Ωφελούνται 560 ηλικιωμένοι ενώ αναμένεται η πρόληψη 10 επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων
Το έργο προϋπολογισμού 416.562 εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ Θεσσαλίας
Κ. Αγοραστός: «Στεκόμαστε με σεβασμό και ενδιαφέρον στα προβλήματα και τις ανησυχίες των συνανθρώπων μας»
Στη χρηματοδότηση της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) για τη λειτουργία Ειδικού Κέντρου Ημέρας στη Λάρισα για το Alzheimer με ωφελούμενους 560 ηλικιωμένους προχωρά η Περιφέρεια Θεσσαλίας. Ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός έδωσε την έγκριση για την ένταξη του έργου στο ΕΣΠΑ Θεσσαλίας. Το έργο είναι συνολικού προϋπολογισμού 416.562 ευρώ ενώ για την υλοποίηση του έργου θα προσληφθούν 10 επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, νευρολόγοι κλπ.).
«Με σχέδιο και προγραμματισμό η Περιφέρεια Θεσσαλίας σε συνεργασία με το Δήμο Λαρισαίων και το Δήμαρχο Απ.Καλογιάννη, δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της και βρίσκει τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να υποστηρίξει και να βοηθήσει τους ηλικιωμένους ασθενείς και τις οικογένειες τους. Στεκόμαστε με σεβασμό και ενδιαφέρον στα προβλήματα και τις ανησυχίες των συνανθρώπων μας. Εύχομαι το έργο να επιτελέσει το σκοπό του, να αποδώσει ορατά και μετρήσιμα αποτελέσματα και να επιτύχει ώστε να μπορεί να συνεχιστεί και μετά τη λήξη της περιόδου χρηματοδότησης του» τόνισε σε δηλώσεις του ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός
Στοιχεία έργου
Το έργο συνίσταται στη χρηματοδότηση για 18 (δεκαοκτώ) μήνες της λειτουργίας Ειδικού Κέντρου Ημέρας στη Λάρισα για το Alzheimer το οποίο θα λειτουργήσει ως μονάδα θεραπευτικής φροντίδας ασθενών με Alzheimer και άλλες συναφείς διαταραχές. Στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας δε λειτουργεί αντίστοιχη δομή που να παρέχει υπηρεσίες στο πλαίσιο της δημόσιας ψυχικής υγείας και να μπορεί να εξυπηρετήσει την ανάγκη των οικογενειών και των ατόμων που πάσχουν με άνοια.
Το Κέντρο Ημέρας λειτουργεί σαν μονάδα ημι-ημερήσιας παραμονής και απασχόλησης, θεραπευτικής φροντίδας και ενίσχυσης των ανθρώπων με άνοια που αντιμετωπίζουν διαταραχές της μνήμης και των άλλων νοητικών λειτουργιών, εμφανίζουν διαταραχές συμπεριφοράς και έχουν έκπτωση στην καθημερινή του λειτουργικότητα. Επιπλέον, στόχο έχει να ενημερώνει, να εκπαιδεύει και να υποστηρίζει ψυχοκοινωνικά τους φροντιστές και τις οικογένειες των ασθενών γενικότερα, στοχεύοντας στην καλύτερη ποιότητα ζωής τους και στην ελάφρυνση του ψυχολογικού, οικονομικού και κοινωνικού φορτίου τους. Τέλος, παραμένει σε στενή διασύνδεση με φορείς: υγείας, κοινοτικούς, επιστημονικούς και άλλους προκειμένου η παροχή υπηρεσιών του να παραμένει πολύπλευρη και στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
Η αύξηση του μέσου όρου ζωής στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης έχει σαν αποτέλεσμα και την αύξηση της συχνότητας παθήσεων της τρίτης ηλικίας, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας. Το 5% των ατόμων άνω των 65 ετών και το 25% των ατόμων άνω των 85 ετών προσβάλλεται από άνοια. Σήμερα οι άνοιες με συχνότερη τη νόσο Alzheimer, αποτελούν μείζον ιατρικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Αυτή τη στιγμή οι ασθενείς με άνοια στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 200.000. Με βάση τις δημογραφικές τάσεις, μαζί με την αναλογία των ηλικιωμένων στο γενικό πληθυσμό αναμένεται να αυξηθεί δραματικά και ο αριθμός των πασχόντων από άνοια. Το κόστος της φροντίδας των ατόμων της μεγάλης αυτής πληθυσμιακής ομάδας βαίνει επίσης αυξανόμενο δραματικά, και πρόκειται για κόστος άμεσο και έμμεσο. Ιατρικά, δεν υπάρχει ακόμα ικανοποιητική απάντηση για τα συγκεκριμένα νοσήματα. Η διεθνής πρακτική έχει δείξει ότι η πλαισίωση των πασχόντων και των οικογενειών τους, με στρατηγικές ενίσχυσης των φαρμακευτικών θεραπειών, κινητοποίηση και επανεκπαίδευση των ασθενών, υποστήριξη και παρέμβαση στην κρίση βελτιώνει θεαματικά τα αποτελέσματα εκ των φαρμακευτικών θεραπειών και βελτιώνει την ποιότητα ζωής ασθενών και των οικογενειών τους, ανακουφίζοντας καταρχήν εκείνους και δευτερευόντως το ίδιο το σύστημα υγείας. Στα ανοϊκά σύνδρομα, οφείλει κανείς εξαρχής να θεωρεί ότι μαζί με τον ασθενή πάσχει όλη η οικογένεια. Σε ποσοστό έως και 75% οι ασθενείς με νόσο Alzheimer, που είναι η πιο συχνή μορφή άνοιας, φροντίζονται στο σπίτι.
Το 90% της συνολικής φροντίδας παρέχεται από μέλη των οικογενειών τους. Σε μια κοινωνία οικογενειοκεντρική όπως η ελληνική πιθανώς τα παραπάνω να αποτελούν μετριοπαθή εκτίμηση. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση, αποτίμηση και ανακούφιση του φορτίου των φροντιστών οφείλει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νόσου.
Οι υψηλές απαιτήσεις φροντίδας των ανθρώπων με άνοια, επιδρούν στην υγεία των φροντιστών, επηρεάζουν τη συμμετοχή τους σε κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες, περιορίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους, κλονίζουν την κοινωνική τους θέση και απειλούν την οικονομική τους ασφάλεια.
Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η παρέμβαση στην κοινότητα ενισχύει τις καθαυτό ιατρικές παρεμβάσεις και βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών και των οικογενειών τους. Υπηρεσίες με τέτοια βάση δίνουν τη δυνατότητα πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης, παρέμβασης στην κρίση, αποτελεσματικότερης θεραπείας. Πάνω από όλα, οι υπηρεσίες καταπολεμούν το στίγμα και την κοινωνική απομόνωση των ατόμων με άνοια και των οικογενειών τους.
Στην πράξη η φροντίδα στην κοινότητα προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός δικτύου υπηρεσιών σε τοπική κλίμακα. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να περιοριστεί η μακροχρόνια νοσηλεία σε Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων και σε Κλινικές Γενικών Νοσοκομείων που επιβαρύνουν ψυχολογικά και οικονομικά τους συγγενείς των ασθενών εξοικονομώντας ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους.