Νέα «στροφή» στην πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης για τους εξοπλισμούς. Το Βερολίνο εγκρίνει την προμήθεια μαχητικών Eurofighter και πυραύλων Iris-T στη Σαουδική Αραβία.
Στις προμήθειες όπλων είχε θεσπίσει περιορισμούς η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ τον Οκτώβριο του 2018 μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο σαουδαραβικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ως αντίδραση για την εμπλοκή των Σαουδαράβων στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης. Η Σαουδική Αραβία πλέον ηγείται μία συμμαχίας αραβικών κρατών που μάχεται εναντίον των Σιιτών ανταρτών Χούθι, οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν.
Ο πόλεμος στην ούτως ή άλλως ισοπεδωμένη Υεμένη έχει προκαλέσει μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις διεθνώς.
Σήμερα πάντως οι εμπλεκόμενοι αξιολογούν με διαφορετικό τρόπο τα γεωπολιτικά δεδομένα. «Μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου, η Σαουδική Αραβία συνεισφέρει στην ασφάλεια του Ισραήλ, ενώ παράλληλα συμβάλλει στις προσπάθειες να περιοριστεί ο κίνδυνος επέκτασης του πολέμου στην ευρύτερη περιοχή» τονίζει η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, επισκεπτόμενη την Ιερουσαλήμ στις 7 Ιανουαρίου.
Η οριστική επιβεβαίωση για μία «στροφή» της γερμανικής πολιτικής ήρθε το μεσημέρι της Τετάρτης από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στο Βερολίνο, ο οποίος ανέφερε ότι παραδίδονται στη Σαουδική Αραβία 150 κατευθυνόμενοι πύραυλοι αέρος-αέρος τύπου Iris-T. Από το Ισραήλ η Αναλένα Μπέρμποκ έχει ήδη επισημάνει ότι η Γερμανία δεν πρόκειται να φέρει αντιρρήσεις στην προμήθεια περισσότερων ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών τύπου Eurofighter στο Ριάντ.
Οι Σαουδάραβες διαθέτουν 72 Eurofighter. Εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα η Μ.Βρετανία θέλει να τους ενισχύσει με άλλα 49 μαχητικά αεροσκάφη ευρωπαϊκής κατασκευής. Καθώς όμως το Eurofighter αποτελεί συμπαραγωγή περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, η βρετανική κυβέρνηση χρειάζεται και τη συγκατάθεση της Γερμανίας, προκειμένου να καταλήξει σε οριστική συμφωνία.
Ένας από τους λόγους, για τους οποίους καθυστερούσε η έγκριση από το Βερολίνο, ήταν ότι στη συμφωνία για τον κυβερνητικό συνασπισμό που είχαν συνάψει τα κόμματα της «συγκυβέρνησης» (Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι) υπό τον Όλαφ Σολτς προβλεπόταν ρητώς ότι δεν επιτρέπεται η εξαγωγή όπλων «σε χώρες που αποδεδειγμένα έχουν εμπλακεί στον πόλεμο της Υεμένης». Αντιθέτως, η αντιπολίτευση Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) χαιρετίζει την πολιτική «στροφή» της κυβέρνησης Σολτς.
«Οι εξαγωγές όπλων αποτελούν μείζον ζήτημα για την πολιτική ταυτότητα του κόμματος» εξηγεί από την άλλη η εκπρόσωπος των Πρασίνων για θέματα αμυντικής πολιτικής στην Ομοσπονδιακή Βουλή Σάρα Νάνι. Άλλωστε οι Πράσινοι προέρχονται από το ειρηνευτικό κίνημα και τα στελέχη του κόμματος διαβεβαιώνουν ότι με τους Πράσινους στην εξουσία η εξωτερική πολιτική θα καθορίζεται με βάση κοινές αξίας και όχι συμφέροντα. «Για μένα, όλα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν» δηλώνει η Νάνι στην DW, για να συμπληρώσει ότι «μπορεί να έχει μεταβληθεί ελαφρώς ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας στη συρραξη της Υεμένης, αλλά κατά τη γνώμη μου αυτός δεν είναι λόγος να άρουμε τις επιφυλάξεις μας για τα Eurofighter».
Σε όσους θυμίζουν το «προηγούμενο» της Ουκρανίας η Σάρα Νάνι απαντά ότι στην περίπτωση εκείνη συνέτρεχαν συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούσαν μία στροφή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς «μία δημοκρατία, που δέχεται για δεύτερη φορά επίθεση από μία ιμπεριαλιστική δύναμη, πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αυτοί οι λόγοι δεν συντρέχουν στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας».
Σε διεθνείς κατατάξεις και αξιολογήσεις για τον σεβασμό της Δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η Σαουδική Αραβία βρίσκεται πολύ μακριά από τις επίζηλες πρώτες θέσεις. Παρά ταύτα παραμένει ένας από τους καλύτερους πελάτες οπλικών συστημάτων. Μόνο το 2022 είχε δαπανήσει 75 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για εξοπλισμούς, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) με έδρα τη Στοκχόλμη.
Η Γερμανία παραμένει σταθερά μία από τις δέκα πρώτες χώρες στις εξαγωγές όπλων. Ωστόσο, εξακολουθούν να ισχύουν αυστηρές προϋποθέσεις για την προμήθεια όπλων σε χώρες εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ. Σε κοινά εξοπλιστικά προγράμματα, όπως τα Eurofighter, οι ενδοιασμοί της Γερμανίας είχαν προκαλέσει στο παρελθόν τη δυσθυμία συμμαχικών χωρών, που έβλεπαν να περιορίζονται και οι δικές τους εξαγωγικές δυνατότητες. Εκπρόσωποι της αμυντικής βιομηχανίας ισχυρίζονται μάλιστα ότι οι περιορισμοί, που παραμένουν σε ισχύ για τις γερμανικές εξαγωγές, δυσχεραίνουν και τις δικές τους προοπτικές συνεργασίας σε νέα προγράμματα, όπως τα γαλλογερμανικό άρμα μάχης MGCS.
Η «στροφή» στο θέμα των Eurofighter ίσως αλλάξει το κλίμα. «Είναι σωστό και απαραίτητο να τερματιστεί η παρελκυστική στάση της Γερμανίας», επισημαίνει ο Ματίας Βάχτερ, εκπρόσωπος της Ένωσης Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), στην πλατφόρμα X. «Κατ’ αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται το Ισραήλ και αποτρέπεται μία απομόνωση της Γερμανίας στην Ευρώπη στα εξοπλιστικά προγράμματα. ‘Περισσότερη Ευρώπη’ στην πολιτική ασφάλειας επιτυγχάνεται με συνεργασία και εμπιστοσύνη, όχι με την άσκηση βέτο».
Πηγή: Deutsche Welle