Η ιστορία μου θα μπορούσε να γίνει και ταινία. Σας γράφω γιατί θέλω να ευχαριστήσω αυτόν τον άνθρωπο που σαν σήμερα που χιόνιζε, με πήρε σπίτι του μαζί με το παιδί μου και μας φιλοξένησε 6 ολόκληρους μήνες μέχρι να πατήσω στα πόδια μου.
Ήμουν καλοπαντρεμένη (λέμε τώρα) και με τον άντρα μου ήμασταν ευτυχισμένοι (λέμε τώρα δις). Εκείνος με δική του εταιρία και εγώ με δική μου, διαφορετικό αντικείμενο ο καθένας αλλά βγάζαμε και οι δύο πολύ καλά λεφτά. Ταξίδια, ρούχα, γούστα, καλή ζωή. Όχι σπάταλη, συνετή αλλά καλή. Ζούσαμε σε ένα τεράστιο ακριβό σπίτι και σύντομα ήρθε στον κόσμο το παιδάκι μας, η κόρη μας.
Σιγά σιγά ο σύζυγος αργούσε να έρθει σπίτι. Σκέφτηκα πως είχε ερωμένη, έψαξα δεν βρήκα τίποτα. Καυγάδες όλο και πιο συχνοί, τρελλές εντάσεις έφεραν μια τεράστια απόσταση μεταξύ μας. Ξεκινήσαμε να κοιμόμαστε χωριστά.
Μια μέρα ήρθε ένας αστυνομικός στην εταιρία μου και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στο τμήμα. Ο άντρας μου είχε αυτοκτονήσει και μαζί του είχε αυτοκτονήσει και όλη μας την περιουσία. Μια περιουσία εκατομμυρίων είχε παιχτεί στα χαρτιά. Κάποιος μου τράβηξε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, δεν πίστευα τον εφιάλτη που ζούσα.
Ξαφνικά έπρεπε να διαχειριστώ τον θάνατο του άντρα μου, την εξάρτησή του για την οποία δεν είχα ιδέα, την απώλεια όλης μας της ζωής όπως την ξέραμε ως τότε. Συμβουλεύτηκα δικηγόρους ένα σωρό και η λύση ήταν μία: Να πουλήσω την εταιρία μου και ό,τι μου ανήκε για να ξεχρεώσω τα χρέη του αλλιώς θα έμπαινα φυλακή και θα μου έπαιρνε το παιδί, το ίδρυμα. Τα έδωσα όλα λοιπόν για να μην χάσω το παιδί μου και βρέθηκα μια μέρα έτσι απλά…άστεγη, με ένα σακ βουαγιάζ στο ένα χέρι και το χεράκι της κόρης μου, στο άλλο.
Αρχικά μείναμε σε μια φίλη, χωρισμένη με παιδί. Η συγκατοίκησή μας ήταν δύσκολη, εκείνη κοιτούσε πως να γλεντήσει, έβαζε τον έναν άντρα μετά τον άλλον στο σπίτι, οκ καλά έκανε η κοπέλα δεν είπα αλλά δεν γινόταν το παιδί μου να τα βλέπει αυτά. Βρήκα μια δικαιολογία και μια μέρα φύγαμε. Μείναμε για ένα διάστημα στη στέγη του Δήμου αλλά δεν γινόταν να μένουμε μόνιμα εκεί, δεν ήταν λύση συν ότι-ακούγεται εγωιστικό-αλλά δεν ήθελα να αισθάνομαι ότι φολοξενούμαι σε στέγη αστέγων, ένιωθα ντροπή, ένιωθα ένα τίποτα.
Δουλειά δεν μπορούσα να ψάξω έπρεπε κάπου να αφήσω το παιδί. Γυρνούσαμε όλη μέρα με το σακ βουαγιάζ και τρώγαμε από τα σκουπίδια ή από τα γύρω μαγαζιά του κέντρου που στο τέλος της μέρας, έδιναν το περίσσευμά τους, στους άστεγους. Πέρασε έτσι ένας μήνας, ήμασταν άπλυτοι αχτένιστοι βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι.
Πολλές φορές είχα συναντήσει τυχαία, πελάτες ή υπαλλήλους μου στον δρόμο αλλά δεν με γνώριζαν έτσι όπως είχα γίνει, σκιά του εαυτού μου και πολλές φορές κρυβόμουν πίσω από κολώνες ακριβώς για να μη με γνωρίσουν. Νόμιζα πως έβλεπα εφιάλτη και κάθε βράδυ που έπαιρνα το παιδί αγκαλιά και κοιμόμασταν στην είσοδο κάποιας πολυκατοικίας, ευχόμουν να ξυπνήσω στο σπίτι μας, στη ζεστασιά μας και όλο αυτό να έχει τελειώσει.
Μέχρι που ένα βράδυ, να σαν σήμερα πριν 2 χρόνια, χιόνιζε από το πρωί ασταμάτητα. Δεν γινόταν να κυκλοφορήσουμε με τη μικρή, πεινούσαμε και είχαμε μείνει κουλουριασμένες σε κάτι υπόγεια σκαλάκια ενός εγκαταλελειμμένου μαγαζιού. Εκείνη τη μέρα έκανα σκέψεις να αφήσω το παιδί σε κάποιο ίδρυμα και να πάω να πεθάνω. Το παιδί να μου λέει “Κρυώνω μαμά κάνε κάτι” να κλαίει με αναφιλητά και να τουρτουρίζει και εγώ να μην μπορώ να κάνω τίποτα παρά μόνο να την αγκαλιάζω σφιχτά και να της τρίβω τα χεράκια.
Καθώς νύχτωνε χιόνιζε ακόμα περισσότερο, το είχε στρώσει και εμείς κοιμόμασταν επάνω στο χιόνι. Τα χειλάκια της είχαν μελανιάσει, η μοναδική κουβέρτα που την σκέπαζα είχε βραχεί. Έκλαιγα ασταμάτητα, έκλαιγα για όλα. Για τον άντρα μου, που έχασα. Για τα χρέη του, που μας κατέστρεψαν. Για την ανικανότητά μου να δώσω στο παιδί μου μια αξιοπρεπή ζωή. “Σας παρακαλώ μια κουβέρτα, σας παρακαλώ” έκλαιγα και φώναζα ενώ ο κόσμος με προσπερνούσε αδιάφορα.
Ένας νεαρός μας πλησίασε. “Σας παρακαλώ ελάτε μαζί μου” μου είπε. Φοβήθηκα. Κι αν μας έκανε κακό; Αλλά τί λύση είχα; Τί να έκανα; “Ελάτε μαζί μου, έχω σπίτι εδώ ελάτε”. “Μόνο μια κουβέρτα σας παρακαλώ, δεν θέλω κάτι άλλο να είστε καλά” του είπα τουρτουρίζοντας. “Εντάξει ανεβείτε και φεύγετε το πρωί, να περάσει ο χιονιάς”.
Ανεβήκαμε σπίτι του, πήρε τη μικρή στην αγκαλιά του και εγώ με το σακ βουαγιάζ στο χέρι. Δεν έμενε εκεί, το είχε για να το νοικιάσει. “Σας βλέπω μέρες στην απέναντι πολυκατοικία να κοιμάστε στην εξώπορτα με τη μικρή, σας παρακαλώ αφήστε με να σας βοηθήσω” μου είπε. Τον έλεγαν Άγγελο και σπούδαζε Νομική. Οι γονείς του έμεναν στην επαρχία. “Μείνετε όσο θέλετε!” μου είπε, μου έδωσε το τηλέφωνό του αν χρειαζόμασταν κάτι και δεν μας ενόχλησε ποτέ, ούτε καν ήρθε ξανά.
Πέρασε ο καιρός, εγώ κατάφερα να βρω μια δουλειά και να βάλω τη μικρή μου σε παιδικό σταθμό. Λογαριασμοί δεν έρχονταν όμως ποτέ κι έτσι τον πήρα τηλέφωνο. Μου είπε ότι τους πλήρωνε εκείνος. Καταντράπηκα. “Δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω” του είπα κλαίγοντας και εκείνος μου είπε ότι ξέρει πως είναι και να μην λέω ευχαριστώ. Ο Άγγελος, ο δικός μου φύλακας Άγγελος.
Πέρασαν άλλοι 6 μήνες. Κατάφερα να μαζέψω χρήματα και νοίκιασα ένα σπίτι κοντά στη δουλειά μου για να μην αλλάζω άλλο 3 συγκοινωνίες και έγραψα τη μικρή στο νηπιαγωγείο. Τον πήρα τηλέφωνο να του πω ότι φεύγω και μου είπε “Ελπίζω να πάνε όλα καλά για εσάς, αφήστε τα κλειδιά στη διπλανή γειτόνισσα και είμαστε εντάξει”. “Ο Θεός να σας ανταποδώσει το καλό που μου κάνατε” του είπα και κλείσαμε.
Φέτος, κατάφερα με πολλή δουλειά να μαζέψω κάποια χρήματα και αποφάσισα να τον πάρω τηλέφωνο και να τον βρω να του τα δώσω για όλους τους μήνες που μέναμε εκεί. Ο αριθμός έλεγε ότι ήταν λάθος. Προσπάθησα άλλες δυο τρεις φορές και μια μέρα πήγα από εκεί. Χτύπησα δεν άνοιξε κανείς και χτύπησα στη διπλανή.
Τη ρώτησα για τον Άγγελο αλλά δεν ήξερε να μου πει που βρισκόταν, είχε να τον δει από εκείνο το βράδυ που μας ανέβασε στο σπίτι. Τα κλειδιά που της είχα αφήσει φεύγοντας, δεν είχε πάει ως τότε να τα πάρει. “Μήπως έχει κάποιο τηλέφωνο;” τη ρώτησα και μου έδωσε το ίδιο που είχα κι εγώ. Το σπίτι μου είπε δεν είχε νοικιαστεί από τότε σε κανέναν. Έφυγα, έψαξα σε όλα τα σόσιαλ αλλά δεν κατάφερα να τον εντοπίσω.
Αν με διαβάζεις, αν βλέπεις αυτό το κείμενο, σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου που έσωσες εμένα και το παιδί μου.
Με έκανες να πιστέψω ξανά στους ανθρώπους. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Όσο για εσάς που διαβάζετε την ιστορία μου καθισμένοι μπροστά σε ένα τζάκι, σε μια σόμπα, ακόμα και στο καλοριφέρ, σας παρακαλώ να εκτιμάτε ό,τι έχετε.
Ακόμα και το λίγο, πιστέψτε με, είναι πάρα πολύ!
Ιωάννα