© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Να ξεκινήσουμε λοιπόν από την ιδέα: Μια κινηματογραφική σταρ περασμένων εποχών, κρατά κάποια από την παλιά της αίγλη, χάρη στην παρουσία της σε μια εκπομπή αεροβικών ασκήσεων που κάνει θραύση στην τηλεόραση. Μέχρι που χάνει τη δουλειά της όταν το γλοιώδες αφεντικό του καναλιού αρχίζει να αναζητά μια νεότερη, πιο φρέσκια αντικαταστάτρια. Τότε, ως από μηχανής Θεός, εμφανίζεται μπροστά της η Ουσία, ένας παράνομο εμβόλιο, αποτέλεσμα αγνώστων επιστημόνων, που παραμένουν άγνωστοι καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, καθώς αυτό που μας απασχολεί είναι τα αποτελέσματα του: Μια αλλόκοτη γέννα δηλαδή, καθώς μέσα από τη ραχοκοκαλιά της ταλαίπωρης Μουρ, αναδύεται μια νεότερη, πιο φρέσκια εκδοχή του εαυτού της (η Μάργκαρετ Κουέιλι, του «Κάποτε στο Χόλιγουντ»).
Με πατημένα γκάζια από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ, σινεφιλικές αναφορές που ξεκινούν από το «Μάγο του Οζ» και φτάνουν μέχρι το σινεμά του Κεν Ράσελ, του Γκρίναγουεϊ και του Κιούμπρικ, η Φαρζά σκηνοθετεί μια υστερική σάτιρα της show business, αλλά και ένα πικρό σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση που ξεπερνά σε ένταση τους φεμινιστικούς τόνους του στόρι: Το κακό εδώ προκύπτει όχι επειδή το πείραμα πάει λάθος, όχι επειδή το εμβόλιο είναι ελαττωματικό, αλλά επειδή οι δυο αυτές γυναίκες μισούν η μία την άλλη – και το ίδιο μαθαίνουμε αργότερα πως συμβαίνει με τα αρσενικά… πειραματόζωα. Τα γηρατειά μισούν τα νιάτα, και τα νιάτα δε νοιάζονται για τα γηρατειά. Αιώνιος ο μύθος, και το φιλμ τον μετασχηματίζει εξόχως στα καθ’ ημάς, μέσω ενός παραμορφωτικού pop πρίσματος που στάζει αιμοβόρικο, άκρατα διασκεδαστικό σαρκασμό. Και, όπως αναφέραμε, έχει τα κότσια να διανύσει την απόσταση, να τραβήξει την προβληματική της στα άκρα, να το πάει all the way, που λέει και ο Σκορσέζε.
Στα υπόλοιπα της εβδομάδας, δώστε λίγο χρόνο γιατί είναι σπουδαία ταινία το «Black Dog» από την Κίνα, βραβευμένο κι αυτό (όπως και το «Sunstance») στις Κάννες. Μοιάζει λίγο με μελαγχολική μπαλάντα του Μπρους Σπρίνγκστιν: Ένας αποφυλακισμένος νέος, ταξιδεύει για τη γενέτειρα του, όταν το πούλμαν που τον μεταφέρει ανατρέπεται από ένα κοπάδι σκύλων. Ο ίδιος, ανακαλύπτοντας μια πόλη πεθαμένη, όπου οι κάτοικοι παλεύουν να εκσυγχρονιστούν σε ρυθμούς πέραν των δυνατοτήτων τους, παίρνει υπό την προστασία του ένα μαύρο σκυλί, ενώ οι αρχές αναλαμβάνουν να «καθαρίσουν» τον τόπο από τα αδέσποτα. Τι βλέπει άραγε αυτός ο άνθρωπος στο – διόλου ήρεμο – τετράποδο;
Αντιγράφω από το slang.gr: «Σκύλος μαύρος είναι ο επίμονος, ακούραστος εργάτης / αθλητής, αυτός που δεν το βάζει κάτω ακόμα και πεθαμένος, αυτός που θα τον δεις να συνεχίζει εκεί που θα έπρεπε να έχει εξαντληθεί». Ίσως λοιπόν ο ήρωας μας να βλέπει αυτό – κάτι δηλαδή από τον εαυτό του. Ίσως απλά το κατατρεγμένο ζωντανό να κρατά ζωντανή την ανθρωπιά του. Πάντως υπάρχει ένα χιούμορ εδώ που ιδιοσυγκρασιακά παραπέμπει στον Άκι Καουρισμάκι, και νομίζω πως αυτή η ταινία φέρει κάτι από το πνεύμα του, κι ας είναι γυρισμένη σε αψεγάδιαστο σινεμασκόπ: Σημασία έχει να συνεχίζεις ακόμα και όλα δείχνουν πως έχουν χαθεί, αυτή η τραγωδία, αυτή και η κωμωδία μας.
Με εντυπωσίασε επίσης η «Γραμμή Διχασμού», δικαστικό δράμα που τρέχει κι αυτό ιλιγγιωδώς, μόνο που εδώ τον ρυθμό δεν τον δίνει το μοντάζ, αλλά η αφηγηματική οικονομία. Ο σκηνοθέτης Σελμάν Νατζάρ έχει γράψει ένα σενάριο που, υφολογικά, χρωστά πολλά στη μεγάλη σχολή του Αμερικάνικου πολιτικού θρίλερ των 70s, με ηρωίδα μια δικηγόρο που εργάζεται σε μια επαρχιακή πόλη και εκπροσωπεί έναν νεαρό άνδρα, κατηγορούμενο για τη δολοφονία του εργοδότη του, και την πρώτη δίκη θα ακολουθήσει μια αλυσίδα ακραίων ανατροπών. Παράλληλα φροντίζει και την άρρωστη μητέρα της, που αργοσβήνει σε κάποιο νοσοκομείο ενώ, από τις συνομιλίες με την αδελφή της, καταλαβαίνουμε πως οι λόγοι που την κρατούν εκεί ριζώνουν στην ενοχή. Βλέπετε; Είναι ευτύχημα να παρακολουθείς ένα φιλμ πιο πυκνογραμμένο στις σημάνσεις, παρά στους διαλόγους του που διαθέτουν μια καθημερινή, λαϊκή αμεσότητα. Κρατώντας μας καθηλωμένους μέχρι τέλους, ο Νατζάρ λέει τα πάντα για την Τουρκία σήμερα, χωρίς ποτέ να γίνει ποτέ κραυγαλέος.
Τρυφερό και το «Πέρασμα», όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα ταξιδεύει από την Γεωργία, στην Τουρκία, αναζητώντας τη χαμένη ανιψιά της στα γκέτο των τρανς της Κωνσταντινούπολης. Είναι η υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα της εκείνη που την κινεί και, ναι, είναι εξαιρετικά αβανταδόρικο το θέμα, ενώ αισθάνεσαι πως ακολουθούνται με κάπως… μηχανιστική συνέπεια οι δραματουργικές παράμετροι ανάλογων διδακτικών φιλμ, όμως η ντοκιμαντερίστικη κινηματογράφηση γραπώνει τον αμφιβληστροειδή, και ο Λεβάν Ακίν απογειώνει την ταινία του με ένα ομολογουμένως πολύ συγκινητικό φινάλε.
Στα τελειώματα, η Κέιτ Μπέκινσεϊλ πρωταγωνιστεί στο «Μαύρο καναρίνι», όπου ενσαρκώνει μυστική πρακτόρισσα του FBI που αναζητά τους απαγωγείς του ανδρός της. Από την σκηνοθέτη της «Αρπαγής» με τον Λίαμ Νίσον, κάτι ανάλογο, απλά προσαρμοσμένο στους κώδικες της εποχής. Να σας πω ότι δε βλέπεται, θα σας πω ψέματα – δεν είναι και καλό όμως. Όχι πως ξέχασε το σινεμά που ήξερε ο Πιέρ Μορέλ – απλά δεν ήξερε και τόσο εξ’ αρχής: Ήταν ο Λίαμ Νίσον εκείνος που χάριζε μια φερεγγυότητα στα τυπικά κλισέ του είδους. Ή αυτό προκύπτει τελικά.
Έφριξα, τέλος, με το horror «Azrael», μια εφετζίδικη και ανόητη μέσα στη σοβαροφάνεια της παραβολή τρόμου που διαδραματίζεται μετά τη Δευτέρα Παρουσία, όπου μια αίρεση θρησκόληπτων που έχει απαρνηθεί την ομιλία καταδιώκει τη Σαμάρα Γουίβινγκ για να τη θυσιάσει. Όλη της η σημειολογία, τα απόνερα του Buzzfeed.