Μια νέα επιθετική εμπορική πολιτική κάνει την εμφάνισή της στο εγχώριο ράφι, αυτή τη φορά από την πλευρά των λιανεμπόρων και αφορά την αναγραφή των τιμών στις ταμπέλες των προϊόντων.
Μετά την πρακτική που υιοθέτησε μερίδα της βιομηχανίας και αφορά το φαινόμενο που διεθνώς είναι γνωστό με τον όρο «shrinkflation», δηλαδή μείωση της ποσότητας του προϊόντος στη συσκευασία που πωλείται στο ράφι, ορισμένοι λιανοπωλητές, προκειμένου να καταστήσουν ελκυστικότερα στο μάτι κάποια προϊόντα, προωθούν την πρακτική της τιμολόγησης σε υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης, ώστε η τελική τιμή να εμφανίζεται κατά 50% μικρότερη. Ειδικότερα, στην ταμπέλα αντί η τιμή να αφορά το κιλό, πλέον αναγράφεται η τιμή στα 500 γραμμάρια. Ομοίως αντί για 500 γραμμ. αναγράφεται η τιμή που αντιστοιχεί στα 250 γραμμ. Για παράδειγμα, αντί για 15 ευρώ/κιλό π.χ. στη φέτα η ταμπέλα αναφέρει 7,5 ευρώ/500 γραμμ. Να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για κάποια μη νόμιμη πρακτική. Η χρήση μικρότερης μονάδας μέτρησης επί της ουσίας εξυπηρετεί τον ψυχολογικό παράγοντα στους όρους του marketing μέσα σε μια έντονα πληθωριστική περίοδο, ωστόσο μπορεί να οδηγήσει σε παραπλάνηση ή σε λαθεμένους υπολογισμούς του τελικού κόστους ενός αγαθού από πλευράς του καταναλωτή, καθώς έχει συνηθίσει την αποτύπωση των τιμών σε κιλά και λίτρα και όχι σε μικρότερες μονάδες αυτών.
Η πρακτική αυτή «ακουμπά» πιο εύκολα στα προϊόντα του πάγκου, δηλαδή τους επί ζυγίω κωδικούς, που αποτελούν περί το 30% του συνολικού τζίρου στην οργανωμένη λιανική τροφίμων, ήτοι προσεγγίζουν δυναμική εσόδων περί τα 3 δισ. ευρώ.
Η εκφρασμένη πρόθεση της ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης να προωθήσει ρύθμιση που να καθιστά πιο ευκρινή την αναγραφή της τιμής ανά κιλό στα προϊόντα που βρίσκονται στο ράφι των σούπερ μάρκετ, ενδεχομένως καταστήσει και πιο εμφανείς τις περιπτώσεις που έχει γίνει αναπροσαρμογή στη μονάδα μέτρησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται προς το παρόν σε μικρή κλίμακα και δεν αποτελεί μια διευρυμένη πρακτική που εντείνεται στις επιχειρήσεις λιανικής.
Σε κάθε περίπτωση, οι ενδείξεις που αφορούν τις τιμές πρέπει να είναι σαφείς, έτσι ώστε ο καταναλωτής να λαμβάνει καλύτερα την πληροφορία και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια σύγκρισης των τιμών.
Πάντως, οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να επιδεικνύουν αντανακλαστικά έναντι της πρακτικής «Shrinkflation» και εξετάζουν διεξοδικά πόσα τεμάχια ή πόσα κιλά περιέχει κάθε προϊόν προκειμένου να συγκρίνουν τις τιμές. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ένα προϊόν βρίσκεται σε προωθητική ενέργεια, είτε αυτή αφορά επιπλέον ποσότητα είτε έκπτωση στην τελική τιμή.
Με καθυστέρηση τουλάχιστον τριών μηνών αναμένεται να είναι εμφανής η όποια αποκλιμάκωση στις τιμές τροφίμων και λοιπών καταναλωτικών προϊόντων στο ράφι.
Μολονότι έχουν αρχίσει να σκιαγραφούνται τα πρώτα ψήγματα αισιοδοξίας αναφορικά με την πορεία των τιμών ενέργειας, η ακρίβεια στο «καλάθι του νοικοκυριού» παραμένει.
Στελέχη της βιομηχανίας και της λιανικής βασικών καταναλωτικών ειδών, μιλώντας στην «Ν», αναφέρουν: «Ακόμα και αύριο το πρωί να επιστρέψει η ομαλότητα στο πεδίο της ενέργειας, που αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα εκτίναξης στα κόστη, η αποτύπωση στους τιμοκαταλόγους χονδρικής και κατ’ επέκταση στις τελικές τιμές λιανικής θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο για να φανεί».
Όπως εξηγούν, η παραγωγή των προϊόντων που σήμερα διατίθενται στα ράφια έχει επιβαρυνθεί με σημαντικές αυξήσεις, καθώς τα συμβόλαια για τις πρώτες και δεύτερες ύλες, τα υλικά συσκευασίας, τα logistics έκλεισαν σε μια περίοδο κατά την οποία τα κόστη έπιασαν ρεκόρ δεκαετιών.
Παράλληλα, η όποια επιβράδυνση στις αυξήσεις στα βασικά κοστολόγια γίνεται σταδιακά και με τον ίδιο τρόπο θα γίνει και σταδιακή αποσυμπίεση στα λειτουργικά κόστη. Όπως σημειώνουν τα ίδια στελέχη, μπορεί το αμιγώς ενεργειακό κόστος και ενδεχομένως το κόστος στα υλικά συσκευασίας να αποσυμπιεστεί πιο άμεσα, ωστόσο στις πρώτες ύλες η σύνδεση με τον πρωτογενή τομέα είναι άρρηκτη.
«Για όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα, οι διαπραγματεύσεις αφορούν τη σοδειά του 2022. Όταν ο δείκτης εισροών (σ.σ.: κόστος παραγωγής) στον πρωτογενή τομέα διατηρεί μια αύξηση περί το 20%-25%, η οποία παραμένει και τους δύο τελευταίους μήνες του 2022, είναι σαφές ότι τα συμβόλαια του Ιανουαρίου θα εξακολουθήσουν να κουβαλάνε μια επιβάρυνση και αυτό δικαιολογεί και την καθυστέρηση στην αποκλιμάκωση των τιμών στους τιμοκαταλόγους χονδρικής που περνούν στη λιανική. Τα δοχεία είναι συγκοινωνούντα», εξηγούν.
Σύμφωνα με την αγορά, μια μέση ανατίμηση περί το 10% αναμένεται να διατηρηθεί στους τιμοκαταλόγους χονδρικής στο προσεχές διάστημα, ενώ εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και τον Ιανουάριο θα εξακολουθήσει να «τρέχει» με υψηλότερο ρυθμό συγκριτικά με εκείνον του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (τον Δεκέμβριο ήταν στο +15,5%, όταν ο ΔΤΚ ήταν στο 7,2%, δηλαδή υπερδιπλάσιος).
Τα συμβόλαια χονδρικής έχουν «υποθηκεύσει» ανατιμήσεις και για τον Φεβρουάριο, που κινούνται σε διψήφιο ποσοστό σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως ζυμαρικά, άλευρα, γαλακτοκομικά, βρεφικές τροφές, είδη οικιακής χρήσης.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν δρομολογηθεί και μειώσεις στα τιμολόγια χονδρικής. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι κατηγορίες όπως το χοιρινό, το ηλιέλαιο και τα χαρτικά εμφανίζουν υποχώρηση τιμών 8%-10%, η οποία θα περάσει το προσεχές διάστημα στις τελικές τιμές καταναλωτή.
Στο μεταξύ, με γνώμονα ότι στο καλάθι του σούπερ μάρκετ τα πολυεθνικά σήματα έχουν κυρίαρχη παρουσία, μια ακόμα παράμετρος που πρέπει να προσμετρηθεί στην «εξίσωση» της διαμόρφωσης τιμών είναι η στρατηγική των ισχυρών ομίλων να αντικαταστήσουν τον «χαμένο» τζίρο των κλειστών αγορών της Ρωσίας και της Ουκρανίας με ενίσχυση των επιδόσεων στις άλλες αγορές που έχουν παρουσία.
Στο «τεφτέρι» της εγχώριας αγοράς μπαίνει και η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς τα ποσοστά των εργαζομένων που αφορά είναι υψηλά και επηρεάζουν το bottom line στο μισθολογικό κόστος για όλες τις δραστηριότητες και δη σε όσες είναι εντάσεως εργασίας.