Την πλήρη ψηφιοποίηση των παραστατικών που εκδίδουν οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις για τη διακίνηση και πώληση των προϊόντων τους επιδιώκουν κυβέρνηση και Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Γι’ αυτόν τον λόγο προωθούνται σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή.
Στόχος των νέων ρυθμίσεων είναι η βελτίωση των διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου των εκδιδόμενων παραστατικών και η αποτροπή φαινομένων φοροδιαφυγής, με την έκδοση πλαστών ή εικονικών παραστατικών διακίνησης και τιμολογίων.
Οι επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή νομικών οντοτήτων θα έχουν και φέτος τη δυνατότητα να ενταχθούν στα φορολογικά κίνητρα για τη χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης που προβλέπει ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος. Σύμφωνα με τα βασικότερα από τα κίνητρα αυτά, εφόσον μια οντότητα επιλέξει την ηλεκτρονική τιμολόγηση μέσω παρόχου, η βασική προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος της φορολογικής διοίκησης για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου και την έκδοση πράξεων προσδιορισμού φόρου περιορίζεται από πενταετής σε τριετής, ενώ η δαπάνη τόσο για την αρχική προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και λογισμικού όσο και για την παραγωγή, διαβίβαση και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση ηλεκτρονικών τιμολογίων εκπίπτει σε ποσοστό 200% του συνολικού ύψους της από τα ακαθάριστα έσοδα της οντότητας.
Αναλυτικά, με τα άρθρα 30, 37 και 38 του φορολογικού νομοσχεδίου, προβλέπεται η εφαρμογή κινήτρων για τη χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και για το 2023. Παράλληλα επεκτείνονται και για το φορολογικό έτος 2023 τα κίνητρα που παρέχονται με το άρθρο 71ΣΤ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προκειμένου οι επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή νομικών οντοτήτων να επιλέξουν την αποκλειστική χρήση ηλεκτρονικής τιμολόγησης με τη χρήση των υπηρεσιών παρόχων ηλεκτρονικής έκδοσης στοιχείων.
Τα κίνητρα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 71ΣΤ είναι τα εξής:
Για τις οντότητες που επιλέγουν την ηλεκτρονική τιμολόγηση μέσω παρόχου και υπό την προϋπόθεση ότι την εφαρμόζουν αποκλειστικά για την έκδοση των παραστατικών πωλήσεων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους ή των φορολογικών ετών για τα οποία έχει γίνει η επιλογή αυτή, προβλέπονται κατά περίπτωση τα εξής:
α) Η προθεσμία παραγραφής, εντός της οποίας -σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 4174/2013η φορολογική διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, περιορίζεται κατά δύο (2) έτη, από πενταετής σε τριετής, και ακολούθως βάσει αυτής υπολογίζονται και οι παρατεταμένες κατά 5 έτη προθεσμίες στις περιπτώσεις εντοπισμού, μετά το πέρας της κανονικής περιόδου παραγραφής, παραβάσεων φοροδιαφυγής ή νέων στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι η πραγματική φορολογητέα ύλη είναι μεγαλύτερη από αυτήν που δηλώθηκε.
β) Η δαπάνη για την αρχική προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και λογισμικού που απαιτείται για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, αποσβένεται πλήρως στο έτος πραγματοποίησής της, προσαυξημένη κατά 100%.
γ) Η δαπάνη για την παραγωγή, διαβίβαση και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση ηλεκτρονικών τιμολογίων για το πρώτο έτος έκδοσης των παραστατικών πώλησης μέσω ηλεκτρονικής τιμολόγησης, που αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, προσαυξάνεται κατά 100%.
δ) Η προθεσμία σχετικά με τα αιτήματα επιστροφής φόρου, τα οποία αφορούν το φορολογικό έτος ή τα φορολογικά έτη για τα οποία οι εκδότες επιλέγουν και εφαρμόζουν αποκλειστικά την ηλεκτρονική τιμολόγηση, ορίζεται σε 45 ημέρες. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για τον υπολογισμό καταβολής τόκου στον φορολογούμενο, ο οποίος έχει αχρεωστήτως καταβάλλει φόρο.
Οντότητες που επιλέγουν την ηλεκτρονική τιμολόγηση μέσω παρόχου ως τρόπο έκδοσης, διαβίβασης και αρχειοθέτησης των παραστατικών πωλήσεών τους, δεν απαιτείται να προβούν σε ξεχωριστή δήλωση ως προς τη λήψη, καθώς θεωρείται ότι έχουν επιλέξει ταυτόχρονα τη χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μέσω παρόχου, ως αποδεκτό τρόπο λήψης των παραστατικών πώλησης. Για τις οντότητες-λήπτριες των αγαθών ή των υπηρεσιών, οι οποίες επιλέγουν και δηλώνουν τη χρήση ηλεκτρονικής τιμολόγησης μέσω οποιουδήποτε παρόχου μόνο κατά το μέρος που αποδέχονται τα σχετικά παραστατικά, η προθεσμία εντός της οποίας η φορολογική διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου για το έτος ή τα έτη που επιλέγουν και εφαρμόζουν αποκλειστικά την ηλεκτρονική τιμολόγηση, περιορίζεται κατά ένα (1) έτος και ακολούθως, βάσει αυτής, υπολογίζονται και οι παρατεταμένες προθεσμίες των παρ. 2 και 3 του ίδιου ως άνω άρθρου.
Σύμφωνα με την αρχική διάταξη του άρθρου 71ΣΤ, τα παραπάνω κίνητρα παρέχονται για κάθε φορολογικό έτος, καθώς και, εξαιρουμένων των περ. β΄ και γ΄, για τα επόμενα φορολογικά έτη, εφόσον οι σχετικές επιλογές δηλωθούν μέχρι το τέλος του προηγούμενου φορολογικού έτους απ’ αυτό ή αυτά τα φορολογικά έτη που περιλαμβάνονται στη δήλωση. Ειδικά για τις οντότητες που δηλώνουν για πρώτη φορά έναρξη εργασιών, εφόσον η δήλωση υποβληθεί κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης έναρξης εργασιών, τα κίνητρα παρέχονται από το πρώτο φορολογικό έτος λειτουργίας τους, υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα δεν ανακαλεί τη δήλωση επιλογής τιμολόγησης εντός του επομένου φορολογικού έτους.
Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, η οποία συμπληρώνει το άρθρο 71ΣΤ, τα κίνητρα των παρ. 2 και 3 του άρθρου 71ΣΤ παρέχονται στις νομικές οντότητες οι οποίες επιλέγουν την ηλεκτρονική τιμολόγηση μέσω παρόχου ηλεκτρονικής έκδοσης στοιχείων για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουάριου 2020 και μετά, και χορηγούνται από το πρώτο έτος, στο οποίο εφαρμόζεται η ηλεκτρονική τιμολόγηση, μέχρι και το φορολογικό έτος 2023. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2023, οι σχετικές επιλογές της παρ. 6 του άρθρου 71ΣΤ μπορούν να δηλωθούν και η ένταξη να έχει ολοκληρωθεί έως και τις 30.6.2023.