Κάθε πιατέλα, κάθε μπολ, κάθε ρεσό, κάθε σπάτουλα και μια πιθανή εστία μολύνσεως – αναφέρομαι στην πιο ένοχη απόλαυση του ξενοδοχειακού στερεώματος, τον μπουφέ του πρωινού. Ιδίως αν είσαι λιγάκι υποχόνδριος – και σήμερα ποιος δεν είναι; Γιατί αυτό το ζευγάρι μπήκε στην αίθουσα χωρίς να χρησιμοποιήσει το dispenser απολυμαντικού; Ποιος έπιασε πριν από εμένα το μαχαίρι κοπής του φρέσκου ψωμιού; Χρησιμοποίησε πετσέτα; Γιατί αυτό το πιτσιρικάκι άγγιξε το τυροπιτάκι; Πού είναι η μαμά του; Πόσα ατομικά κουτάλια έχουν βυθιστεί από κεκτημένη ταχύτητα στη γαβάθα με το μέλι; Φορούσε μάσκα ο μάγειρας που ανανέωσε το μπολ με την πατατοσαλάτα; Γιατί ο προηγούμενος κύριος έπιασε δύο ζεστά άδεια πιάτα από τη στοίβα, άλλαξε γνώμη και άφησε το ένα στη θέση του; Ακόμα και για τους πλέον ολιγαρκείς, που αρκούμασταν σε μία φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, ένα αυγό βραστό και δύο φρουτάκια, η επιστροφή στο συγκεκριμένο μοντέλο αυτοεξυπηρέτησης φαντάζει αδιανόητη, ακόμα και όταν τα μεγάλα ξενοδοχεία ξανανοίξουν. Οι πολυτελείς μπουφέδες της αδιανόητης ποικιλίας και αφθονίας, που αποτελούσαν ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας μιας τουριστικής μονάδας, δεν αποκλείεται να αποτελέσουν μία από τις παράπλευρες απώλειες της πανδημίας.
Το συγκεκριμένο μοντέλο πρωτοεισήχθη σε πριβέ εκδοχή στις αριστοκρατικές επαύλεις του 19ου αιώνα, όπου οι διαμένοντες ήθελαν να παίρνουν το πρωινό τους με χρονική ευελιξία και ακολούθως να καταπιάνονται με τις σοβαρές ασχολίες της ημέρας, όπως π.χ. να κυνηγήσουν μπεκάτσες ή να βγάλουν το άλογό τους να ξεμουδιάσει στην εξοχή. Το 1939, στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης, το γεύμα τύπου μπουφέ παρουσιάστηκε επισήμως ως ευρεσιτεχνία στο περίπτερο μιας χώρας που μάλλον ταυτίζουμε με την εγκράτεια, της Σουηδίας – και το όνομα αυτού Smörgasbord. Η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε τη διάδοση του ξενοδοχειακού μπουφέ, ενώ το 1956 ο Herbert Cobb McDonald, από τους πρωτοπόρους της τουριστικής βιομηχανίας του Λας Βέγκας, τον απογείωσε, λανσάροντας το σλόγκαν «all you can eat». Για δεκαετίες, η αυτοεξυπηρέτηση συνέφερε τους επιχειρηματίες περισσότερο από το να πληρώνουν έναν στρατό από σερβιτόρους: οι πελάτες γέμιζαν τα πιάτα τους ξανά και ξανά, το ξενοδοχείο «πούλαγε» αφθονία και πλήθος επιλογών, όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Η αλήθεια είναι ότι η στροφή των τελευταίων ετών στην ενσυνείδητη κατανάλωση και στην αειφορία έβγαλε τον μπουφέ από το απυρόβλητο, για τον προφανή λόγο ότι οι ποσότητες φαγητού που πετιούνται καθημερινά από τα ξενοδοχεία είναι τεράστιες (μόνο στη Βρετανία, μια απόπειρα καταμέτρησης έκανε λόγο για 79.000 τόνους τον χρόνο). Ο κορονοϊός θέτει και αυτό το ζήτημα, όπως και τόσα άλλα, πιο επιτακτικά. Ίσως η ιδέα ενός πιο λιτού ατομικού πρωινού σε σφραγισμένο κουτί, που ήδη εφαρμόζεται ακόμα και σε πολυτελή ξενοδοχεία, να μην είναι τελικά τόσο κακή.
ΥΓ. Ότι τάχα μου αρκούσε «μία φέτα ψωμί, ένα αυγό και δύο φρουτάκια» είναι ψέμα, ξεκάθαρα.
Πηγή : kathimerini.gr