Το πρόγραμμα κοινωνικής στέγασης της Βιέννης είναι κάτι περισσότερο από μια πολιτική. Για την πόλη είναι ένα θεμελιώδες ιδεώδες που αποτελεί πηγή τεράστιας υπερηφάνειας. Η πολιτική της Κόκκινης Βιέννης, ακόμη ζει.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το πρώτο σπίτι στο οποίο μετακόμισε ο Max Schranz αφού εγκατέλειψε το πατρικό του είναι αυτό που πολλοί νέοι επαγγελματίες ονειρεύονται. Στα 26 του μόλις χρόνια, όπως περιγράφει ο Guardian, ζει σε ένα φωτεινό διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο με ψηλά ταβάνια και θέα, 10 λεπτά από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και σε κοντινή απόσταση από κινηματογράφους, θέατρα και μπαρ.
Δεν χρειάστηκε να κερδίσει στο λαχείο ή να κληρονομήσει για να κάνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα: Ο Schranz, ο οποίος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής, πληρώνει 596 ευρώ το μήνα για το διαμέρισμα των 54 τετραγωνικών μέτρων με δύο υπνοδωμάτια – ένα κλάσμα των τυπικών ενοικίων για διαμερίσματα παρόμοιου μεγέθους και σε παρόμοια τοποθεσία σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Επιπλέον, δεν χρειάστηκε να δώσει προκαταβολή ενώ το συμβόλαιο μίσθωσης είναι αορίστου χρόνου – θεωρητικά, του επιτρέπεται να το μεταβιβάσει στα παιδιά του ή σε κάποιο αδελφό του όταν τελικά αποφασίσει να μετακομίσει. «Οι φίλοι μου σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις ζηλεύουν λίγο», λέει ο Schranz.
Στον τόπο που πέρυσι διατήρησε το στέμμα του, στον ετήσιο δείκτη του Economist, ως η πιο βιώσιμη πόλη του κόσμου οι ενοικιαστές πληρώνουν κατά μέσο όρο περίπου το ένα τρίτο των αντίστοιχων ενοικιαστών στο Λονδίνο, το Παρίσι ή το Δουβλίνο, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της λογιστικής εταιρείας Deloitte.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους το διαμέρισμα του Schranz είναι τόσο προσιτό είναι απλός: ανήκει στην πόλη. Στη Βιέννη, αυτό είναι (σχεδόν) ο κανόνας. Το ένα τέταρτο των ανθρώπων που ζουν στην πόλη είναι κοινωνικοί ενοικιαστές . Αν συμπεριληφθούν και οι περίπου 200.000 συνεταιριστικές κατοικίες που χτίστηκαν με δημοτικές επιδοτήσεις, μιλάμε για πάνω από τον μισό πληθυσμό.
Πολλά από αυτά τα διαμερίσματα δημιουργήθηκαν πριν από έναν αιώνα, στο πλαίσιο ενός εξαιρετικά φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Βιέννη κατακλύστηκε από ξεριζωμένους λόγω της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
Τα πιο διάσημα δείγματα κοινωνικών κατοικιών της Κόκκινης Βιέννης -του διάσημου εγχειρήματος κοινωνικού μετασχηματισμού, την περίοδο του μεσοπολέμου, μέσω της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων- όπως το Karl Marx-Hof στο 19ο διαμέρισμα ή οι οικισμοί που βρίσκονται διάσπαρτοι κατά μήκος της “περιφερειακής οδού του προλεταριάτου” στο Margaretengürtel, μοιάζουν περισσότερο με κάστρα ή μοναστήρια, με διακοσμητικά στοιχεία art deco στις προσόψεις τους.
Η πλειονότητα των συνοικισμών της Βιέννης χτίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μοιάζουν πιο οικείοι.
Το διαμέρισμα του Schranz βρίσκεται μέσα στο Theodor Körner-Hof, ένα συγκρότημα 14 κατοικιών που χτίστηκε τη δεκαετία του ’50 στη συνοικία Margareten. Απέχει πολύ από το να είναι φανταχτερό, αλλά είναι αρκετά καλά συντηρημένο με τον 26χρονο να συχνάζει στις πράσινες εσωτερικές αυλές τα καλοκαιρινά βράδια για να διαβάζει τα βιβλία του.
Ο βιεννέζικος όρος για συγκροτήματα όπως αυτά είναι Gemeindebauten, “κοινοτικά κτίρια”, που υποδηλώνει τη φιλοσοφία που τους διέπει.«Μία από τις βασικές έννοιες για την κατανόηση της προσέγγισης της Βιέννης στον τομέα της στέγασης είναι η κοινωνική βιωσιμότητα», λέει ο Maik Novotny, κριτικός αρχιτεκτονικής της αυστριακής εφημερίδας Der Standard.«Προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία γκέτο και οι κοινωνικές συγκρούσεις που τις συνοδεύουν, η πόλη επιδιώκει ενεργά την ανάμειξη ανθρώπων με διαφορετικό υπόβαθρο και διαφορετικό εισόδημα στους ίδιους οικισμούς. Η κοινωνική κατοικία δεν είναι μόνο για τους φτωχούς».
Βέβαια η πραγματικότητα δεν είναι πάντα ιδανική. Ένα από τα μειονεκτήματα του να έχει μία μόνο εταιρεία-η Wiener Wohnen-την ευθύνη της διαχείρισης και συντήρησης τόσο μεγάλου αριθμού κατοικιών στην πόλην είναι ότι επισκευές και τεχνικά προβλήματα αργούν να λυθούν.
Το άλλο μειονέκτημα του μοντέλου της Βιέννης είναι ότι, ενώ το 60% των κατοίκων της πόλης έχουν πετύχει το τζακ ποτ μπαίνοντας σε ένα Gemeindebau ή σε έναν επιδοτούμενο συνεταιρισμό, αυτό εξακολουθεί να αποκλείει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μιας πόλης στην οποία το 80% είναι ενοικιαστές.
Μόνο όσοι διαμένουν μόνιμα στη Βιέννη για δύο χρόνια μπορούν να υποβάλουν αίτηση για κοινωνική στέγαση.
Η Βιέννη, η δεύτερη μεγαλύτερη γερμανόφωνη πόλη της Ευρώπης, έχει «μια δομή εισοδήματος που μοιάζει περισσότερο με εκείνη του Βερολίνου, αλλά οι μέσες τιμές των νέων ενοικίων είναι παρόμοιες με εκείνες μιας πόλης υψηλού εισοδήματος όπως το Αμβούργο», λέει ο Harald Simons, οικονομολόγος και ερευνητής, ο οποίος δημοσίευσε μια αυστηρή ανάλυση της βιεννέζικης αγοράς κατοικίας το 2020, και επικρίνει τη Wiener Wohnen για την αδιαφανή λογιστική της, υποδηλώνοντας ότι τα οικονομικά της βρίσκονται σε πιο δεινή θέση απ’ ό,τι παραδέχεται η Γερουσία της Βιέννης
«Οι ανεπαρκείς δαπάνες για έργα συντήρησης οδηγεί τα μεσαία εισοδήματα σε ιδιωτικά ακίνητα» σημειώνει.
Περίπου 40 χρόνια πριν η Βιέννη ίδρυσε ένα “ταμείο αγοράς γης και αστικής ανάπλασης”, το οποίο δεσμεύει οικόπεδα στην πόλη αποκλειστικά για κοινωνική στέγαση: σήμερα διαθέτει 3 εκατ. τετραγωνικά μέτρα χώρου, συμπεριλαμβανομένων αγροτικών εκτάσεων ή εκτάσεων σε αγρανάπαυση, και άδειων νοσοκομείων, τα οποία μπορεί να δημοπρατήσει αποκλειστικά σε κοινωνικούς εργολάβους.
Αυτού του είδους η συστηματική αποθεματοποίηση κτιρίων θα μπορούσε να είναι κάτι που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν και άλλες χώρες
Το 2019, η πόλη εισήγαγε έναν νέο κανόνα σύμφωνα με τον οποίο σε οικισμούς με περισσότερα από 5.000 τετραγωνικά μέτρα ζωτικού χώρου, τα δύο τρίτα πρέπει να είναι επιδοτούμενες κατοικίες.
Το αν η Βιέννη θα επιτύχει τον στόχο της για την κατασκευή 5.500 νέων διαμερισμάτων Gemeindebau μέχρι το 2025 μένει να φανεί.
naftemporiki.gr