Η σχέση που έχει ένα παιδί με τους γονείς του δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη. Πρόκειται για μια άνευ όρων αγάπη που δεν γνωρίζει το παραμικρό σύνορο. Όσο τα χρόνια περνούν και οι γονείς μας μεγαλώνουν, οι φυσικές τους ανάγκες αλλάζουν και, τότε αρχίζεις σιγά σιγά να συνειδητοποιείς ότι μπορεί να αρρωστήσουν και κάποια στιγμή να πεθάνουν. Είναι μια δυσβάσταχτη σκέψη που δύσκολα χωνεύεται, αλλά είναι μια πραγματικότητα.
Και όταν καλείσαι να φροντίσεις την ηλικιωμένη μαμά ή τον άρρωστο μπαμπά σου, έρχεσαι αντιμέτωπος τόσο με το βάρος της ευθύνης που έχεις απέναντί τους, όσο και με τα δικά σου όρια. Γιατί δεν είναι εύκολο και θέλει γερό στομάχι!
Περισσότεροι από 65.000.000 άνθρωποι αυτή την στιγμή στον πλανήτη φροντίζουν έναν από τους δύο γονείς τους που πάσχει από κάποια ασθένεια, άνοια ή απλώς από γηρατειά. Και μάλιστα, σύμφωνα με τις έρευνες τα 2/3 αυτών των φροντιστών είναι γυναίκες! Γυναίκες που προσπαθούν να κρατήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στην οικογένεια που γεννήθηκαν και στην οικογένεια που δημιούργησαν.
Είναι ένας μοναχικός σταυρός που σηκώνουν και συχνά νιώθουν ότι κρίνονται για την κάθε τους απόφαση. Αυτές οι 3 γυναίκες μοιράζονται τις ιστορίες τους και μιλούν με ειλικρίνεια για τις συναισθηματικές, αλλά και οι οικονομικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν.
«Η φροντίδα των γονιών μου άρχισε σταδιακά: να τους πηγαίνω για εξετάσεις, να είμαι παρούσα στα ραντεβού με τους γιατρούς τους και πριν καλά-καλά το καταλάβω βρέθηκα να διαχειρίζομαι όλες τις ανάγκες υγειονομικής τους περίθαλψης και τελικά, όλες τις ανάγκες της καθημερινής τους ζωής. Με άλλα λόγια έγινα γονιός στους ίδιους μου τους γονείς. Κάποια στιγμή χάσαμε την μητέρα μου και η κατάσταση περιπλέχτηκε καθώς ο πατέρας μου είχε αρχίσει να εμφανίζει σημάδια άνοιας. Φυσικά μετακόμισε μαζί μας. Πλέον είχα 3 παιδιά-και το ένα από αυτά ήταν ο μπαμπάς μου. Μαγείρευα καθημερινά για όλους, έκανα όλες τις δουλειές, διάβαζα τα παιδιά μου και πρόσεχα με άγρυπνο μάτι τον πατέρα μου, ο οποίος έχανε όλο και περισσότερο τον εαυτό του. Αυτό που δεν συνηθίζει καμιά γυναίκα να λέει –γιατί εκτός από περήφανες, νιώθουμε και ντροπή να το παραδεχτούμε!- είναι ότι και εμείς χάνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Γιατί για να φροντίσεις κάποιον και να το κάνεις σωστά, χρειάζεται να παραμελήσεις εσένα. Στην τελική, όμως, το να αγαπάς κάποιον, σημαίνει ότι θα είσαι εκεί για εκείνον ό,τι και αν συμβεί.» Μαρία, 45 ετών.
«Η μαμά μου διαγνώστηκε με καρκίνο στον πνεύμονα στο τρίτο στάδιο πριν από 7 χρόνια. Οι γιατροί μας είπαν τότε ότι είχε μετά βίας 8 μήνες ζωής. Είχαμε σοκαριστεί, αλλά εκείνη δήλωσε πως θα ζήσει παραπάνω και άρχισε αμέσως τις θεραπείες. Δεν μπορώ να περιγράψω πως είναι να βλέπεις κάποιον να παλεύει να ζήσει…Το πείσμα της μητέρας μου μετέτρεψε τους 8 μήνες ζωής σε 2 χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα είχα αναλάβει εξ ολοκλήρου την φροντίδα της. Το θεωρούσα καθήκον και υποχρέωσή μου να της σταθώ. Ευτυχώς, τα παιδιά μου τότε ήταν στην εφηβεία και μπορούσα να λείπω αρκετές ώρες από το σπίτι. Δεν φανταζόμουν ποτέ όμως πόσο θα με κατέβαλε ψυχολογικά όλο αυτό. Αρχικά, έβλεπα τις αντοχές της μητέρας μου να την εγκαταλείπουν και από δυνατή γυναίκα, είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα πλασματάκι που στηριζόταν σε μένα για τα πάντα. Ένιωθα την ανάγκη να είμαι δίπλα της για να μην της συμβεί τίποτα κακό, αν έλειπα. Πολλές στιγμές ένιωθα τα νεύρα μου να σπάνε με τα πείσματα που μου έκανε- και αν σήκωνα ελάχιστα τον τόνο της φωνής μου, έβλεπα τα μάτια της να βουρκώνουν. Ένιωθα τύψεις, θυμό και πόνο. Ήταν μαρτύριο. Και πάντα θα σκέφτομαι τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά. Ωστόσο δεν μετανιώνω για ένα πράγμα: η μαμά μου δεν έμεινε ούτε λεπτό μόνη της.» Άννα, 39 ετών.
«Η μητέρα μου ποτέ δεν ήταν εύκολος άνθρωπος και έγινε ακόμη πιο δύστροπη όταν αρρώστησε και χρειαζόταν την φροντίδα των παιδιών της. Ακόμη και αν έχεις αδέρφια, αυτή η φροντίδα σπάνια μοιράζεται. Και πάντα ο ένας θα βρεθεί να τρέχει για όλα. Στην δική μου περίπτωση αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ. Το βάρος αυτής της ευθύνης ήταν ασήκωτο- όχι μόνο για τους γνωστούς συναισθηματικούς λόγους, αλλά και για λόγους οικονομικούς. Η περίθαλψή της μας γονάτισε, το ίδιο και η επιθετικότητά της. Ξέρω ότι δεν το έκανε επίτηδες- ήταν απλώς ο τρόπος της να ξεσπάσει όμως εγώ δεν άντεχα. Θύμωνα συνεχώς και άρχισα να χάνω τα μαλλιά μου από το άγχος μου για το πως θα καλύψω όλες αυτά τα έξοδα. Όταν πέθανε, ένιωσα να με πνίγουν οι τύψεις. Είχα συμπεριφερθεί σωστά; Ήξερε η μαμά μου πόσο την αγαπάω; Δεν θα άλλαζα για τίποτα το ότι ήμουν δίπλα της από την αρχή έως το τέλος.» Αλίκη, 50 ετών.
Πηγή : mama365.gr