Καθώς ο πόλεμος, οι διαφορετικές ιδεολογίες και ο προστατευτισμός χωρίζουν τον κόσμο σε μπλοκ, οι αναπτυσσόμενες -ιδίως- χώρες συσσωρεύουν ράβδους χρυσού προκειμένου να προετοιμαστούν για την πιθανότητα κατάρρευσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο οποίο κυριαρχούν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, και την αντικατάστασή του με ένα νέο.
Η Κίνα έχει αγοράσει 316 τόνους χρυσού από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Η Ρωσία υπήρξε επίσης μεγάλος αγοραστής. Το ίδιο και οι κεντρικές τράπεζες της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και της Ινδίας.
Πρόσφατα, η αγορά μονοπωλήθηκε από δύο χώρες των οποίων η ιστορία και οι πρόσφατες εμπειρίες, τις έχουν ευαισθητοποιήσει σε γεωπολιτικούς κινδύνους: Η Πολωνία και η Ουγγαρία.
Η Πολωνία ήθελε εδώ και καιρό να αυξήσει τον χρυσό στο 20% των επίσημων αποθεμάτων της, αναφέρει στο δημοσίευμά του το Politico. Αλλά, h Κεντρική Τράπεζα της Ουγγαρίας επανεκκίνησε τις αγορές για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο, με την δήλωση: «Εν μέσω αυξανόμενης αβεβαιότητας, ο ρόλος του χρυσού ως περιουσιακού στοιχείου ασφαλούς καταφυγίου, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ενισχύει την εμπιστοσύνη στη χώρα και στηρίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Η τάση που ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία, επιταχύνθηκε, με αποτέλεσμα, οι τιμές του χρυσού, να κάνουν το ένα υψηλό ρεκόρ μετά το άλλο.
Το 2024, η τιμή του χρυσού αυξήθηκε κατά 35%, πολύ παραπάνω από την άνοδο των αμερικανικών μετοχών – κατά 20%- και σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από ό,τι μπορεί να επιδείξει οποιοσδήποτε ευρωπαϊκός χρηματιστηριακός δείκτης.
Δεν είναι όμως μόνο ο φόβος των εχθροπραξιών και των πιθανών κυρώσεων, αλλά και η έλλειψη αξιοπιστίας των κρατών που οικοδόμησαν τη μεταπολεμική παγκόσμια οικονομική τάξη.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη, ταλαιπωρούνται από το ολοένα αυξανόμενο χρέος που μακροπρόθεσμα δεν φαίνεται να είναι βιώσιμο, όπως τόνισε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατά την ετήσια σύνοδό του.
Με το αμερικανικό χρέος να ανέρχεται πλέον στο 124% του ΑΕΠ και να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, ο Τόμας της Goldman σημείωσε ότι, «οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής κρατών, που έχουν το μεγαλύτερο μέρος των αποθεματικών τους σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου ανησυχούν όλο και περισσότερο για την έκθεσή τους στους δημοσιονομικούς κινδύνους των ΗΠΑ»
Αυτό έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για έναν αναπτυσσόμενο κόσμο που εδώ και καιρό δυσανασχετεί με αυτό που εισπράττει ως χρηματοπιστωτικό bullying, σημείωσε ο αναλυτής της TS Lombard, Davide Oneglia.
Η κεντρική ιδέα είναι «να διαφοροποιήσουμε σιγά-σιγά τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία μακριά από την εξάρτηση του δολαρίου», δήλωσε ο Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, πρώην επικεφαλής της Pimco που διαχειρίζεται ομόλογα.
Η ουδετερότητα και το αμετάβλητο του χρυσού τον καθιστούν κατάλληλη άγκυρα για ένα παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα που βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή: ένα σύστημα που οι ΗΠΑ δεν θα μπορούν να κυριαρχήσουν ή να χειραγωγήσουν.
Οι δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν μόλις αφυπνιστεί.
Μιλώντας στην Ουάσινγκτον στην ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ τον Οκτώβριο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ επισήμανε το γεγονός ότι η Κίνα «αγοράζει χρυσό όσο ποτέ άλλοτε».
«Ο ρόλος ενός νομίσματος δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται δεδομένος», προειδοποίησε.
«Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα λαμβάναμε υπόψη μας» τις εξελίξεις δήλωσε ο Ντέιβιντ Γουίλσον, στέλεχος στη γαλλική τράπεζα BNP Paribas.
«Αλλά είναι προφανές ότι η δραστηριότητα των κεντρικών τραπεζών έχει τροφοδοτήσει την ψυχοσύνθεση των κερδοσκοπικών επενδυτών. Εφόσον τις βλέπουν να αγοράζουν χρυσό, αγοράζουν και αυτοί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η αμερικανική Commodity Futures Trading Commission, το καθαρό ποσό των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης χρυσού που κατέχουν οι συμμετέχοντες στην αγορά έχει υπερτριπλασιαστεί τους τελευταίους 12 μήνες, παρόλο που οι αγορές από τις κεντρικές τράπεζες έχουν μειωθεί φέτος. Το καθαρό κερδοσκοπικό ενδιαφέρον βρίσκεται τώρα μόλις λίγο κάτω από το επίπεδο ρεκόρ που παρατηρήθηκε στην αρχή της πανδημίας
Το δολάριο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει περίπου το 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, καθιστώντας το σχεδόν απαραίτητο για κάθε είδους διασυνοριακό εμπόριο, αλλά αυτό έχει μειωθεί από περίπου 65% μόλις πριν από μια δεκαετία.