Το θέμα είναι περίπλοκο. Όπως τα περισσότερα που αφορούν τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, λόγω της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της μετά από τον απελευθερωτικό αγώνα της από τη βρετανική κυριαρχία. Μία από τις βασικές διαφορές, και η επικράτηση του καθολικού έναντι του προτεσταντικού δόγματος. Αυτό βέβαια καθόρισε το σύνταγμά της που ακόμα και σήμερα βασίζεται πάνω σε αξίες και πιστεύω της Καθολικής Εκκλησίας.
Και ερχόμαστε στο σήμερα, που είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας που κάνει η χώρα για να εξελιχθεί. Έτσι τουλάχιστον υποστήριξε ο Taoiseach (Πρωθυπουργός της Ιρλανδίας), Λίο Βαράντκαρ για τις μεταρρυθμίσεις που σκόπευε να φέρει στη χώρα δηλώνοντας πως θέλει «να διαγράψει μια γλώσσα παλαιών αρχών αλλά και σεξιστική για τις γυναίκες». Για αυτό και σημειολογικά πραγματοποίησε τα δημοψηφίσματα την Παρασκευή 8 Μαρτίου, στη γιορτή της γυναίκας. Τα αποτελέσματα που βγήκαν αργά το βράδυ του Σαββάτου έδειξαν – πανηγυρικά – ότι ο κόσμος δεν πείστηκε.
Πρόκειται για δυο συνταγματικά άρθρα που έχουν ισχύ από το 1937. Το ένα, αφορά στον ορισμό της οικογένειας που συνταγματικά συνδέεται με τον θεσμό του γάμου. Η τροπολογία στόχευε στο να διευρύνει αυτόν τον ορισμό και να συμπεριλάβει τις «διαρκείς σχέσεις», όπως τα ανύπαντρα ζευγάρια ή τις μονογονεϊκές οικογένειες. Το άλλο άρθρο ήθελε να διαγράψει δυο εκφράσεις που καθόριζαν τη γυναίκα ως υπεύθυνη για την φροντίδα των μελών της οικογένειας στο σπίτι. Στο ισχύον διάταγμα για τις μητέρες αναφέρεται «ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να αναγκάζονται να πηγαίνουν για δουλειά παραμελώντας τις δουλειές στο σπίτι».
Επίσης αναφέρει ότι η ζωή των γυναικών στο σπίτι είναι μια πηγή υποστήριξης για το κράτος, απαραίτητη για το «κοινό καλό». Στην αλλαγή, οι δυο αυτές φράσεις διαγράφονταν και προτάθηκε να αντικατασταθούν με την πρόταση «το κράτος πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει τον θεσμό της φροντίδας στο σπίτι».
Η πρόταση για τροποποίηση της διατύπωσης στη διάταξη περί οικογένειας, ώστε να συμπεριληφθούν οικογένειες που δε βασίζονται στο γάμο, ηττήθηκε με 67,7%. Η άρνηση για αλλαγή στο ρόλο της γυναίκας στο σπίτι ήταν ακόμα πιο ηχηρή. Το 73,9% των συμμετεχόντων ψήφισε κατά ενώ το 26,07% ψήφισε υπέρ.
Αυτό σημαίνει, ότι 1.114.620 Ιρλανδοί ψήφισαν κατά έναντι 393.053 που ψήφισαν υπέρ. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ πρόκειται για τη μεγαλύτερη – ιστορικά – αρνητική ψήφο σε ιρλανδικό δημοψήφισμα, συμπεριλαμβανομένων των δημοψηφισμάτων για τις εκτρώσεις ή τον γάμο ατόμων του ίδιου φύλου. Μόνο μία πόλη νοτιοανατολικά του Δουβλίνου ψήφισε Tá δηλαδή ‘ναι’ και αυτή είναι η πόλη Dun Laoghaire.
Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός, Λιο Βαράντκαρ, ανέλαβε πλήρως την ευθύνη και παραδέχτηκε ότι «έχασαν ολοκληρωτικά από ένα αξιοσέβαστο ποσοστό συμμετοχής στο 44,4% του πληθυσμού», ενώ πρόσθεσε ότι «προφανώς και αποτύχαμε να πείσουμε την πλειοψηφία». Η ηγέτης του κόμματος Σιν Φειν, Μαρί Λου Μακντόναλντ, που επιθυμούσε και εκείνη τις αλλαγές, τόνισε ότι υπήρχε πρόβλημα στη διατύπωση της τροποποίησης του νόμου καθιστώντας τον «μη ξεκάθαρο».
Όπως και να έχει, κατηγορήθηκε ότι το κόμμα δεν έχει επαφή με τον λαό, ενώ κάποιοι την αποκάλεσαν «προδότη του ιρλανδικού λαού».
O Tanaiste, ο αντιπρόεδρος της ιρλανδικής κυβέρνησης, ο οποίος τασσόταν με την επικράτηση του «Όχι» δήλωσε ότι «η πλειοψηφία προφανώς και δεν πείστηκε για τα πλεονεκτήματα των αλλαγών», ενώ σύσσωμη η κοινή γνώμη είδε ως βασικό πρόβλημα την ασάφεια με την οποία διατυπώθηκαν οι αλλαγές.
Για παράδειγμα, η έννοια της «διαρκούς σχέσης» θεωρήθηκε ότι μπορεί να παρερμηνευόταν από υποστηρικτές της πολυγαμίας αλλά και να διευκόλυνε τους μετανάστες που προσκαλούν τις οικογένειές τους, ενώ το επιχείρημα για τις αλλαγές του ρόλου της γυναίκας στο σπίτι ήταν ότι ο ρόλος της ακυρωνόταν από το σύνταγμα.
Πηγή: Deutsche Welle