Δεν αποτελεί νέο ότι η κλιματική αλλαγή ευνοεί τις μολυσματικές ασθένειες. Η νέα μελέτη όμως του Πανεπιστημίου της Χαβάης που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature», πιστοποιεί την εκταση της απειλής, καταλήγοντας ότι το 58% των μολυσματικών ασθενειών επιδεινώνονται από δείκτες που σχετίζονται με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. «Είναι πραγματικά τρομακτικό να βλέπεις ότι οι εκπομπές CO2 αποτελούν τόσο μεγάλη απειλή για την δημόσια υγεία» δήλωσε ο Καμίλο Μόρα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης και επικεφαλής της μελέτης.
Κάθε παράγοντας που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή επηρεάζει διαφορετικά το ανθρώπινο σύστημα. Για παράδειγμα η έλλειψη νερού και τροφής λόγω ξηρασίας, οδηγεί τα άγρια ζώα σε κατοικημένες περιοχές προς αναζήτηση τροφής, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών από ζώα ή παράσιτα. Το φαινόμενο της ξηρασίας επίσης μπορεί να οδηγήσει στην κατάποση μολυσμένου νερού και να προκαλέσει χολέρα ή διάρροια.
Πλημμύρες και έντονες καταιγίδες απο την άλλη πλευρά διαταράσουν την παροχή καθαρού πόσιμου νερού από καταστροφές που μπορεί να προκαλέσουν σε δρόμους, καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος ή αποχετευτικά συστήματα. Τα προηγούμενα χρόνια τέτοια φαινόμενα αποτέλεσαν εστίες μετάδοσης ιών, όπως ηπατίτιδα Α και Ε, Ιός Ρότα και Τύφος. Οι έντονες θερμοκρασίες αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα και ως εκ τούτου είναι πιο ευαίσθητο σε ασθένειες. Το ίδιο μπορεί να συμβεί τόσο σε ανθρώπους όσο και στα ζώα λόγω άγχους που προκαλούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Ένα παράδειγμα είναι η έξαρση της μετάδοσης του ιού Hendra, που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή εγκεφαλίτιδα στον άνθρωπο από νυχτερίδες, επειδή υπάρχει έλλειψη τροφής και έντονη ζέστη. Συνολικά η κλιματική αλλαγή μπορεί να προκαλέσει με περισσότερο από χίλιους διαφορετικούς τρόπους την έξαρση ασθενειών.
Οι υψηλές θερμοκρασίες προάγουν και την εξάπλωση «φορέων», όπως κουνούπια ή τσιμπούρια, καθώς αναπαράγονται ευκολότερα. Ως αποτέλεσμα η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει ωφελήσει την αύξηση του πληθυσμού αυτών των εντόμων – φορέων. Συγκεκριμένα πάνω από 100 ασθένειες που μεταδίδονται από αυτούς τους φορείς έχουν επιδεινωθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής.
«Στην Γερμανία και στην Ευρώπη παρατηρούμε ήδη την επιρροή της κλιματικής αλλαγής στις παθογενείς ασθένειες» υπογραμμίζει ο δρ. Ρένκε Λούκεν απο το Ινστιτούτο Τροπικής Ιατρικής στο Αμβούργο, μιλώντας στην DW. Ο ιολόγος στρέφει την προσοχή του ειδικά στο ασιατικό κουνούπι – τίγρης που έχει εξαπλωθεί αρκετά στην Ευρώπη και είναι υπεύθυνο για την έξαρση της νόσου Chikungunya και του δάγγειου πυρετού στην Μεσόγειο.
Μία έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια το 2020 κατέδειξε ότι πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν το 2050 σε περιοχές μετάδοσης του ιού Ζίκα, ο οποίος μεταδίδεται επίσης απο το κουνούπι – τίγρης. «Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ ανησυχητικά καθώς ελάχιστες απο τις αρρώστιες, οι οποίες μεταδίδονται με αυτόν τον τρόπο έχουν εγκεκριμένα εμβόλια για τον γενικό πληθυσμό», σημείωνει ο δρ. Ρένκε Λούκεν.
Ο επικεφαλής του Επιδημιολογικού Ινστιτούτου Ρόμπερ Κοχ, Λόταρ Βίλερ, ζητά να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή και στην Γερμανία ως προς τη μετάδοση «εξωτικών» ασθενειών. «Η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε αύξηση των περιοχών ευδοκίμησης ιογενών φορέων, όπως κουνουπιών, τα οποία αποτελούν εστίες μετάδοσης παθαγόνων ιών, βακτηρίων και παρασίτων, ενώ δεν αποκλείεται να επιστρέψει η ελονοσία» δήλωσε ο Λόταρ Βίλερ σε συνέντευξη Τύπου.
Οι ερευνητες του Πανεπιστημίου της Χαβάης θεωρούν δύσκολο έως αδύνατο να αποφευχθεί η αυξημένη εξάπλωση ασθενειών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, ενώ σύμφωνα με τους ίδιους μια «επιθετική προσέγγιση» για την μείωση των εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα είναι απαραίτητη.