© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Όχι μόνο διαδραματίζεται στο 1971 η τελευταία ταινία του Αλεξάντερ Πέιν με τίτλο «Τα παιδιά του χειμώνα», αλλά μοιάζει και να γυρίστηκε εκείνη τη χρονιά: Το εναρκτήριο logo της Universal έρχεται απ’ αυτή την εποχή, ενώ το ντεκουπάζ, τα χρώματα, ακόμα και το μοντάζ, παραπέμπει ευθέως εκεί. Ευτυχώς δεν πρόκειται για ένα από «εφέ», και πως θα μπορούσε να συμβεί αυτό σε μια ταινία που υπογράφει ο πιο ανθρωπιστής κινηματογραφιστής του ανεξάρτητου Αμερικάνικου σινεμά σήμερα. Όλα ξεκινούν στο κολλέγιο Μπάρτον, όπου τρεις άνθρωποι θα περάσουν μαζί τις διακοπές των Χριστουγέννων: Ο μαθητής Άνγκους Τάλι, συνεπής στα διαβάσματα του, αλλά και ταραχοποιό στοιχείο, ο στριφνός καθηγητής ιστορίας Πολ Χάνχαμ, που έχει αναλάβει την επίβλεψη του, και η μαγείρισσα Μαίρη Λαμπ, που έχει χάσει το γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τρεις αταίριαστοι άνθρωποι που, σε συνθήκες αντίξοες, έρχονται πιο κοντά, φτάνοντας σε ένα άλλο επίπεδο αντίληψης και κατανόησης – με φόντο τα Χριστούγεννα, και όλη τη μελαγχολία που μπορεί να προκύπτει από μια συνθήκη σαν αυτή. Ο Πέιν εδώ, μοιάζει να συλλέγει στοιχεία από τις καλύτερες στιγμές του Ντίνο Ρίζι αλλά και του Πολ Μαζέρσκι (αναφορές εξίσου τρανταχτές και στο «Πλαγίως», την προηγούμενη συνεργασία του με τον Πολ Τζιαμάτι), έστω κι αν εμπνέεται ουσιαστικά από το «Merlusse» που ο Μαρσέλ Πανιόλ γύρισε το 1935 – πέραν των αναφορών όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα ζεστό, γλυκόπικρο ταξίδι ενδοσκόπησης («Γνώθι σαυτόν» διαβάζουμε στον πίνακα της τάξης), όπου τίποτα δε δείχνει περιττό ή κραυγαλέο.
Στο «Φεράρι» του Μάικλ Μαν, έχουμε προφανώς την επιστροφή ενός μεγάλου σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό τερέν, με μια βιογραφία που προσπαθούσε να γυρίσει εδώ και δεκαετίες. Αντιλαμβάνεσαι από το πρώτο καρέ την αγάπη του για το θέμα: Η πρώτη σεκάνς, σε βουβό ασπρόμαυρο, όπως τα επίκαιρα της εποχής, ανατρέχει με τον τρόπο της στην ιστορία του σινεμά – λες και ο σκηνοθέτης ήθελε οπωσδήποτε να συνδυάζει τις μεγάλες του αγάπες σε ένα έργο τέχνης. Το παράδοξο είναι πως πρόκειται για μια αντιθετική βιογραφία: Ενώ σ’ αυτά τα φιλμ ακολουθούμε την πορεία του κεντρικού ήρωα προς τη δόξα και την αναγνώριση, ο Μαν πιάνει τον Ένζο Φεράρι στην πιο δύσκολη φάση της ζωής του: Η εταιρία του πνέει τα λοίσθια, ενώ αυτός θρηνεί τον θάνατο του γιου του καθώς ο γάμος του διαλύεται. Ένας μεγάλος αγώνας ίσως τον σώσει, το όλο ζήτημα όμως εδώ είναι το πάθος του ίδιου του Μαν, που γεμίζει την πλοκή με Καθολικούς συμβολισμούς, σκύβοντας πάνω από την κουλτούρα του ήρωα του με μεγάλη προσοχή, αγγίζοντας ακόμα και οπερατικές συχνότητες – γι’ αυτό και η βία στα δυστυχήματα που προκύπτουν είναι τόσο έντονη και γραφική. Σπουδαίος ο Άνταμ Ντράιβερ στον πρώτο ρόλο, εξίσου καλή και η Πενέλοπε Κρουθ που μιμείται λίγο τη Σοφία Λόρεν.
To συγκινητικό, δίχως ποτέ να εκπίπτει σε δραματικά κλισέ «Μαύρος Κότσιφας, Μαύρο Βατόμουρο» σε σκηνοθεσία Ελένε Ναβαριάνι, με τον τίτλο να παραπέμπει στο «Ήταν ένας τραγουδιστής κότσιφας» του Οτάρ Ιοσελιάνι, έρχεται κι αυτό από τη Γεωργία, και είναι ένα αξιοθαύμαστο φιλμ. Ηρωίδα του, η Ετέρο, μια 48χρονη γυναίκα που έχει επιλέξει τη μοναξιά, κάτι που σχολιάζεται ποικιλοτρόπως στο χωριό της, μέχρι που ένα ξαφνικό φλερτ με τον θάνατο φέρνει μέσα της τα πάνω, κάτω: Ξαφνικά, η Ετέρο είναι μια γυναίκα έτοιμη να ερωτευτεί, να ρισκάρει, να ανακαλύψει τι υπάρχει πέρα από τη ζωή που επέλεξε να ζήσει μέχρι τώρα. Φωτογραφημένο με κομψότητα από την Αγνιέζ Πακόζντι, με εξίσου μελετημένη δουλειά στον ήχο, το φιλμ της Ναβαριάνι ξετυλίγεται με μια φυσική χάρη, σαν ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται και ανοίγει σιγά – σιγά τα φτερά του – μια κληρονομιά του Γεωργιανού σινεμά που, απ’ ότι φαίνεται, έχει ακόμα πολλά να δώσει.
Βγαίνει και η πολυδιαφημισμένη «Αποστολή στην Ελλάδα» με τον Άαρον Έκχαρτ σε ρόλο πράκτορα της CIA που έρχεται στη Θεσσαλονίκη να «καθαρίσει». Όπως και στο «Delta Force», έτσι κι εδώ, η Ελλάδα παρουσιάζεται ως ξέφραγκο αμπέλι για τρομοκράτες και αρχιμαφιόζους – και αν μου πείτε «που θυμήθηκες το “Delta Force”» θα σας υποδείξω το όνομα του Μπόαζ Ντάβιντσον ανάμεσα στους παραγωγούς και των δυο φιλμ! Μην περιμένετε λοιπόν τίποτα το εξαιρετικό, για φτηνιάρικο b-movie πρόκειται, και μάλιστα θεαματικά κακογραμμένο (δε θα πιστεύετε τις ατάκες, αλήθεια) που όμως έχει μερικές καλές σκηνές ξύλου (ο Ρένι Χάρλιν παραμένει επαγγελματίας), και ένα ξεκαρδιστικό (ενίοτε και για τους λάθος λόγους) αυτοκυνηγητό στους δρόμους της παλιάς πόλης.