Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.
Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο, τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της. Έτσι κι έγινε, και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της. Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της. Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο, που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου. Aπελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.
Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι η Φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντας τον, στον τόπο της τελετής του γάμου της. Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε. Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και κρεμάστηκε σ΄ ένα δέντρο. Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε δεν ξανά έβγαλε φύλλα ούτε άνθισε.
Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα. Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη. Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της. Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.
Η Αμυγδαλιά ήταν μια όμορφη κόρη και κατοικούσε σ’ ένα μεγάλο πύργο. Η μητέρα της την είχε μονάκριβη, τη λάτρευε τόσο πολύ και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγει έξω ούτε μια φορά, για να μην κρυώσει.
Έτσι η Αμυγδαλιά καθόταν τις χειμωνιάτικες μέρες πίσω από το τζάμι του παραθύρου της, μέσα στη ζεστασιά του δωματίου της και από κει έβλεπε τη βροχή να πέφτει, τον άνεμο να λυσσομανάει και πολλές φορές να ξεριζώνει τα δέντρα, το χιόνι να στροβιλίζεται και να ντύνει κάτασπρη τη γη, τα σπουργιτάκια να ψάχνουν με κόπο να βρουν κάτι για να τσιμπήσουν.
Μια μέρα ο Βοριάς, ο πιο ψυχρός από τους ανέμους που φυσάνε τη γη, έτυχε να περάσει έξω από τον πύργο, είδε την Αμυγδαλιά πίσω από το παράθυρό της, τον θάμπωσε τόσο πολύ η ομορφιά της, την αγάπησε κι έβαλε σκοπό να την παντρευτεί. Αλλά … ποια κοπέλα θα δεχόταν να παντρευτεί τον άνεμο;
Έτσι, ο Βοριάς αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο. Είχε μαγική δύναμη και το κατόρθωσε πολύ εύκολα. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σ’ ένα ωραίο παλικάρι, σ’ έναν ιππότη και μια μέρα στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς. Η όμορφη κόρη θαμπώθηκε κι αυτή από την ομορφιά του παλικαριού και δεν άργησε να τον αγαπήσει.
– Γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρό σου να σε δω από κοντά; τη ρώτησε μια μέρα ο Βοριάς.
– Δεν μπορώ, του απάντησε η Αμυγδαλιά. Όσο κρατάει ο χειμώνας η μητέρα μου δεν με αφήνει να βγω από το δωμάτιό μου, ούτε να ανοίξω το παράθυρο, γιατί είμαι πολύ ντελικάτη και θα κρυώσω. Θα πρέπει να περιμένεις να έρθει το καλοκαίρι.
– Το καλοκαίρι δεν περνώ από αυτά τα μέρη, της είπε ο Βοριάς. Να πεις στη μητέρα σου ότι θέλω να σε παντρευτώ και τότε θα σε αφήσει να βγεις από το δωμάτιό σου.
– Μα … ποιος είναι αυτός ο νέος; τη ρώτησε η μητέρα της. Πως να σε παντρέψω με έναν άγνωστο; Κι έπειτα … πως θα μπορέσεις να βγεις έξω με αυτό το κρύο; Άφησε να ζεστάνει ο καιρός και τότε μπορείς να βγεις για να γνωρίσεις από κοντά το νέο που αγαπάς.
– Να βγω έστω και για λίγο, την παρακάλεσε η Αμυγδαλιά.
– Μην είσαι βιαστική κόρη μου, την συμβούλεψε πάλι η μητέρα της. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι νέοι που θα ήθελαν να σε παντρευτούν. Μη δίνεις σημασία και τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άγνωστο.
Η Αμυγδαλιά όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και μια μέρα που εκείνη έλειπε από τον πύργο, ντύθηκε στα λευκά, άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε να συναντήσει τον ιππότη της και να φύγει μαζί του…
Ο Βοριάς την έσφιξε στην αγκαλιά του μα … ήταν τόσο παγωμένος και η Αμυγδαλιά ήταν τόσο άμαθη στο κρύο. Έτσι, δεν άργησε να παγώσει το σώμα της, να παγώσει η καρδιά της και να ξεψυχήσει…
Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο νέος που αγαπούσε ήταν ο Βοριάς, που παγώνει το κάθε τι στο πέρασμά του.
Ο θεός λυπήθηκε πολύ για το θάνατο της Αμυγδαλιάς και πάνω από τον τάφο της έκανε να φυτρώσει ένα δέντρο που πήρε το όνομά της.
Από τότε, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα, η αμυγδαλιά βιάζεται να ανθίσει. Τα λευκά της λουλούδια μοιάζουν με νυφικό πέπλο. Βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της Βοριά και να τον παντρευτεί. Κι εκείνος, όπως έκανε στη ζωντανή Αμυγδαλιά, παγώνει και μαραίνει χωρίς να το θέλει τα λουλούδια της.
dinfo.gr