Θεωρείται απίθανο να σημειωθεί σημαντική άνοδος στην παγκόσμια ανάπτυξη το 2024, καθώς δεν διαφαίνεται κάποιο άμεσο τέλος στη γεωπολιτική αβεβαιότητα και τις αυστηρές νομισματικές πολιτικές, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση “Global Economic Outlook” της KPMG.
Η φετινή έκθεση, η οποία καταρτίστηκε από κορυφαίους οικονομολόγους από εταιρείες-μέλη της KPMG σε όλο τον κόσμο, εξετάζει τις οικονομικές προοπτικές για 37 χώρες και οικονομικούς τομείς το 2024 και το 2025, αλλά και τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας τα επόμενα δύο χρόνια.
Με το παγκόσμιο εμπόριο να παραμένει στάσιμο τα τελευταία χρόνια, τόσο λόγω πανδημίας, γεωπολιτικών εντάσεων όσο και των αυξανόμενων μέτρων προστατευτισμού, η έκθεση της KPMG προειδοποιεί για δυνητικά σημαντικές απώλειες στην παραγωγή σε μακροπρόθεσμη βάση ως αποτέλεσμα του γεωοικονομικού κατακερματισμού. Η έκθεση προβλέπει αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2,2% το 2024 – από 2,6% το 2023, με την ανάπτυξη να αναμένεται να επιστρέψει στο 2,6% το 2025.
Η ασθενέστερη οικονομική δυναμική συνέβαλε στη μείωση τόσο των πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, όσο και των ευρύτερων πιέσεων κόστους, ενώ οι τιμές της ενέργειας καταγράφουν σημαντική πτώση σε σχέση με τα υψηλά του 2022, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Ο διάμεσος πληθωρισμός ΔΤΚ για τις χώρες του G20 περιορίστηκε στο 3,9% τον Οκτώβριο του 2023, μετά την κορύφωσή του στο 7,7% τον Ιούλιο του 2022, ενώ η KPMG αναμένει περαιτέρω επιβράδυνση τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της έκθεσης “Global Economic Outlook”, ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 5,0% το 2024 και 3,9% το 2025, από το 6,5% και το 8,0% που εκτιμάται ότι κυμάνθηκε το 2023 και το 2022 αντίστοιχα. Ωστόσο, οι κίνδυνοι είναι σε ανοδική τροχιά, καθώς τυχόν περαιτέρω σοκ στις τιμές της ενέργειας – ή ένας πιο επίμονος εγχώριος πληθωρισμός σε ορισμένες χώρες – θα μπορούσε να εκτροχιάσει τη σχετικά ομαλή επιστροφή στους στόχους των κεντρικών τραπεζών για τον πληθωρισμό το επόμενο έτος.
Η νομισματική πολιτική σε μεγάλο βαθμό έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο του τρέχοντος κύκλου σύσφιξης. Ωστόσο, πολλές κεντρικές τράπεζες είναι πιθανό να επιδείξουν συγκράτηση πριν ξεκινήσουν να χαλαρώνουν ξανά τα μέτρα. Το κρίσιμο ερώτημα αυτή τη στιγμή είναι πότε θα αρχίσουν να πέφτουν τα επιτόκια αλλά και πόσο χαμηλά θα κινηθούν. Ενώ κεντρικές τράπεζες όπως η Εθνική Τράπεζα της Πολωνίας και η Banco Central do Brasil έχουν ήδη αρχίσει να μειώνουν τα επιτόκια, οι οικονομολόγοι της KPMG πιστεύουν ότι οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένης της Fed των ΗΠΑ και της Τράπεζας της Αγγλίας – θα ξεκινήσουν να αναλαμβάνουν δράση πιο αργά εντός του 2024, με τα επιτόκια να διαμορφώνονται σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο μεσοπρόθεσμα σε σύγκριση με τη δεκαετία που προηγήθηκε της πανδημίας του Covid.
Σύμφωνα με την Yael Selfin, Vice Chair and Chief Economist της KPMG στο ΗΒ «Η τελευταία πρόβλεψη του “Global Economic Outlook” της KPMG αντανακλά τους πολλαπλούς υποκείμενους παράγοντες που οδηγούν στην αβεβαιότητα και την υποτονική ανάπτυξη παγκοσμίως. Βραχυπρόθεσμα, ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρεί, όχι όμως χωρίς κόστος, με τις καταναλωτικές δαπάνες να μειώνονται και το κόστος του χρέους να αυξάνεται.
Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να διαχειριστούν ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, με τις νέες προτιμήσεις για υβριδική εργασία, την υιοθέτηση των ESG, καθώς και τις αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα big data. Όλες αυτές οι αλλαγές απαιτούν όλο και περισσότερες επενδύσεις, με τις περισσότερες από αυτές ενδεχομένως να καταφέρουν να αυξήσουν την παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα».
Η αβεβαιότητα που προκαλείται από τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις επιδεινώνεται από την αβεβαιότητα των πολιτικών για χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία, αλλά και η Αυστρία, όπου το 2024 αποτελεί μια σημαντική εκλογική χρονιά. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σχετικά αδύναμες επιχειρηματικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα, ενώ υπάρχει μικρό περιθώριο για να καλύψουν το κενό οι κυβερνήσεις, καθώς τα δημόσια οικονομικά έχουν επιδεινωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Παρόλα αυτά, η ανεργία μάλλον θα διατηρηθεί σχετικά χαμηλή – λίγο κάτω από το 6% κατά μέσο όρο παγκοσμίως – τροφοδοτώντας εν μέρει τις καταναλωτικές δαπάνες παρά τις πολλαπλές αντιξοότητες.
Η Regina Mayor, Global Head of Clients & Markets της KPMG International, υπογραμμίζει: «Η ιστορία μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα, αναδεικνύονται όμως ξεκάθαρα ορισμένα καθολικά θέματα. Η νομισματική πολιτική είχε μεγάλο αντίκτυπο στην παραγωγή και τις προοπτικές ανάπτυξης, ενώ υπάρχει αυξανόμενη πίεση για την χαλάρωσή της. Το πότε θα συμβεί αυτό μένει να το δούμε. Πολλές κεντρικές τράπεζες έχουν να διαλέξουν μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, υπό τον φόβο ότι η χαλάρωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανάκαμψη του πληθωρισμού.
Ενώ δεν αναμένουμε κάποια σημαντική αλλαγή στα ποσοστά ανεργίας, το 2024 θα μπορούσε να είναι έτος παρακολούθησης της επίδρασης των σφικτών οικονομικών συνθηκών για τον κόσμο των επιχειρήσεων. Ένα κύμα αναχρηματοδότησης χρέους σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο θα μπορούσε να ασκήσει πραγματική πίεση στους επικεφαλής των επιχειρήσεων που αναζητούν ένα τέλος στην παρατεταμένη δυσχέρεια των τελευταίων μηνών. Σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα, η επόμενη χρονιά θα μπορούσε δυνητικά να αποβεί επιζήμια για πολλούς.
Ενώ η πιο πρόσφατη έρευνα “Global Economic Outlook” της KPMG αναδεικνύει κυρίως τους κινδύνους αρνητικών εξελίξεων, υπάρχουν πάντα αναλαμπές ελπίδας και αισιοδοξίας. Το ξέσπασμα της πανδημίας ακολούθησαν αρκετά χρόνια αβεβαιότητας και οι επικεφαλής των επιχειρήσεων έχουν επιδείξει μια πραγματική αίσθηση ανθεκτικότητας και ευελιξίας. Υιοθετώντας τις σωστές στρατηγικές και καλλιεργώντας την ικανότητα προσαρμογής σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, οι πιο καινοτόμοι και επικεντρωμένοι θα αρχίσουν κάποια στιγμή να βλέπουν λίγο φως στο τέλος ενός μεγάλου τούνελ».
Ο Δημήτρης Λαμπρόπουλος, Partner, Deal Advisory, KPMG στην Ελλάδα σχολιάζει σχετικά: «Καθώς υποδεχόμαστε το 2024, η παγκόσμια οικονομία διακατέχεται από έντονη νευρικότητα καθώς διαφαίνεται ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη θα παρουσιάσουν υποτονική ανάπτυξη επηρεαζόμενες από την γεωπολιτική ένταση, το υψηλό κόστος δανεισμού, τις πληθωριστικές πιέσεις και την αδύναμη ζήτηση. Πιθανή μείωση του ανθρωπίνου δυναμικού και των κεφαλαιουχικών επενδύσεων ως αντίμετρα από τις επιχειρήσεις αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω την κατάσταση. Σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει ο ρυθμός χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες και πόσο άμεσα τα οφέλη της θα περάσουν στη πραγματική οικονομία».