Από το Χονγκ Κονγκ στη Χιλή, περνώντας από την Καταλονία, τον Λίβανο, το Ιράκ και καταλήγοντας στην Κολομβία και την Αϊτή, κοινωνικές διαμαρτυρίες συγκλονίζουν απ’ άκρου εις άκρον τον πλανήτη, προβάλλοντας διαφορετικά αιτήματα και διεκδικήσεις στον δρόμο, αλλά έχοντας όλα έναν κοινό παρανομαστή: την κοινωνική δυσφορία.
Η έλλειψη δημοκρατικών δικαιωμάτων, η αύξηση στις τιμές των βασικών προϊόντων και υπηρεσιών, η υψηλή φορολόγηση και η ανεργία, η δολοφονία ηγετών των κοινωνικών κινημάτων, ή οι πολιτικές διαφορές, είναι οι κύριοι παράγοντες που έχουν κινητοποιήσει τις κοινωνίες σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη, ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας και ιδεολογικής τοποθέτησης των μελών τους.
Μάλιστα, στην πλειονότητά τους, οι κινητοποιήσεις αυτές χαίρουν της στήριξης της κοινωνίας που συμμετέχει και στις ειρηνικές διαμαρτυρίες και στα βίαια επεισόδια. Παρά τα επεισόδια, τους τραυματισμούς, τις συλλήψεις και την κήρυξη κράτους εξαίρεσης σε πολλές χώρες, η κοινωνία αποδεικνύει πως μπορεί και αναπτύσσει συλλογική συνείδηση, απέναντι στην έλλειψη ευαισθησίας που δείχνουν οι κρατούντες.
Σημαντικό παράγοντα στην οργάνωση των διαδηλώσεων διαδραματίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο, που εκτός από συγκολλητική ουσία της κοινωνικής διαμαρτυρίας, χρησιμεύουν για να διαδώσουν τις ιδέες της κοινωνικής δυσφορίας και τις εικόνες που τη συνοδεύουν, λειτουργώντας και ως μοχλός ευαισθητοποίησης όλου του κόσμου, όπως απέδειξε και η πρόσφατη κινητοποίηση των νέων σε όλον τον πλανήτη για το κλίμα.
Στο Χονγκ Κονγκ για τέσσερεις μήνες, η διαμαρτυρία των κατοίκων –αρχικά για να αποσυρθεί η νομοθεσία για έκδοση κρατουμένων στην Κίνα– έχει εξελιχθεί σε κινητοποιήσεις με αίτημα τον εκδημοκρατισμό του διοικητικού μηχανισμού και σε μία ακραιφνή αντίθεση –ιδίως από την πλευρά των νέων– στην προσέγγιση με το αυταρχικό Πεκίνο. Οι διαμαρτυρίες που σε πρώτη φάση ήσαν ειρηνικές, έχουν εξελιχθεί σε πόλεμο στους δρόμους, με οδοφράγματα, την εκτόξευση μολότοφ, βίαια αντίδραση της αστυνομίας και δακρυγόνα.
Στη Χιλή, που έως σήμερα υπήρξε ο «καλύτερος μαθητής» των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη Λατινική Αμερική, εκδηλώθηκε η πιο πρόσφατη έκρηξη κοινωνικής διαμαρτυρίας. Η επιφαινόμενη σταθερότητα, ανάπτυξη και δημοσιονομική πειθαρχία, κρύβει μία κοινωνία με βαθιές ανισότητες, μία μεσαία τάξη που πάντοτε βρίσκεται στα όρια της φτώχειας κι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν επιτρέπει την «κοινωνική άνοδο».
Η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου του μετρό υπήρξε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Ντιέγο Πορτάλες, η Χιλή είναι η χώρα με το πιο ακριβό σύστημα μέσων μεταφοράς σε 56 χώρες του κόσμου και ορισμένες οικογένειες της χώρας είναι αναγκασμένες να πληρώνουν το 30% του εισοδήματός τους για να μεταβαίνουν με τα μέσα μεταφοράς στην εργασία τους. Η περαιτέρω αύξηση της τιμής του υπήρξε η θρυαλλίδα που ανάγκασε το πρόεδρο Σεμπαστιάν Πινιέρα να κατεβάσει στους δρόμους τον στρατό και να αποσύρει τις αυξήσεις. Και ενώ από τη μία καλεί σε διάλογο, από την άλλη δηλώνει πως «η Χιλή βρίσκεται σε πόλεμο».
Στην Καταλονία, για μία ακόμη φορά, παίζεται το δράμα της ανεξαρτησίας της ισπανικής επαρχίας. Μετά την ανακοίνωση της καταδίκης των Καταλανών πολιτικών, διοργανώθηκαν κινητοποιήσεις, που σύντομα μετά τη βίαια επέμβαση της αστυνομίας έχουν εξελιχθεί σε βίαιες αντιπαραθέσεις. Πάνω από 600 τραυματίες, οι μισοί εξ αυτών αστυνομικοί, και περίπου 200 συλλήψεις, περιγράφουν την εικόνα που επικράτησε την περασμένη εβδομάδα στους δρόμους της Καταλονίας. Ιδίως στη Βαρκελώνη, που θυμίζει τοπίο πολέμου, η απουσία βούλησης για συνεννόηση και από πλευράς των αυτονομιστών/εθνικιστών και από πλευράς της κυβέρνησης της Μαδρίτης, κρατά αναμμένο το φυτίλι της σύγκρουσης κι απομακρύνει τον διάλογο για την επίλυση του Καταλανικού.
Στον Ισημερινό είχε ανάψει η θρυαλλίδα που προκάλεσε και τις υπόλοιπες κοινωνικές αναφλέξεις στη Λατινική Αμερική, όταν η κυβέρνηση του Λενίν Μορένο, στο πλαίσιο του ‘πακετάσο’ του ΔΝΤ κατήργησε τις επιδοτήσεις στα καύσιμα που ίσχυαν επί πολλές δεκαετίες.
Μετά 12 ημέρες διαρκών συγκρούσεων στους δρόμους του Κίτο, με απολογισμό επτά νεκρούς, πάνω από 1.340 τραυματίες, πολλούς συλληφθέντες, μεταξύ αυτών και δεκάδων δημοσιογράφων, ο κοινωνικός αναβρασμός οδήγησε την κυβέρνηση σε υποχώρηση, αποδεικνύοντας πως η εξέγερση στους δρόμους μπορεί να εμποδίσει αντιλαϊκά κοινωνικά σχέδια, που ιδίως έπλητταν τους χωρικούς και τους ιθαγενείς.
Στον Λίβανο, η χώρα συγκλονίζεται από τη λεγόμενη «επανάσταση του WhatsApp», που πυροδότησε η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει κατά 20 σεντς/δολάριο το κόστος στις φωνητικές κλήσεις, μέσω κοινωνικών δικτύων (WhatsApp, Facebook ή Viber), σε μία προσπάθεια να αυξήσει τα έσοδα μίας οικονομίας που παραπαίει. Ωστόσο, όπως πάντα, η αύξηση αυτή ήταν μόνο το πρόσχημα για τις κοινωνικές διεκδικήσεις, που έχουν επεκταθεί και σε άλλους τομείς διαμαρτυρίας, κατά της διαφθοράς, του πολιτικού σεκταρισμού και του αστυνομοκρατούμενου κράτους. Οι έντονες διαμαρτυρίες, με αποκλεισμούς δρόμων και οδοφράγματα με καμένα λάστιχα, ανάγκασαν τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού να συμφωνήσουν σε μεταρρυθμίσεις για τον τερματισμό της κρίσης και τον κατευνασμό της κοινωνίας, έπειτα από το τελεσίγραφο των 72 ωρών που τους έθεσε ο πρωθυπουργός Σαάντ Χαρίρι, ο οποίος βγήκε ενισχυμένος από τις πολιτικές εξελίξεις.
Στην Κολομβία, οι κινητοποιήσεις έχουν προκαλέσει παράλυση τους τελευταίους μήνες, λόγω των διεκδικήσεων για την εκπαίδευση, τις μεταφορές και κυρίως για την κοινωνική κατάσταση στη χώρα, της οποίας η τραγική εικόνα μεταφράζεται στους 155 δολοφονημένους ηγέτες κοινωνικών κινημάτων στο πρώτο οκτάμηνο του 2019, όπως αναφέρεται σε έκθεση του Ινστιτούτου Μελετών για την Ανάπτυξη, την Ειρήνη (Indepaz). Μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, οι Κολομβιανοί προσέρχονται στις κάλπες την ερχόμενη Κυριακή για να εκλέξουν τις τοπικές και περιφερειακές Αρχές, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της ειρήνης με τους αντάρτες των FARC. Εκλογές που εκφράζονται φόβοι ότι θα διεξαχθούν εν μέσω πολιτικής βίας και νοθείας, την ώρα που εξακολουθούν να βρίσκονται εν δράσει πέντε ένοπλες ομάδες στη χώρα.
Στην Αϊτή, την φτωχότερη πόλη στην αμερικανική ήπειρο, δεν αποτελεί είδηση πως οι δρόμοι βράζουν. Η οικονομική κατάσταση και η πολιτική κρίση, με την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, έχει οδηγήσει τον κόσμο σε κινητοποιήσεις εναντίον του προέδρου Ζοβενέλ Μοΐζ. Η αποτυχία του διαλόγου, λόγω άλυτων διαφορών του προέδρου με την αντιπολίτευση, έχει ξαναβγάλει τον κόσμο στους δρόμους και η πρωτεύουσα Πορτ-ντε-Πρενς βρίσκεται ξανά στις φλόγες.
Πάνω από 100 νεκροί και 6.000 τραυματίες είναι ο απολογισμός των διαδηλώσεων στο Ιράκ, με τους πολίτες στη Βαγδάτη και άλλες πόλεις να έχουν βγει στους δρόμους ζητώντας καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες, δουλειά και τερματισμό του κράτους διαφθοράς. Η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων επιβεβαίωσε το δημοκρατικό έλλειμμα στη χώρα, τον πέμπτο μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου στον κόσμο, μία χώρα που αιματοκυλίσθηκε από τον πόλεμο. Οι Αρχές, τουλάχιστον προς το παρόν, έχουν καταφέρει να κατευνάσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια, ενεργοποιώντας μία σειρά από οικονομικά και κοινωνικά μέτρα, προσάγοντας στη δικαιοσύνη διεφθαρμένους πολιτικούς, αλλά κι επικεφαλής των δυνάμεων ασφαλείας που διέταξαν την αντιμετώπιση των διαδηλωτών με πραγματικά πυρά.