Ανατροπή σκηνικού δημιουργούν τα στοιχεία για τις παγκόσμιες τιμές τροφίμων, την ώρα που ο πληθωρισμός αρχίζει να παρουσιάζει κάποια αποκλιμάκωση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Ο δείκτης του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ, που παρακολουθεί μία μεγάλη γκάμα ειδών διατροφής, παρουσίασε αύξηση για πρώτη φορά σε διάρκεια έτους, την ώρα που το επίμονα υψηλό κόστος τροφίμων αρχίζει να παρουσιάζει ενδείξεις αποκλιμάκωσης σε ορισμένες οικονομίες.
Η εξέλιξη αυτή εντείνει τις ανησυχίες των κορυφαίων κεντρικών τραπεζιτών, που διαμηνύουν σε όλους τους τόνους ότι ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ότι η μάχη κατά των υψηλών τιμών δεν έχει ακόμη κερδηθεί. Παρά την αποκλιμάκωση του κόστους τροφίμων, τα τρόφιμα στο ράφι των σούπερ μάρκετ παραμένουν ιδιαίτερα ακριβά και τώρα η νέα άνοδος των τιμών, όπως αποτυπώνεται στον δείκτη του FAO, πυροδοτεί ανησυχίες ότι οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σπιράλ ακρίβειας διαρκείας.
Ο κίνδυνος γίνεται ακόμη μεγαλύτερος μέσα σε μία οικονομία που συνεχώς επιβραδύνεται, αντιμέτωπη με τις πιο αυστηρές πιστωτικές συνθήκες εν μέσω των τραπεζικών κλυδωνισμών στις ΗΠΑ, σε ένα σκηνικό που τείνει να δημιουργήσει στασιμοπληθωρισμό. Ο δείκτης του FAO ενισχύθηκε 0,6% τον Απρίλιο, με τις πολύ ακριβές τιμές ζάχαρης να αντισταθμίζονται από την πτώση των τιμών σιτηρών και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Η τιμή ζάχαρης εκτινάχθηκε στα ύψη, καθώς οι άσχημες καιρικές συνθήκες και η περιορισμένη χρήση λιπασμάτων, λόγω κυρώσεων, έχουν πλήξει τις καλλιέργειες στους κορυφαίους παραγωγούς της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Το φαινόμενο του «Ελ Νίνιο» που αναμένεται να κάνει την εμφάνισή του απειλεί ακόμη περισσότερο την προσφορά.
Η στροφή προς την άνοδο λαμβάνει χώρα ακριβώς τη στιγμή που ο δείκτης τροφίμων έχει υποχωρήσει περίπου 20% από το ιστορικό υψηλό του 2022, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πλήττοντας τις εξαγωγές σιτηρών. Η συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των τιμών εδώ και έναν χρόνο είχε δημιουργήσει ελπίδες ότι τα χειρότερα έχουν παρέλθει, κάτι που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από την αποκλιμάκωση των τιμών τροφίμων σε διάφορες χώρες, από την Κένυα έως τη Γερμανία και την Αυστραλία.
Η ποιότητα της σοδειάς στο Βόρειο Ημισφαίριο και οι συζητήσεις για παράταση των εξαγωγών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας αποτελούν τον παράγοντα – «κλειδί» για την πορεία των τιμών. Η συμφωνία για τα σιτηρά υπογράφηκε για πρώτη φορά πέρυσι τον Ιούλιο και έχει ενισχύσει τις εξαγωγές σιτηρών, αραβοσίτου και ηλιέλαιου από την Ουκρανία, όμως η Ρωσία απείλησε να αποσυρθεί αυτό τον μήνα στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της για τις δικές της εξαγωγές σιτηρών και λιπασμάτων.
Ενώ η τιμή φυτικών ελαίων υποχώρησε τον Απρίλιο, το κόστος κρέατος αυξήθηκε, καθώς η γρίπη των πουλερικών ξέσπασε ξανά σε ορισμένες χώρες με μεγάλη κτηνοτροφία και το υψηλό κόστος παραγωγής έπληξε την παραγωγή χοιρινού. Το μείζον πρόβλημα είναι ότι, ενώ υπάρχει αισθητή αποκλιμάκωση των τιμών, διάφοροι παράγοντες έρχονται κατά καιρούς και ανατροφοδοτούν τον πληθωρισμό με κίνδυνο τη δημιουργία ενός «φαύλου κύκλου», από τον οποίο δύσκολα θα καταφέρουν να εξέλθουν οι καταναλωτές.
Το σκηνικό αυτό καταδεικνύει επίσης πόσο ευμετάβλητο και αβέβαιο είναι πλέον το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, που η όποια ανατροπή αποτελεί φυσικό επακόλουθο.
Η τελευταία έρευνα οικονομολόγων της ΕΚΤ έδειξε ότι παρότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να υποχωρήσει τα επόμενα χρόνια, θα παραμείνει ακόμη για πολύ πάνω από τον στόχο 2%.
Για φέτος ο πληθωρισμός προβλέπεται στο 5,6%, χαμηλότερα από το 5,9% που αναμενόταν μόλις πριν από τρεις μήνες, ενώ για το 2024 θα περιοριστεί στο 2,6% από 2,7%. Ωστόσο, ο στόχος του 2% φαίνεται τώρα άπιαστος, καθώς και το 2025 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,2% από 2,1% που αναμενόταν αρχικά και το μακροπρόθεσμο ποσοστό, που αναφέρεται στο 2027, παραμένει στο 2,1%.
Όλο αυτό το σκηνικό δείχνει σαφώς ότι ο πληθωρισμός δεν έχει τεθεί υπό έλεγχο, με τους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής να κάνουν λόγο για συνεχιζόμενες επιτοκιακές αυξήσεις, μία ημέρα αφότου η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης. Η Λαγκάρντ
Στα υψηλά περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων αναφέρθηκε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε επιστολή που έστειλε στο Ευρωκοινοβούλιο, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι δεν θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, καθότι ευθύνονται σε έναν μεγάλο βαθμό για τον υψηλό πληθωρισμό.
«Τα περιθώρια κέρδους αναμένεται να υποχωρήσουν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα λόγω της χαλάρωσης των πιέσεων στη ζήτηση που προκαλείται από τη νομισματική πολιτική, κάποιας κάλυψης των πραγματικών μισθών και περαιτέρω βελτιώσεων στις αλυσίδες εφοδιασμού», αναφέρει η Λαγκάρντ. Για τον λόγο αυτό κάλεσε τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού να λάβουν μέτρα για να εμποδίσουν την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης ορισμένων επιχειρήσεων και να εξασφαλίσουν την άρση των αδικαιολόγητων φραγμών.
Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, και ο Λιθουανός συνάδελφός του, Γκεντιμίνας Σίμκους, επιβεβαίωσαν χθες την πρόθεση της ΕΚΤ να συνεχίσει τις επιτοκιακές αυξήσεις, πολλές φορές μάλιστα εάν αυτό κριθεί αναγκαίο, παρότι οι χρηματοοικονομικές αγορές αμφιβάλλουν για αυτό.