Ο δημόσιος διάλογος γύρω από θέματα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής καλά κρατεί, κυρίως επειδή στις πρόσφατες εκλογές κυριάρχησαν θέματα λιγότερο σοβαρά, ενίοτε γαργαλιστικά ή με υψηλό δείκτη ψηφοθηρικής σκοπιμότητας.
Δεν είδαμε βεβαίως απολογισμό του έργου, κυρίως σε ότι αφορά την επίτευξη ή μη των στόχων οικονομικής πολιτικής, πόσο μάλλον μια συγκριτική παρουσίαση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Άλλωστε, μια τέτοια προσέγγιση, ούτως ή άλλως δεν μπορεί να έχει επιστημονική εγκυρότητα, αφού θα αναφέρεται υποχρεωτικά σε μεμονωμένα μεγέθη, όπου το πλαίσιο και οι περιορισμοί για κάθε περίοδο ήταν διαφορετικοί.
Η κυβέρνηση της περιόδου 2016-2019 είχε ως στόχο την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια καθώς και την προετοιμασία της για να γίνει αποδεκτή από τις αγορές, επιχειρώντας τη σταδιακή άντληση των αναγκαίων κεφαλαίων για την αναχρηματοδότηση του ούτως ή άλλως υπέρογκου δημοσίου χρέους μας.
Αυτό θα έπρεπε να διασφαλιστεί για μια μεγάλη χρονική περίοδο, η οποία θα σηματοδοτούσε και την επιστροφή στην ομαλότητα, βελτιώνοντας την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας με την ανάκτηση της απολεσθείσας από το 2010 επενδυτικής βαθμίδας.
Το μείγμα των μέτρων οικονομικής πολιτικής για την επίτευξη των στόχων, ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, αφού η χώρα ως ντε φάκτο χρεοκοπημένη, είχε απωλέσει την εθνική της κυριαρχία. Δεν ασκείτο συνεπώς αυτόνομη πολιτική στο πλαίσιο απλά των υποχρεώσεων από την συμμετοχή μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως οι άλλες χώρες, αλλά υπαγορευόταν από τους εκπροσώπους των θεσμών, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις επιλογές που κατά καιρούς έγιναν.
Η περίοδος που ακολούθησε, 2019-2022, σημαδεύτηκε πάλι από μια σειρά έκτακτων γεγονότων, τα οποία συνοδεύτηκαν από προβλήματα αλλά και ευκαιρίες. Έτσι, η θανατηφόρος πανδημία της μερικής ή και ολοκληρωτικής ακινητοποίησης ολόκληρων κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας, ήταν η αφορμή για να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για πρώτη φορά στην έκδοση σημαντικών ποσών αμοιβαίου χρέους, μέρος του οποίου μάλιστα πήρε το χαρακτήρα μη επιστρεφόμενων χορηγήσεων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Επίσης, μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης ανεστάλησαν όλοι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, κυρίως με την εφαρμογή της ρήτρας διαφυγής για στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Συνεπώς, από τη μια η ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε να διαχειριστεί σημαντικά και πρωτόγνωρα προβλήματα, πανδημία, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, από την άλλη όμως είχε στη διάθεσή της σημαντικούς πόρους καθώς και την ευχέρεια άσκησης ελεύθερης, σχεδόν ακηδεμόνευτης, οικονομικής πολιτικής για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, κάτι που είχε να συμβεί από το 2009. Όμως, μετά την πρόσφατη δημοσίευση της 2ης μεταμνημονιακής έκθεσης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία περιέχει αυστηρές συστάσεις προς την ελληνική κυβέρνηση, η περίοδος αυτή φαίνεται ότι έληξε.
Η δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε, με μια υπέρμετρη δαπάνη κοντά στα 60 δις Ευρώ, δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποτελεσματική, αφού το μεγαλύτερο μέρος δεν κατευθύνθηκε στοχευμένα σε ευάλωτες ομάδες και βιώσιμες επιχειρηματικές μονάδες με συμβολή στο σχηματισμό του ΑΕΠ, αλλά οριζόντια σε εκατομμύρια αποδέκτες, οι οποίοι αύξησαν τις τραπεζικές τους καταθέσεις και προέβησαν σε αγορές ακινήτων και αυτοκινήτων, συμβάλλοντας έτσι με τον τρόπο τους στην υπερθέρμανση του πληθωρισμού. Το κοινωνικό και αναπτυξιακό αποτύπωμα συνεπώς, σε σχέση με το μέγεθος της δημοσιονομικής δαπάνης, ήταν πολύ περιορισμένο.
Η νέα πραγματικότητα, στην οποία θα κληθεί η νέα κυβέρνηση να επιχειρήσει, θα είναι πολύ διαφορετική, τόσο σε ότι αφορά το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, όσο και στο βαθμό ελευθερίας άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής. Είναι πλέον φανερό, μετά και τις νέες εκτιμήσεις της παγκόσμιας τράπεζας, ότι βαίνουμε ολοταχώς προς συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί με ποσοστό κοντά στο 2,1%, που αποτελεί χαμηλό εικοσαετίας.
Στην Ευρώπη η επιβράδυνση είναι το βασικό χαρακτηριστικό της πορείας των περισσότερων οικονομιών, με τη γερμανική να περνάει σε κατάσταση ύφεσης, αφού παρουσίασε αρνητικό πρόσημο για δύο συνεχή τρίμηνα, παρότι σε ετήσια βάση αναμένεται θετική συμβολή, γύρω στο 1,1%! Έτσι, είναι αναμενόμενο, ότι οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις θα επηρεάσουν αρνητικά τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, αφού τόσο οι εξαγωγές, όσο και η τουριστική βιομηχανία εξαρτώνται άμεσα από την οικονομική συγκυρία που επικρατεί στις χώρες με τις οποίες διατηρούμε τις σημαντικότερες οικονομικές σχέσεις.
Εκείνο επίσης που θα μειώσει σημαντικά τα περιθώρια άσκησης αυτόνομης, κυρίως δημοσιονομικής πολιτικής, είναι η άρση της ρήτρας διαφυγής και η επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας σε ισχύ κατά πάσα πιθανότητα από το ερχόμενο έτος. Το ζητούμενο είναι, να εφαρμοστεί ένα σύστημα ελέγχου των δημοσιονομικών και της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, μακριά από το 1/20 κατ΄έτος, που ίσχυε πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, ώστε οι χώρες να επιστρέψουν στην υποχρέωση του 60% σε 20 χρόνια.
Η συζήτηση για τη νέα μορφή που θα πάρει το Σύμφωνο βρίσκεται σε εξέλιξη, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάζει μια συμβιβαστική πρόταση για μείωση του χρέους κατά 0,5% το χρόνο, μετά από διαβουλεύσεις στο πνεύμα μιας ολιστικής προσέγγισης της οικονομίας κάθε χώρας. Αυτή θα βασίζεται στην πληρότητα και την αξιοπιστία του προγράμματος που θα καταθέτει η χώρα και με βάση την αξιολόγηση θα λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Με την πρόταση αυτή διαφωνεί, όπως έκανε γνωστό η Γερμανία, η οποία προτείνει μείωση κατά 1% και το χειρότερο, προτείνει άκαμπτη διαδικασία, που σημαίνει ότι το μέτρο θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τη φάση του κύκλου που βρίσκεται μια οικονομία. Σε κάθε περίπτωση το Β΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους θα πρέπει στο πλαίσιο της Ισπανικής Προεδρίας να ληφθούν οριστικές αποφάσεις, ώστε να αποφύγουμε τον κίνδυνο επιστροφής στο ζουρλομανδύα του παρελθόντος.
Για τη χώρα μας, παρά τα ανοιχτά θέματα στο μέτωπο του πληθωρισμού και της συνεπαγόμενης ανόδου των επιτοκίων, του ουκρανικού πολέμου, της ενεργειακής πρόκλησης, των ανισορροπιών στον τραπεζικό τομέα, όπως και τη διεύρυνση των γεωπολιτικών εντάσεων κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας αλλά και σε τοπικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν, ότι η επιβράδυνση θα είναι μεν σημαντική, αλλά θα κινηθεί για τα επόμενα τέσσερα έτη σε ένα εύρος μεταξύ 1,8-2,0%. Το αποτέλεσμα αυτό βασικά θα προκύψει από την εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης καθώς και τα διαρθρωτικά ταμεία της Ένωσης, τα οποία τρέχουν μέχρι το 2027. Το κρίσιμο ερώτημα συνεπώς που τίθεται είναι: τι θα γίνει μετά το 2027, όταν μάλιστα θα πλησιάζει το 2032 όπου τελειώνει η περίοδος χάριτος που έχει παρασχεθεί στη χώρα από τους δανειστές για την ευνοϊκή εξυπηρέτηση του υπέρογκου χρέους της χώρας;
Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές έχει στη διάθεσή της κεφάλαια ύψους περί τα 60 δις Ευρώ, αν αφαιρέσει κανείς τις μέχρι τώρα πραγματοποιθείσες εισροές των 11 δις από το ΤΑΑ. Πρόκειται συνεπώς για ένα σημαντικό ποσό, το οποίο είναι σε θέση να καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι του επενδυτικού κενού των 100 δις Ευρώ , που παρουσιάζει η χώρα μας. Μαζί δε μάλιστα με τη σχετική μόχλευση από τον ιδιωτικό τομέα, επαρκούν για να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες. Αρκεί να αξιοποιηθούν σωστά. Στην κατεύθυνση αναδιάρθρωσης, εκσυγχρονισμού και μεταβολής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Συνεπώς, έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ δύο λύσεων, που οδηγούν με βεβαιότητα σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Πρώτον, να συνεχίσουμε την έως τώρα πεπατημένη, η οποία παρήγαγε χρεοκοπίες, ελλείμματα, υπερχρέωση, χαμηλούς μισθούς και μετανάστευση των νέων, εισοδηματικές ανισότητες, προβληματικά συστήματα παιδείας και υγείας καθώς και μόνιμη οπισθοδρόμηση σε όλους τους συγκριτικούς δείκτες που οριοθετούν τη θέση της χώρας τόσο στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, όσο και στο πλαίσιο των 27 εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρίτη θέση από το τέλος στο κατά κεφαλήν εισόδημα, τρίτη θέση στο δείκτη φτώχειας όπως επίσης και στον πολυδιαφημισμένο δείκτη ψηφιακής μετάβασης DESI 2022. Οι επιδόσεις μας είναι καλύτερες μόνο απέναντι στη Βουλγαρία και Ρουμανία.
Οι σημαντικότεροι διεθνείς οργανισμοί, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπουν ισχνή ανάπτυξη κάτω του 2% μέχρι το 2026 και στη συνέχεια υποχώρηση στο 1,2% (ΔΝΤ) και στο 0,9% (ΕΕ). Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στη μέχρι τώρα πορεία της οικονομίας και κυρίως στη συμμετοχή των επιμέρους τομέων στο σχηματισμό του ΑΕΠ το έτος 2022. Η βασικότερη πηγή και πληγή ταυτόχρονα είναι η κατανάλωση με 70%, με το 1/3 αυτής μάλιστα κατά την Τράπεζα της Ελλάδος να μη δηλώνεται και να φοροδιαφεύγει, οι επενδύσεις συμμετέχουν με 13,8%, ενώ ο εξωτερικός τομέας έχει αρνητική συνεισφορά αφού οι αυξημένες εξαγωγές υπερκαλύπτονται από την αύξηση των εισαγωγών, παρουσιάζοντας ένα άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10%.
Το μοντέλο αυτό βασίστηκε μέχρι τώρα στο χαμηλό κόστος εργασίας, στην ανεπαρκή χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη, στα ψηφιακά παρασιτικά επαγγέλματα, στη χαμηλή συμμετοχή των εξαγώγιμων προϊόντων με ενσωμάτωση υψηλής τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να χειροτερεύουν συνεχώς οι όροι εμπορίου της χώρας στις διεθνείς της συναλλαγές, αφού οι διαθέσιμοι πόροι σπαταλούνται σε εφήμερες δραστηριότητες αντί για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Για το λόγο αυτό η επιλογή αυτή δεν έχει τη δυνατότητα να συντηρήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανάπτυξης και πέραν του 2027, όταν θα έχουν εξαντληθεί οι διαθέσιμοι εισαγόμενοι πόροι.
Δεύτερον, να αναζητήσουμε τρόπους για ριζική αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος
Η χώρα έχει ανάγκη από έναν αποτελεσματικό μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της οικονομικής της πολιτικής, η οποία στο τέλος του δρόμου να μας οδηγήσει σε ένα εντελώς νέο οικονομικό παράδειγμα, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής και του μέλλοντός μας, που θα διασφαλίζει ευημερία για το σύνολο της κοινωνίας. Χρειάζονται βαθιές τομές σε όλους τους βασικούς συντελεστές που συμμετέχουν στην αναπτυξιακή διαδικασία. Μα πάνω απ’ όλα απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας στον τρόπο σχεδιασμού και αντιμετώπισης των θεμάτων, από το βραχυπρόθεσμο στο μακροπρόθεσμο από την προσοχή μας σε μερικούς ποσοτικούς δείκτες σε ποιοτικά στοιχεία, που εξασφαλίζουν βιώσιμη ανάπτυξη.
Η συμβολή του κράτους έχει κομβική σημασία, αφού θα πρέπει ταυτόχρονα να μεταρρυθμιστεί το ίδιο αλλά και να συμμετέχει ενεργά στην αναπτυξιακή διαδικασία. Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο, καλά οργανωμένο κράτος, το οποίο να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής μετάβασης. Ένα κράτος που να σχεδιάζει, να προωθεί, να αξιολογεί και να ανατροφοδοτεί όταν χρειάζεται την αναπτυξιακή προσπάθεια με βασικό στόχο τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας στην κατεύθυνση της αύξησης της συμμετοχής των εξαγώγιμων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Ένα κράτος που να συνεργάζεται αρμονικά με τον ιδιωτικό τομέα στην υλοποίηση σχεδίων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Οι επιχειρήσεις την επόμενη περίοδο καλούνται να αναλάβουν τη σημαντική αποστολή της δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, η οποία θα είναι σε θέση να συμμετέχει στο διεθνή καταμερισμό εργασίας ισότιμα προς όφελος των ιδίων, αλλά και του κοινωνικού συνόλου. Χρειαζόμαστε σύγχρονες, βιώσιμες, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες σε συνεργασία με το κράτος και την αξιοποίηση του στελεχιακού δυναμικού μας, θα αναλάβουν το έργο του σχεδιασμού και της υλοποίησης των επενδύσεων της επόμενης μέρας. Μακριά από κρατικοδίαιτες νοοτροπίες και ευκαιριακές επιλογές αποκλειστικά στον τομέα των υπηρεσιών, αλλά με εμμονή στις παραγωγικές επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία. Η αειφόρος ανάπτυξη δεν εξασφαλίζεται με την αγορά και την ανακαίνιση ξενοδοχειακών μονάδων, την εξαγορά περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου ή τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου με τη συμμετοχή στο κεφάλαιο υπαρχουσών επιχειρήσεων. Αντίθετα, θα πρέπει να αναζητηθούν και να ενισχυθούν όλες εκείνες οι επιχειρηματικές προσπάθειες, οι οποίες υπόσχονται την ανάδειξή τους σε εθνικούς πρωταθλητές.
Το τραπεζικό σύστημα καλείται να αναλάβει ρόλο κλειδί, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση των επενδύσεων. Όχι μόνο επειδή ούτως ή άλλως μέρος των προγραμμάτων έχουν τη μορφή δανείων, αλλά και ως αξιόπιστος ειδικός σύμβουλος της πολιτείας στις επιμέρους επιλογές. Ο μεγάλος συγκεντρωτισμός στο τραπεζικό μας σύστημα δυστυχώς δεν βοηθάει στην κατεύθυνση ενίσχυσης με τα αναγκαία κεφάλαια μικρών, δυναμικών, καινοτόμων επιχειρήσεων, οι οποίες επιχειρούν μεν σε τομείς με υψηλό ρίσκο, αλλά κάποιες από αυτές θα έχουν λαμπρό μέλλον. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι τράπεζες πρέπει να χρησιμοποιούν τα τραπεζικά κριτήρια για τη χρηματοδότηση κατά τεκμήριο υγιών επιχειρήσεων. Όμως, οι καταθέσεις του κοινωνικού συνόλου δεν πρέπει να καταλήγουν σε ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες μπορεί να αποφέρουν σίγουρα έσοδα στις τράπεζες, συντηρούν όμως το υπάρχον μοντέλο που μας οδηγεί σε αδιέξοδα. Άλλωστε, έναν προωθητικό ρόλο στην επιλογή πρωτοποριακών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών μικρής εμβέλειας είναι σε θέση να αναλάβει και η κρατική Αναπτυξιακή Τράπεζα, η οποία διαθέτει την τεχνογνωσία αλλά και την εκ του ιδρυτικού της νόμου αποστολή να αναλαμβάνει τέτοιες αποστολές.
Συμπερασματικά είναι φανερό, ότι η χώρα διαθέτει μια πραγματική ευκαιρία για να γυρίσει σελίδα και να εξασφαλίσει ένα λαμπρό μέλλον αντάξιο του λαού και της ιστορία της. Από τις αποφάσεις μας εξαρτάται, αν θα προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις, σε βελτίωση των υποδομών και σε αναδιάταξη των διαθέσιμων πόρων, με προτεραιότητα στην παιδεία και στην έρευνα, για την οριστική αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου. Σε αντίθετη περίπτωση μετά το 2027 θα μιλάμε για χαμένες ευκαιρίες και θα επιζητούμε ευνοϊκές ρυθμίσεις από τους εταίρους στα χρόνια προβλήματα που αδυνατούμε να αντιμετωπίσουμε.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/opinion/1484342/oikonomiki-politiki-me-to-vlemma-sto-2027/