Tους τρόπους με τους οποίους θα καλύψουν οι τράπεζες τις επιπτώσεις στα αποτελέσματά τους από δυνητικές απώλειες κερδών στη διετία 2024-2025 στην περίπτωση που ξεκινήσει η υποχώρηση των επιτοκίων σχεδιάζουν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να δώσουν την πλήρη ανάλυση αυτών των παραμέτρων στον SSM μέσω των τριετών επιχειρησιακών τους σχεδίων που θα παραδοθούν το τέλος του Μαρτίου στον επόπτη.
Παρά το διχασμό που επικρατεί στους κόλπους της ΕΚΤ για την πορεία των επιτοκίων, ήδη από τώρα, οι τράπεζες ξεκίνησαν προετοιμασίες για το ορατό ενδεχόμενο μειώσεως των επιτοκίων κάτι που θα επιφέρει ασφαλώς και την αντίστοιχη μείωση κερδών στους ισολογισμούς τους.
Ωστόσο επειδή τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας υπόσχονται σημαντική κερδοφορία την επόμενη τριετία καταστρώνουν τα σχέδια κάλυψης των συγκεκριμένων δυνητικών απωλειών.
Οι υπολογισμοί των τραπεζών πραγματοποιούνται με βάση τα παρακάτω σενάρια:
A. Μείωση επιτοκίων κατά 0,50 μονάδες βάσης το 2024 δηλαδή δύο μειώσεις επιτοκίων από 0,25 μονάδες βάσης έκαστη. Διπλάσια μείωση δηλαδή μία μονάδα βάσης για το 2025 δηλαδή τέσσερις μειώσεις από 0,25 μονάδες βάσης έκαστη.
Β. Για κάθε 25 πόντους μείωσης του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ, προβλέπεται αντίστοιχη μείωση εσόδων από τόκους 25-30 εκατ ευρώ, σε κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες και αντίστοιχη μείωση κερδών 20-25 εκατ. ευρώ.
Δηλαδή οι μειώσεις τόκων θα ανέλθουν σε 120 εκατ. ευρώ για κάθε μείωση επιτοκίου και στις 4 συστημικές τράπεζες και 100 εκατ. ευρώ μειώσεις κερδών επίσης για τα 4 πιστωτικά ιδρύματα πάντα για κάθε μείωση επιτοκίου κατά 0,25 μονάδες βάσης.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζών το πιθανότερο είναι να δούμε δύο μειώσεις των 25 ποσοστιαίων μονάδων μέσα στο 2024 και τέσσερις μειώσεις το 2025. Αν αυτά συμβούν, τότε οι 4 τράπεζες προβλέπουν δυνητικές μειώσεις 240 εκατ. ευρώ στα έσοδα από τόκους το 2024 και σε 200 εκατ. ευρώ μειώσεις κερδών για την ίδια χρήση. Για το 2025 τα ποσά αυτά θα είναι διπλάσια δηλαδή 480 εκατ. ευρώ μειώσεις εσόδων από τόκους για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και 400 εκατ. ευρώ μειώσεις κερδών μια και αναμένονται κατά τις τράπεζες τα επιτόκια να υποστούν μειώσεις 1% τουλάχστον.
Σε μια διετία λοιπόν οι τράπεζες καλούνται να συμπληρώσουν αυτήν την απώλεια ή πιο απλά τα 600 εκατ. ευρώ λιγότερα κέρδη εφόσον σε αυτό το διάστημα τα επιτόκια μειωθούν κατά 1,5% που αποτελεί μια λογική σκέψη.
Με βάση τους υπολογισμούς των τραπεζών η παραπάνω απώλεια εφόσον ισχύσει θα πρέπει να καλυφθεί οπωσδήποτε και εδώ ξεκινάει η αναζήτηση των μεθόδων για την κάλυψή της.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν κανένα απολύτως περιθώριο να ολιγωρήσουν ως προς την κερδοφορία τους πολλώ δε μάλλον που ο SSM σταμάτησε να ασχολείται με τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών και ξεκίνησε να επισημαίνει μετ’ επιτάσεως το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου θέτοντας ζητήματα ακόμη και για τη διανομή μερισμάτων πέραν ενός ποσοστού. Ο αναβαλλόμενος φόρος αν δεν καλυφθεί μέσα από κρατικές εγγυήσεις (έκδοση ομολόγων και ανταλλαγή) κάτι που δεν είναι πιθανό στην παρούσα φάση, υποχρεώνει τις τράπεζες να επιτυγχάνουν υψηλή κερδοφορία προκειμένου να τον καλύψουν σε ένα εύρος χρόνου. Η υψηλή αυτή κερδοφορία είναι απαραίτητη και για τον σχηματισμό κεφαλαιακών αποθεμάτων.
Οι τράπεζες δεν θεωρούν πως οι παρατηρήσεις του SSM θα πλήξουν το σχεδιασμό τους για μέρισμα, αυτό όμως μένει να το δούμε.
Προκειμένου τα πιστωτικά ιδρύματα να διασφαλίσουν τα κέρδη τους θα κινηθούν προς διάφορες κατευθύνσεις ενεργοποιώντας άλλες πηγές κερδοφορίας.
Κάποιες τράπεζες όπως η Eurobank για παράδειγμα επιταχύνει τις διαδικασίες “κεφαλαιοποίησης” των επενδύσεών της στο εξωτερικό ενώ αυτήν την ασπίδα τη χρησιμοποιεί επεκτείνοντας παρόμοιες επενδύσεις.
Κάποιες άλλες τράπεζες βλέπουν περιθώρια ανόδου των προμηθειών σε κάρτες εγγυητικές, ακίνητα, private banking κλπ. Πάντως μια τέτοια προσέγγιση θα άρεσε στις τράπεζες: Να διασφαλίζουν παραδείγματος χάρη σταθερά έσοδα προμηθειών υψηλού επιπέδου.
Τι σημαίνει αυτό: Οι δεδομένες προμήθειες για τη διατήρηση λογαριασμών στον επιχειρηματικό τομέα να λάβουν χώρα και για τους λογαριασμούς ιδιωτών. Ειδικά τράπεζες με τεράστιο retail θα ευνοούντο σημαντικά από μια τέτοια εξέλιξη. Τέλος οι τράπεζες πραγματοποιούν με διάφορα προϊόντα hedging στα επιτόκια όπως είχε γράψει η Ν ώστε να διασφαλιστούν κατά το δυνατόν από την απώλεια των εσόδων από τόκους.
Τα σχέδια των τραπεζών θα γίνουν πιο συγκεκριμένα όσο σαφέστερα γίνουν και τα σχέδια της ΕΚΤ για τα επιτόκια. Η πρώτη ένδειξη αναμένεται στις 7 Μαρτίου ενώ λίγο αργότερα τον Απρίλιο θα ληφθούν και νέες αποφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι φωνές στην ΕΚΤ διχάζονται καθώς οι αυξήσεις τιμών που επιβάλει το μισθολογικό και σε κάποιες περιπτώσεις το κόστος της πρωτογενούς παραγωγής λόγω κλιματικής αλλαγής οδηγούν κάποιους στο συμπέρασμα πως η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να βιαστεί να μειώσει τα επιτόκια στην παρούσα τουλάχιστον φάση. Κάποιες άλλες φωνές πάντως σημειώνουν πως τα υψηλά επιτόκια ανατροφοδοτούν τον πληθωρισμό και η αλυσσίδα αυτή πρέπει με κάποιο τρόπο να σπάσει.