Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) δείχνουν ότι συνολικά, μέσα σε μία χρονιά προστέθηκαν 133.300 νέες θέσεις εργασίας.
Στην πενταετία 2019 – 2024, προκύπτει ότι η αύξηση ανέρχεται στις 369.100 θέσεις απασχόλησης. Άρα, πάνω από μία στις τρεις καινούργιες θέσεις που προέκυψαν (36,11%) δημιουργήθηκαν μόλις τον τελευταίο χρόνο. Το β’ τρίμηνο του 2019 οι απασχολούμενοι, ήταν 3.956.924 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Το αντίστοιχο φετινό τρίμηνο οι απασχολούμενοι, ανήλθαν σε 4.327.825 άτομα, στοιχείο που δείχνει ότι οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης κατά τα τελευταία έτη, βοήθησαν ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις. Άρα, προκύπτει ότι η αγορά εργασίας αυξήθηκε την τελευταία πενταετία, κατά 370.901 θέσεις εργασίας. Συνεπώς, οι θέσεις απασχόλησης που καλύφθηκαν την ανάλογη περίοδο (369.100), αντιστοιχούν σχεδόν στο σύνολο εκείνων που δημιουργήθηκαν το ανάλογο χρονικό διάστημα.
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση του β’ τριμήνου του 2024 με το αντίστοιχο β’ τρίμηνο του 2023, αναδεικνύει ότι οι περισσότερες από αυτές τις 133.300 νέες θέσεις εργασίας, εντοπίστηκαν στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (27.700 ή 20,78%). Ακολουθούν τα καταλύματα και η εστίαση (25.700 ή 19,27%), ενώ πολύ ψηλά βρίσκονται και οι κατασκευές (18.600 θέσεις ή 13,95%). Ουσιαστικά, οι τρεις ανωτέρω κλάδοι πρόσφεραν μέσα σε 12 μήνες, 72.000 νέες θέσεις απασχόλησης, αριθμός που αντιστοιχεί στο 54,01%, δηλαδή σε περισσότερες από τις μισές καινούργιες θέσεις που δημιουργήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο.
Αναλύοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σε σχέση με το πλήθος των εργαζομένων, ανά κλάδο, προκύπτει ότι η πρώτη θέση, ως προς τη θετική επίδραση στην αγορά εργασίας, ανήκει στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο. Εκεί, οι εργαζόμενοι κατά το β’ τρίμηνο της τρέχουσας χρονιάς, ανήλθαν σε 706.300, περισσότεροι κατά 7.000 ή 1%, συγκριτικά με τους 699.300 που είχαν καταγραφεί ένα χρόνο νωρίτερα. Σημαντική ωστόσο είναι και η επίδραση των καταλυμάτων και της εστίασης με 439.700 εργαζόμενους φέτος, σε σχέση με τους 414.000 που είχαν καταγραφεί κατά το περσινό β’ τρίμηνο.
Πολύ ψηλά βρίσκονται οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες με 289.700 εργαζόμενους κατά το φετινό β’ τρίμηνο, σε σχέση με τις 262.000 θέσεις εργασίας που είχαν προκύψει πριν από ένα έτος.
Έπονται η μεταφορά και η αποθήκευση με 240.500 θέσεις απασχόλησης, περισσότερες κατά 7.900, συγκριτικά με τις 232.600 που είχαν καταγραφεί το β’ τρίμηνο του 2023 (αύξηση 3,4%).
Οι κατασκευές μπορεί να πρόσφεραν 18.600 περισσότερες θέσεις εργασίας (175.500 φέτος, από 156.900 πέρσι), αλλά περιορίστηκαν στην 5η θέση, ως προς το συνολικό πλήθος, άρα και την όποια επιδραστικότητα σε ετήσια βάση.
Συγκρίνοντας την τωρινή κατάσταση της αγοράς εργασίας, με εκείνη που βίωνε η χώρα την αντίστοιχη περίοδο του 2019, διαπιστώνεται αύξηση κατά 369.100 θέσεων απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι προ πενταετίας, το λιανικό και το χονδρικό εμπόριο είχαν 686.000 θέσεις εργασίας. Συνεπώς, μέσα σε μία πενταετία κατάφεραν να τις αυξήσουν κατά 20.300 μόλις.
Σαφώς καλύτερα είναι τα αποτελέσματα στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητας. Από 219.100 θέσεις το β’ τρίμηνο του 2019, έφτασαν τις 289.700 μία πενταετία αργότερα, δηλαδή υπολογίστηκαν 70.600 περισσότερες.
Σε πολύ κοντινή απόσταση, βρίσκεται ο τομέας της ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας με 69.600 περισσότερες θέσεις απασχόλησης κατά την τελευταία πενταετία (από 247.400 κατά το β’ τρίμηνο του 2019, ανήλθαν στις 317.000 το β’ τρίμηνο του 2024).
Θετικό αποτύπωμα αφήνουν και οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης. Από τις 403.400 θέσεις εργασίας που υπήρχαν προ πενταετίας, ανήλθαν στις 439.700 (αύξηση 36.300 θέσεων) κατά το φετινό β’ τρίμηνο. Πολύ καλή πορεία κατέγραψε και ο κλάδος της μεταφοράς και της αποθήκευσης με 35.700 περισσότερες νέες θέσεις απασχόλησης (240.500 το β’ τρίμηνο του 2024, από 204.800 το β’ τρίμηνο του 2019). Η πρώτη πεντάδα, συμπληρώνεται με τη μεταποίηση, που «πρόσφερε» άλλες 27.600 νέες θέσεις εργασίας (από 379.900 που ήταν το β’ τρίμηνο του 2019, σε 407.500 το β’ τρίμηνο του 2024).