Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε μία ενεργητική, πολυδιάστατη Εξωτερική Πολιτική, η οποία θωράκισε τα εθνικά συμφέροντα και αναβάθμισε τον διεθνή ρόλο της Ελλάδας, ως μιας αξιόπιστης δύναμης ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Αποτελεί ντροπή να χαρακτηρίζει «επαίτη» την χώρα το 2019 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη Συρία περιοριζόμενη σε αφηρημένες δηλώσεις, οφείλει σε συνεργασία με τους εταίρους μας να διεκδικήσει ευρωπαϊκές κυρώσεις, σε περίπτωση που η Τουρκία επιλέξει παράνομη συμφωνία ΑΟΖ με τη μεταβατική κυβέρνηση της Συρίας.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε να ενεργοποιήσει αυτό το πλαίσιο κυρώσεων για το παράνομο τουρκολιβυκό Μνημόνιο, καθώς όπως είπε ο τότε ΑΝΥΠΕΞ «δεν ήταν στρατηγική επιλογή». Στην ίδια λογική κινήθηκε και σε σχέση με την κρίση του Oruc Reis.
Θα πρέπει η Ελλάδα, παράλληλα σε συνεργασία με τους εταίρους της, να στηρίξει τη σύγκληση Διάσκεψης ΕΕ- χωρών Ανατολικής Μεσογείου, με τη συμμετοχή της Τουρκίας εάν σεβαστεί το διεθνές δίκαιο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για ακόμη μια φορά, η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι αδυνατεί να παρουσιάσει μια στρατηγική για την Ανατολική Μεσόγειο με αρχή, μέση και τέλος και αρκείται απλώς σε ύβρεις όπως σήμερα στο press room και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα για την ικανοποίηση των επικοινωνιακών και μικροπολιτικών της επιδιώξεων.
Είναι η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη που προσπαθεί φιλότιμα να κάνει «επαίτη» της Ευρώπης την Ελλάδα, η οποία εξαιτίας της βρίσκεται στην τελευταία θέση στην αγοραστική δύναμη των ευρωπαίων πολιτών, σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat την οποία αποκρύπτει συστηματικά.