Ο συνιδρυτής της Alibaba Τζακ Μα ήταν κάποτε ο «άπιαστος» επιχειρηματίας του κινεζικού κλάδους της τεχνολογίας.
Ειλικρινής και επιδεικτικός, ήταν παντού, από τα μέσα ενημέρωσης και τα συνέδρια μέχρι τα πρωτοσέλιδα εταιρικών εκδηλώσεων. Έξυπνος και εξωστρεφής, ο Μα γοήτευσε εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο με την εικόνα του ευχάριστου και καθόλου τυπικού στελέχους που δεν θέλει να ακολουθήσει τη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος.
«Εν ολίγοις, ο Μα, μέλος του κόμματος ο ίδιος, εμφανιζόταν περισσότερο Αμερικανός παρά Κινέζος», σχολιάζει το Business Insider, υπενθυμίζοντας ότι αφού επέκρινε τις κινεζικές ρυθμιστικές αρχές, εξαφανίστηκε από τα φώτα της δημοσιότητας στα τέλη του 2020 και το Πεκίνο προχώρησε σε καταστολή των ιδιωτικών του επιχειρήσεων.
Ο Μα γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια στο Χανγκτσόου της Κίνας. Δεν διέπρεψε στο σχολείο. Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις του κολεγίου δύο φορές πριν περάσει με την τρίτη του προσπάθεια στο Hangzhou Teachers Institute.
Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο το 1988, έκανε αίτηση για δεκάδες θέσεις εργασίας. Τον απέρριψαν όλοι οι εργοδότες, μεταξύ των οποίων και η KFC. Τελικά προσελήφθη ως καθηγητής αγγλικών.
Έπειτα, το 1994, ξεκίνησε μία δική του επιχείρηση στις μεταφραστικές υπηρεσίες και, μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι στις ΗΠΑ το 1995, ξεκίνησε μια ψηφιακή επιχείρηση τις πρώτες μέρες του Διαδικτύου.
Η πρώτη του επιχείρηση, China Pages, ήταν μια αποτυχία, αλλά έτσι απέκτησε ένα κύκλο 17 φίλων το 1999 για να δημιουργήσει την Alibaba. Ο ιστότοπος επέτρεψε στους εξαγωγείς να καταχωρούν τα προϊόντα τους απευθείας στην πλατφόρμα, βάζοντας με αυτό τον τρόπο την Κίνα στην εποχή του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Παρόλο που ο Μα θεωρείται ο πιο επιτυχημένος επιχειρηματίας στο Διαδίκτυο, ξεκίνησε την Alibaba χωρίς να έχει γνώσεις μάρκετινγκ ή υπολογιστών. Απλά το ξεκίνημά του ως δάσκαλος του δίδαξε πώς να συσπειρώνει τις διαθέσιμες δυνάμεις, να εντοπίζει και να καλλιεργεί το ταλέντο, να αναθέτει εργασίες και να χαράσσει την κατεύθυνση για την Alibaba, είχε αποκαλύψει ο ίδιος μιλώντας στο Νταβός το 2018.
Ο Ma ίδρυσε την Alibaba.com τον Ιούνιο του 1999. Τον Οκτώβριο, η εταιρεία κατάφερε να συγκεντρώσει 5 εκατ. δολάρια από την Goldman Sachs και άλλα 20 εκατ. δολάρια από την SoftBank.
Η Alibaba άνθισε τη δεκαετία του 2000 στην Κίνα. Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, ο Μα άρχισε να κάνει όνειρα που έβγαιναν πέρα από την Κίνα. Το 2014, η μπήκε στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και ο Μα έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ασία μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, με περιουσία που υπολογίζεται στα 25 δισ. δολάρια.
Ενώ μεσουρανούσε, άρχισε να συγκρούεται με τις κινεζικές αρχές. Αφού άσκησε δημόσια κριτική στις κινεζικές ρυθμιστικές αρχές τον Οκτώβριο του 2020, το παιχνίδι τέλειωσε. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια παρατεταμένη περίοδος κατά την οποία ήταν, στα μάτια του κοινού, αόρατος.
Ο Μα είχε ήδη αποσυρθεί από την Alibaba για περίπου ένα χρόνο όταν εξαφανίστηκε από την δημόσια σφαίρα. Βέβαια αν και «εξαφανισμένος» συνέχισε να απασχολεί δειλά το ενδιαφέρον. Τα τελευταία δύο χρόνια, τον έχουμε δει σε διάφορα ινστιτούτα σε όλο τον κόσμο που ειδικεύονται στη γεωργία υψηλής τεχνολογίας.
Τον Οκτώβριο του 2021, ο Μα βρέθηκε στην Ισπανία για να ενημερωθεί για τη γεωργία και την τεχνολογία που σχετίζονται με περιβαλλοντικά ζητήματα. Έχει επίσης ταξιδέψει στην Ολλανδία, την Ιαπωνία και την Ταϊλάνδη για να σπουδάσει αγροτεχνολογία.
Τον Μάιο, το Κολλέγιο του Τόκιο ανακοίνωσε ότι ο Μα θα αναλάμβανε θέση διδασκαλίας ενώ θα ερευνούσε τη βιώσιμη γεωργία και την παραγωγή τροφίμων.
Τον Ιανουάριο, βρέθηκε στην Ταϊλάνδη, όπου δείπνησε με τον Supakit Chearavanont, τον πρόεδρο του Ομίλου Charoen Pokphand, ενός μεγάλου παραγωγού ζωοτροφών.
Τον Νοέμβριο, ίδρυσε μια εταιρεία με την επωνυμία «Hangzhou Ma’s Kitchen Food», σύμφωνα με δημοσιεύματα των τοπικών μέσων. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στις πωλήσεις προσυσκευασμένων τροφίμων και στην επεξεργασία και λιανική πώληση αγροτικών προϊόντων.
Ο ίδιος δεν έχει εξηγήσει δημοσίως γιατί έχει στραφεί στη γεωργία. Ωστόσο, φαίνεται ότι στρέφει την προσοχή του σε έναν νέο τομέα, ενώ η επιχειρηματική τάση που επέδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του παραμένει «ζωντανή».