Πρόκειται για την τρίτη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ φέτος και τη δεύτερη συνεχόμενη, μετά από αυτή του Σεπτεμβρίου, ενώ και οι αγορές θεωρούν βέβαιη τη μείωσή τους τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο, ενώ βλέπουν να συνεχίζεται αυτή και το 2025.
Η ΕΚΤ έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι οι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική θα λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, θέλοντας να έχει ελευθερία κινήσεων, ανάλογα με την πορεία του πληθωρισμού προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την πορεία της οικονομίας.
Αν και ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί το τελευταίο τρίμηνο του έτους, επειδή οι τιμές των καυσίμων θα συγκρίνονται με τα χαμηλά περσινά επίπεδα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τους προηγούμενους μήνες, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι κινείται προς τον στόχο.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε στους Financial Times ότι ο στόχος είναι πιθανό να επιτευχθεί από το α’ τρίμηνο του 2025, νωρίτερα απ’ ό,τι προέβλεπε η ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Για τον λόγο αυτό, ο κ. Στουρνάρας τάχθηκε υπέρ της μείωσης των επιτοκίων κατά 25 μ.β. τόσο τον Οκτώβριο όσο και στην επόμενη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, ενώ τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της μείωσής τους το 2025, εφόσον συνεχισθεί η αποκλιμάκωση των αυξήσεων στις τιμές.
Για μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό, η οποία θα ληφθεί υπόψη στη ερχόμενη συνεδρίαση, έκανε λόγο η πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προϊδεάζοντας από την πλευρά της για μία πιθανή μείωση των επιτοκίων την ερχόμενη Πέμπτη.
Η καχεκτική πορεία της οικονομίας κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ταχύτερη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Μετά από μία αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,3% στο α’ τρίμηνο του 2024, σημειώθηκε επιβράδυνση στο β΄ τρίμηνο στο 0,2%, ενώ η έρευνα συγκυρίας της S&P Global έδειξε ότι η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε ελαφρά τον Σεπτέμβριο.
Για πρώτη φορά, μάλιστα, από την αρχή του έτους και οι τρεις μεγάλες οικονομίες της περιοχής – Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία – λειτουργούσαν σε συνθήκες συρρίκνωσης της ιδιωτικής οικονομίας.