόρα αποτελέσματα» της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2, δημιουργώντας μια «υπερβολική θνησιμότητα», που θα μπορούσε να αποφευχθεί.
«Υπάρχουν αρκετές μελέτες που ανιχνεύουν την επιδημιολογική διάσταση και δείχνουν συσχέτιση της αυξημένης θνητότητας από COVID-19 με υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων μικροσωματιδίων ΡΜ 2,5 μικρά (ένα μικρό ισούται με ένα εκατομμυριοστό του μέτρου), όπως για παράδειγμα του Χάρβαρντ σε ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ. Εκεί σημειώνεται πως μια αύξηση της συγκέντρωσης ΡΜ 2,5 κατά ένα mg/m3 μπορεί να οδηγεί σε αύξηση του ρυθμού θνητότητας λόγω κορωνοϊού κατά 10%. Ερευνες στη βόρεια Ιταλία οδήγησαν σε ανάλογα συμπεράσματα», λέει στην «Κ» ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ.
«Μία σειρά από μελέτες έχουν δείξει πως όσοι νοσούν από COVID-19 και έχουν εκτεθεί σε μεγάλες συγκεντρώσεις ρύπων είναι πιο πιθανό να είναι περισσότερο ευάλωτοι· ο κορωνοϊός βρίσκει πρόσφορο έδαφος», τονίζει στην «Κ» ο Αλέξανδρος Παπαγιάννης, καθηγητής στο ΕΜΠ και εκ των συντελεστών της Πανελλαδικής Ερευνητικής Υποδομής για τη μελέτη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής «ΠΑΝΑΚΕΙΑ». «Είναι ήδη επιστημονικά αποδεδειγμένο πως ειδικά η καύση ξύλου προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας, αναπνευστικά, καρδιαγγειακά, μεταλλάξεις DNA, ακόμα και καρκινογενέσεις. Αν και ο Ιατρικός Σύλλογος έχει προειδοποιήσει από το 2013 για την επικινδυνότητα της καύσης βιομάζας, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, η πολιτεία κωφεύει», τονίζει ο κ. Παπαγιάννης.
Η μακρόχρονη διαβίωση σε πόλεις που τις «πνίγει» το τοξικό-χημικό νέφος υποσκάπτει το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου. «Ειδικά τα υπέρλεπτα σωματίδια ΡΜ 2,5 και ΡΜ 1 εισχωρούν στους πνεύμονες, συμβάλλοντας σε οξειδωτικό στρες και φλεγμονή. Ειδικά τα ΡΜ 1 περνούν και στα αιμοφόρα αγγεία, συμβάλλουν στη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας, επιτείνοντας τον κίνδυνο για θρόμβωση. Ολα αυτά συνδέονται με τον τρόπο που πλήττει ο κορωνοϊός τον οργανισμό», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Σαρηγιάννης.
Μία άλλη πλευρά που εξετάζεται αφορά την πιθανότητα τα αιωρούμενα μικροσωματίδια να λειτουργούν ως «αερομεταφορείς» του κορωνοϊού, όταν αυτός τα συναντήσει καθώς αιωρείται. «Ο κορωνοϊός έχει διάμετρο περίπου ΡΜ 0,1, είναι δηλαδή 100 φορές μικρότερος των σωματιδίων ΡΜ 1. Εάν τα ακουμπήσει, ειδικά υπό την επίδραση υγρασίας, μπορεί να συσσωματωθούν. Στην περίπτωση αυτή ο κορωνοϊός μπορεί να αιωρείται πάνω από μία ώρα και σε απόσταση έως και οκτώ μέτρα, αντί για τα δύο μέτρα που θεωρούμε γενικά ασφαλή», εξηγεί ο κ. Σαρηγιάννης. «Ενας ακόμη λόγος για να βγουν από την ατμόσφαιρα οι φυσικοί μεταφορείς του ιού, τα αιωρούμενα σωματίδια, ειδικά τα ΡΜ 2,5 και ΡΜ 1», συμπληρώνει.
Ποιες είναι οι πηγές εκπομπής τους, ειδικά τους χειμερινούς μήνες; Οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων και η θέρμανση. «Ακόμα και τα σύγχρονα αυτοκίνητα εκπέμπουν υπέρλεπτα σωματίδια, καθώς η Ε.Ε. εξακολουθεί να μετράει μόνο τα πιο μεγάλα ΡΜ 10 και όχι και τα πιο επικίνδυνα ΡΜ 2,5, όπως κάνουν οι ΗΠΑ», τονίζει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Η Ελλάδα έχει υψηλές συγκεντρώσεις ρύπων σε πολλές πόλεις. Μάλιστα, πριν από μερικές μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς από το 2005 έως το 2019 δεν κατάφερε να μειώσει τα αιωρούμενα σωματίδια στα επίπεδα-στόχους της Ε.Ε., τα οποία υπολείπονται από αυτά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Μάλιστα, το 2019 για 67 μέρες παραβιάστηκαν τα ευρωπαϊκά όρια ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη, ένας πολύ υψηλός αριθμός. Υπάρχει άραγε συσχέτιση της βαριάς εκδήλωσης της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη και με αυτόν τον παράγοντα;
«Από τις 28 Νοεμβρίου το εθνικό δίκτυο “ΠΑΝΑΚΕΙΑ” καταγράφει αυξημένες συγκεντρώσεις ΡΜ2,5 τις βραδινές ώρες και ειδικά το Σαββατοκύριακο. Ολα δείχνουν πως σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από καύση ξυλείας σε τζάκια», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Παπαγιάννης, καθηγητής στο ΕΜΠ. Καθώς βρισκόμαστε στην αρχή του χειμώνα και ενώ η κυκλοφορία των αυτοκινήτων έχει μειωθεί λόγω του lockdown, η θέρμανση αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας εκπομπής αέριων ρύπων (μαζί με τις βιομηχανικές δραστηριότητες). «Είναι πολύ σημαντικό να μειωθεί δραστικά η χρήση των αστικών τζακιών», τονίζει ο κ. Παπαγιάννης, εκφράζοντας την αντίθεσή του στην κυβερνητική απόφαση να συμπεριληφθεί στο επίδομα θέρμανσης και η καύση βιομάζας. «Θα ήταν πολύ καλό να αποφύγουμε την καύση ξύλου σε τζάκια, ειδικά φέτος. Το επίδομα θέρμανσης ίσως θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη και περιβαλλοντικούς παράγοντες, να είναι για παράδειγμα πιο αυξημένη η ενίσχυση στο φυσικό αέριο», λέει ο κ. Σαρηγιάννης. Για την αποφυγή της καύσης ξυλείας θα μπορούσε να υπάρξει μείωση των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να χρησιμοποιηθεί πιο εκτεταμένα για θέρμανση.
Πηγή : kathimerini.gr