Από την επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας προκύπτει πως τα κατά δήλωση υπέρβαρα παιδιά ακολουθούν μια λιγότερο υγιεινή διατροφή, τρώνε με μικρότερη συχνότητα πρωινό, ασκούνται λιγότερο, έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση και αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στις οθόνες και παρακολουθούνται λιγότερο τακτικά από τους παιδιάτρους σε σχέση με τα παιδιά που έχουν κανονικό βάρος.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η ενημέρωση και αφύπνιση γονέων και παιδιών, ώστε να αλλάξουν τις έως τώρα συνήθειες και τρόπο ζωής, αποτελεί επιτακτική ανάγκη και αναμφισβήτητα θα συμβάλλει στην μείωση του υψηλού ποσοστού παιδικής παχυσαρκίας στη χώρα μας.
Συγκεκριμένα τα ευρήματα έδειξαν:
Από τα στοιχεία της έρευνας αναδεικνύεται ένα σημαντικό έλλειμμα πληροφόρησης των γονέων σχετικά με το θέμα της παιδικής παχυσαρκίας.
Φαίνεται να υπάρχει καταρχήν μια γενική γνώση για το μέγεθος του προβλήματος της παιδικής παχυσαρκίας στην χώρα μας, χωρίς όμως αυτή η γνώση να είναι καθολική και στέρεα. Οι 2 στους 3 γονείς ανέφεραν πως εξ όσων γνωρίζουν, το ποσοστό παχυσαρκίας στην χώρα μας είναι από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Αντιθέτως το 33% αγνοεί αυτήν την πληροφορία και θεωρεί πως το ποσοστό παιδικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα είναι το ίδιο περίπου ή και μικρότερο από το ποσοστό αντίστοιχων χωρών. Η υποτίμηση του ποσοστού της παιδικής παχυσαρκίας στην χώρα μας καταγράφεται μεγαλύτερο στους νεότερους γονείς (45%) καθώς και στους γονείς με έως και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Μόνο 1 στους 3 γονείς δηλώνει πως έχει πλήρη και επαρκή ενημέρωση (34%). Το 53% δηλώνει πως οι γνώσεις που έχει δεν είναι επαρκείς και χρειάζεται και άλλη πληροφόρηση, ενώ το 13% απαντά πως δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα.
Γενικά, περισσότερο ενημερωμένοι σχετικά με το θέμα της παιδικής παχυσαρκίας δηλώνουν οι μητέρες, οι γονείς με το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, καθώς και οι γονείς με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Παρά το γεγονός πως στην πλειοψηφία τους οι γονείς ανέφεραν πως γνωρίζουν ότι το ποσοστό της παιδικής παχυσαρκίας στην χώρα μας είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης, καταγράφεται από τους ίδιους στην έρευνα μια σοβαρή υποεκτίμηση στις αξιολογήσεις που κάνουν για το σωματικό βάρος των δικών τους παιδιών.
Μόλις το 20,5% των γονέων θεωρεί πως το παιδί τους έχει βάρος περισσότερο από το κανονικό (20% μάλλον περισσότερο από το κανονικό/υπέρβαρο και 0,5% παχύσαρκο).
Οι 2 στους 3 γονείς αξιολογούν το σωματικό βάρος του παιδιού τους ως κανονικό. Για το 13,5% των γονέων το παιδί του είναι λιποβαρές, ενώ για το 0,3% έντονα λιποβαρές.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σωματομετρικές μελέτες από διάφορους οργανισμούς στην χώρα μας, η σοβαρή υποεκτίμηση του σωματικού βάρους των παιδιών από τους γονείς τους είναι προφανής και αποτελεί εμπόδιο στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Ότι τα παιδιά τους είναι υπέρβαρα, αναφέρουν σχετικά περισσότερο οι γονείς αγοριών, που φοιτούν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην ηλικιακή κατηγορία 12-14 (μαθητές γυμνασίου) σε ποσοστό 33%.
Αυτό που θα επιθυμούσαν οι γονείς να αλλάξουν στις καθημερινές συνήθειες και στον τρόπο ζωής των παιδιών τους είναι με σειρά σημαντικότητας: οι πιο υγιεινές επιλογές στην διατροφή 37,6%, λιγότερος χρόνος μπροστά στην οθόνη 38,7%, περισσότερες σωματικές δραστηριότητες 32,3%, και περισσότερος ελεύθερος χρόνος 31,6%. Ακολουθούν οι περισσότερες ώρες ύπνου 25%, οι περισσότερες και πιο ποιοτικές κοινωνικές σχέσεις 21,5% και τέλος το να ανταποκρίνεται στις σχολικές του υποχρεώσεις με ποσοστό 13,6%.
Οι γονείς παιδιών έως 11 ετών αξιολογούν ως πιο σημαντική επιθυμητή αλλαγή την επιλογή μιας πιο υγιεινής διατροφής, ενώ οι γονείς παιδιών 12 ετών και άνω προκρίνουν ως πιο σημαντικό τον λιγότερο χρόνο στις οθόνες και την λιγότερο καθιστική ζωή.
Οι γονείς αναφέρουν πολλές προτάσεις σχετικά με το τι θα μπορούσε να βοηθήσει την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας των παιδιών. Οι προτάσεις που κατέγραψαν την μεγαλύτερη αποδοχή είναι κατά σειρά οι περισσότερες ώρες γυμναστικής στο σχολείο, ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος/λιγότερες σχολικές υποχρεώσεις (ιδιαίτερα για τους μαθητές του λυκείου), οι περισσότεροι και καλύτεροι χώροι άθλησης/παιχνιδιού στις γειτονιές (για τα μικρότερα παιδιά), η ενασχόληση με κάποιο άθλημα, ο περιορισμός χρήσης των οθονών(ιδιαίτερα για τους εφήβους), και τα επιδοτούμενα ή δωρεάν γυμναστήρια/αθλητικές δραστηριότητες.
Εκτιμούν επίσης πως θα βοηθήσει η εκπαίδευση/ενθάρρυνση των παιδιών από τους ίδιους τους γονείς και κρίνουν απαραίτητες τις καμπάνιες ενημέρωσης παιδιών και γονέων.
Οι προτάσεις των γονέων που αναφέρθηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να βοηθήσει το κράτος ώστε να αυξηθεί η σωματική δραστηριότητα των παιδιών είναι:
Στην ερώτηση «τι πιστεύετε πως θα ήθελαν να ακούσουν οι γονείς για να αφυπνιστούν και να αλλάξουν τον έως τώρα τρόπο ζωής των παιδιών τους σε θέματα διατροφής και άσκησης:» οι περισσότερες απαντήσεις σχετίζονται με το θέμα της υγείας.
Οι προτάσεις που αναφέρθηκαν με την μεγαλύτερη συχνότητα ως προς το τι πρέπει να αφορά την επικοινωνία προς τους γονείς συνοψίζονται στα εξής:
Επτά στους δέκα γονείς αναφέρουν πως την κύρια ευθύνη για τις αγορές τροφίμων στο νοικοκυριό την έχει η μητέρα ενώ για τα τρία στα δέκα νοικοκυριά ο πατέρας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση των γονέων με βάση το φύλο του συμμετέχοντα στην έρευνα: Οι μητέρες αναφέρουν πως αυτές είναι οι κυρίως υπεύθυνες για τις αγορές τροφίμων (90%), ενώ οι πατέρες δηλώνουν πως είναι εκείνοι σε ποσοστό 56,5%. Στο 86% των περιπτώσεων και με μικρότερες διαφοροποιήσεις στις απαντήσεις, την ευθύνη για το εβδομαδιαίο μενού και το μαγείρεμα το έχει η μητέρα. Στο 10% των νοικοκυριών ο πατέρας και στο 3,8% η γιαγιά/παππούς.
Στην έρευνα διαπιστώθηκαν σημαντικές αποκλίσεις στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών αναφορικά με τις συστάσεις της υγιεινής διατροφής.
Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας παρατηρείται πως στις μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες αυξάνεται το ποσοστό των παιδιών που αγοράζουν δεκατιανό από τα κυλικεία (36% στο λύκειο) καθώς και η διακοπή της συνήθειας του δεκατιανού (15,5% στο Λύκειο)
Η πλειοψηφία των παιδιών (69,3%) τρώει μεσημεριανό στο σπίτι μόλις επιστρέψει από το σχολείο. Ένα στα τέσσερα παιδιά τρώνε στο σχολείο (26,1%), και το 4% στο σπίτι των παππούδων. Στο σχολείο τρώνε σχετικά περισσότερα τα παιδιά μικρότερης ηλικίας και ιδιαίτερα όσα φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία. Μαζί με τα παιδιά τους δηλώνουν πως τρώνε μεσημεριανό το 68,4% των γονέων. Μαζί με τα αδέλφια τους τρώει το 26,4% και με τον παππού /γιαγιά το 17%. Με συμμαθητές τρώει το 20% και 1 στα 10 παιδιά μόνο του.
Τα ποσοστά δεν αθροίζουν στο 100 % λόγω της δυνατότητας απαντήσεων πολλαπλής επιλογής
Διατυπώνονται αμφιβολίες αλλά και ανησυχίες από τους γονείς ως προς το κατά πόσο υγιεινά τρέφονται τα παιδιά τους.
Περισσότερο ασφαλείς για την σωστή διατροφή των παιδιών του αισθάνονται οι νεότεροι γονείς κάτω των 35 ετών και με μικρότερης ηλικίας παιδιά, καθώς και οι γονείς με σχετικά μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια.
Παρά την υποεκτίμηση της συχνότητας και χρόνου που απασχολούνται τα παιδιά και οι έφηβοι μπροστά σε κάποια οθόνη (ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι), η έκθεση στις οθόνες κρίνεται συχνή, πολύωρη και σίγουρα περισσότερη από τις συστάσεις για ορθολογική χρήση.
Η πλειοψηφία των παιδιών έχει πρόσβαση σε συσκευή τηλεόρασης και κινητό. Υψηλά είναι και τα ποσοστά των παιδιών που χρησιμοποιούν Η/Υ, τάμπλετ, πλατφόρμες streaming και κονσόλες/video games. Η πρόσβαση των παιδιών σε οθόνες ξεκινά από τις πολύ μικρές ηλικίες και κορυφώνεται στις μεγαλύτερες.
Η ενασχόληση με τις οθόνες γίνεται σε διάφορες ώρες κατά την διάρκεια της ημέρας, από το πρωί πριν το σχολείο έως και το βράδυ αργά, ακόμη και εις βάρος του ύπνου. Η μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης οθόνης καταγράφεται τις απογευματινές ώρες και αμέσως μετά την επιστροφή τους από το σχολείο. Τα παιδιά του λυκείου χρησιμοποιούν οθόνες περισσότερο από τα μικρότερα σε ηλικία και οι έξι στους δέκα βρίσκονται μπροστά σε οθόνη πάνω από 2-3 ώρες την ημέρα, σύμφωνα με την εκτίμηση των γονέων τους.
Το 46% των γονέων δηλώνουν πως θέτουν περιορισμούς στα παιδιά τους όσον αφορά την χρήση κινητού/υπολογιστών κλπ, ενώ οι υπόλοιποι είτε προσπαθούν χωρίς αποτέλεσμα είτε δεν θέτουν όρια.
Το ποσοστό των γονέων που θέτει περιορισμούς οι οποίοι και τηρούνται μειώνονται δραματικά όσο μεγαλώνει το παιδί. Οι έφηβοι 15-17 ετών δεν φαίνεται να δέχονται ή να τηρούν τους πιθανούς περιορισμούς των γονέων τους παρά μόνο σε ποσοστό 12%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα που ανιχνεύθηκε και στην ποιοτική έρευνα, πως η υπερβολική χρήση μπροστά σε κάποια οθόνη δεν αναφέρεται ως αίτιο καθιστικής ζωής και παχυσαρκίας, αλλά περισσότερο με άλλα συνεπακόλουθα όπως πχ με την έλλειψη κοινωνικοποίησης, προβλήματα με τα μάτια, την έλλειψη συγκέντρωσης, την επιθετικότητα κ.λπ .
Οι 3 στους 10 γονείς (29,7%) δηλώνουν με βεβαιότητα ότι το παιδί τους ασκείται επαρκώς. Σε ένα παρόμοιο ποσοστό (30.9%) δηλώνουν με μικρότερη βεβαιότητα πως ασκούνται μάλλον ικανοποιητικά. Το 21,2% αναφέρουν πως τα παιδιά του ασκούνται κάποιες φορές επαρκώς και άλλες όχι, ενώ ένα ποσοστό περίπου 18% των γονέων αναφέρουν πως τα παιδιά τους δεν ασκούνται.
Το μεγαλύτερο ποσοστό βεβαιότητας για επαρκή άσκηση εκφράζουν οι γονείς παιδιών 4-5 ετών, ενώ η βεβαιότητα για επαρκή άσκηση των παιδιών τους μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικιακή κατηγορία των παιδιών. Απόλυτα βέβαιοι πως τα παιδιά 15-17 ετών ασκούνται επαρκώς δηλώνουν το 22,7% των γονέων τους και μάλλον βέβαιοι το 27%.
Η σωματική άσκηση της πλειοψηφίας των παιδιών και εφήβων στην χώρα μας είναι μη επαρκής λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις του ΠΟΥ για τουλάχιστον 60 λεπτά κίνησης μέτριας προς υψηλής έντασης ημερησίως. Μόνο το 34% των γονέων δηλώνουν πως τα παιδιά τους είναι σωματικά δραστήρια (ήπια ή μέτρια σωματική δραστηριότητα) τουλάχιστον μία ώρα καθημερινά. Το 15,8 % αναφέρει σωματική δραστηριότητα των παιδιών τους για τουλάχιστον μία ώρα με συχνότητα 5-6 ημέρες την εβδομάδα, το 38,2 με συχνότητα 2-4 ημέρες την εβδομάδα, και το 12 % περίπου μία φορά την εβδομάδα ή αραιότερα.
Η καθημερινή άσκηση/κίνηση για τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα καταγράφεται με υψηλότερη συχνότητα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας (53,4%) και φθίνει όσο αυξάνεται η ηλικιακή κατηγορία των παιδιών. Οι έφηβοι 15-17 ετών είναι σωματικά δραστήριοι καθημερινά σε ποσοστό μόνο 20,6%.
Στην ερώτηση «με ποιον/ους τρόπο/ους είναι σωματικά δραστήριο το παιδί:» το 45% των γονέων απάντησε με βόλτες στην παιδική χαρά/στο πάρκο, το 44% ανέφερε το περπάτημα, το 36,6% με κίνηση μέσα στο σπίτι/ή αυλή, το 25% με παιχνίδι στην γειτονιά και το 27% κάνοντας ποδήλατο. Περίπου τέσσερα στα δέκα παιδιά ασχολούνται με κάποιο άθλημα, ενώ το 10% πηγαίνει και στο γυμναστήριο.
Σημειώνεται πως το 43% πηγαίνει καθημερινά στο σχολείο με τα πόδια. Το 34,5% με ΙΧ αυτοκίνητο, το 11,4% με σχολικό και το 0,9% με το ποδήλατο.
Συστηματική συμμετοχή του παιδιού του σε κάποια οργανωμένη αθλητική δραστηριότητα δηλώνει το 41% των γονέων, ενώ περιστασιακή ενασχόληση το 11,5%. Ένα 40% των παιδιών δεν συμμετέχει και το 7,5% σταμάτησε. Η σχετικά υψηλότερη συχνότητα παιδιών που συμμετέχουν σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες συναντάται στα παιδιά που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (65,7%). Στις επόμενες μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες το ποσοστό φθίνει σημαντικά. Τα παιδιά 15-17 ετών συμμετέχουν σε κάποιο άθλημα σε ποσοστό 36,5%. Στο ίδιο ποσοστό συμμετέχουν και τα παιδιά 4-5 ετών.
Το ποσοστό συμμετοχής αγοριών και κοριτσιών δεν αποκλίνει σημαντικά, ωστόσο έχουν διαφορετικές προτιμήσεις σε αθλητικές δραστηριότητες.
Τα αγόρια προτιμούν και συμμετέχουν περισσότερο στο ποδόσφαιρο (40,8%), στο μπάσκετ (29%), σε πολεμικές τέχνες (19,7%), την κολύμβηση (14%), τον στίβο (7,6%) κ.α.
Τα κορίτσια προτιμούν περισσότερο τον χορό (27,1%), την γυμναστική ενόργανη και ρυθμική (22,2%), την κολύμβηση (17%), το βόλεϊ (15,8%), τις πολεμικές τέχνες (14,8%) κ.α.