Το 1941, οι αντιφασίστες ακτιβιστές Altiero Spinelli, Ernesto Rossi και Eugenio Colorni -εξόριστοι στο ιταλικό νησί Ventotene κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- συνέταξαν ένα μανιφέστο «Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη»: το Μανιφέστο του Ventotene.
Το Μανιφέστο, το οποίο θεωρείται ως η γέννηση του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, είχε ως όραμα μια σοσιαλιστική ομοσπονδία της Ευρώπης. Αποσκοπούσε στη ρήξη με το παρελθόν της για τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού συστήματος με κοινωνικές και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στη μεταπολεμική συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας δημοκρατικών κρατών, όπου ένας νέος πόλεμος παράλογος και ανεπιθύμητος. Μια Ευρώπη που θα εγγυάται την ελευθερία, ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το Μανιφέστο διαδόθηκε στους κύκλους της ευρωπαϊκής αντίστασης και αργότερα ενέπνευσε τις πρώτες πρωτοβουλίες συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σαφώς απέχει από αυτό το όραμα:
Η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, οι διαβρωμένοι δημοκρατικοί θεσμοί και οι μακρόχρονες πολιτικές λιτότητας είναι κύρια χαρακτηριστικά της πλέον, εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και τις ανισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών. Και όλα αυτά καταγράφονται σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον πολλαπλών και αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων, όπως η κλιματική, η υγειονομική, η γεωπολιτική και η δημογραφική.
Οι πολιτικές επιλογές των προηγούμενων δεκαετιών, οι οποίες με τη «μεγάλη συναίνεση» μεταξύ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων από τη δεκαετία του ‘90, είχαν ως αποτέλεσμα ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας να αποκλείονται ή να περιθωριοποιούνται, αποξενώνοντας τους πολιτών από τις πολιτικές της ΕΕ και αφήνοντας τους νέους ανθρώπους να βλέπουν δυστοκία για το παρόν και δυστοπία για το μέλλον. Απότοκο όλων αυτών, η επιστροφή των εθνικισμών και η επάνοδος της ακροδεξιάς, οι λαϊκίστικες ερμηνείες της οποίας βρίσκουν εύφορο έδαφος καπηλεύοντας τις όποιες αναταράξεις.
Σήμερα, προκειμένου να ξεπεραστεί η χαμηλή παραγωγικότητα, η αποβιομηχανοποίηση και η αδυναμία ανάπτυξης κοινής στρατηγικής που ταλανίζουν την ΕΕ, προτείνεται η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ απέναντι στις ΗΠΑ και στην Κίνα να γίνει με πόλο -για πρώτη φορά- την ανάπτυξη στρατιωτικής βιομηχανίας στην ΕΕ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει λειτουργήσει καταλυτικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι συνέπειες της επικράτησης μια τέτοιας πολιτικής είναι απρόβλεπτες και θα επηρεάσουν τις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος και την προτεραιότητα για την «πράσινη μετάβαση». Επίσης, καίριας σημασίας είναι η ανάπτυξη του κατάλληλου ιδεολογικού υποστρώματος προς την κατεύθυνση αυτή. Ήδη καταγράφονται οι πρώτες αλλαγές στο δημόσιο λόγο που αρθρώνεται και σε καθιερωμένους θεσμούς της ΕΕ. Η κατάσταση αυτή ανακλάται και στις πολιτικές για την επιστημονική έρευνα στην ΕΕ και το γνωσιακό κεφάλαιο που απορρέει από αυτή: για παράδειγμα, σταθερή αρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής για την έρευνα ήταν εξαρχής η μη χρηματοδότησή της για στρατιωτικούς σκοπούς.
Όμως, τον περασμένο Ιανουάριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τρεις διαφορετικούς τρόπους για την ενίσχυση της έρευνας «διττής χρήσης» (dual-use), δηλαδή της έρευνας για πολιτικούς και αμυντικούς σκοπούς: ο πρώτος είναι να αξιοποιηθούν οι συνέργειες μεταξύ των υφιστάμενων προγραμμάτων, ο δεύτερος να καταργηθεί η αποκλειστική εστίαση στις μη στρατιωτικές εφαρμογές στο επόμενο 10ο Πρόγραμμα Πλαίσιο (ΠΠ10) και ο τρίτος να δημιουργηθεί ένα νέο εργαλείο για την ανάπτυξη τεχνολογίας «διττής χρήσης».
Οι αντιδράσεις της ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής κοινότητας διαφοροποιούνται. Για παράδειγμα, η LERU (League of European Research Universities) και η CESAER (Conference of European Schools for Advanced Engineering Education and Research) -που περιλαμβάνουν κορυφαία ευρωπαϊκά ερευνητικά πανεπιστήμια- προκρίνουν τη διατήρηση της θεσμοθετημένης από το παρελθόν αποκλειστικής εστίασης της έρευνας για μη στρατιωτικούς σκοπούς στα Προγράμματα-Πλαίσιο της ΕΕ για την έρευνα. Θεωρούν καίριας σημασίας τη διασφάλιση της κινητικότητας των ερευνητών, της διάδοσης της επιστημονικής γνώσης και της μεταφοράς τεχνολογίας.
Τα τελευταία χρόνια ανέδειξαν τη σημασία αυτού που είχαμε λησμονήσει για την Ευρώπη: την αναγκαιότητα ενός συνεκτικού, ολιστικού και υπερεθνικού οράματος. Για την ειρήνη, τη δημοκρατία, τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Το Ευρωκοινοβούλιο που θα αναδειχθεί στις επικείμενες ευρωεκλογές και η επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κληθούν να προσαρμοστούν σε πρωτόγνωρες συνθήκες σε πλανητικό επίπεδο. Αν δεν καταφέρουν να απαντήσουν στα παγκόσμιας πλέον υφής προβλήματα, η ευημερία της Ευρώπης θα υπονομεύεται διαρκώς.
Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ απέδειξε πως παρά τη γραφειοκρατία της μπορεί να λάβει γρήγορες αποφάσεις, όταν και όπου το κρίνει απαραίτητο. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η Ένωση πήρε αποφάσεις για την ενισχυτική χρηματοδότηση εν μέσω πανδημίας, ευθυγραμμίστηκε ως προς τη στήριξη του Κιέβου και αναθεώρησε τις περιβαλλοντικές της προτεραιότητες. Από την άλλη, η στάση της ΕΕ σε καίρια γεωπολιτικά ζητήματα, όπως η Ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, έχει προκαλέσει αντιδράσεις στο εσωτερικό της, ένα κύμα συμπαράστασης στον παλαιστινιακό λαό, αλλά και πρωτοφανή περιστατικά λογοκρισίας και δίωξης της διαμαρτυρίας και της αλληλεγγύης.
Είναι σημαντικό να επαναπροσδιοριστούν οι στοχεύσεις της ΕΕ, προάγοντας την πρωταρχική ευρωπαϊκή ιδέα της αλληλεγγύης, της ειρήνης και της ευημερίας, σε εντελώς διαφορετική βάση μέσα από προτάσεις δράσης και ένα αξιόπιστο αριστερό μέτωπο μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο.
Το διακύβευμα είναι η ΕΕ, για την υλοποίηση αυτού του οράματος, να γίνει ακόμη πιο ανθρωποκεντρική, διαφανής και αποτελεσματική ως προς την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων, απαντώντας με πράξεις απέναντι στους λαϊκισμούς που υπονομεύουν τα θεμέλια των συναινέσεων. Έχει ευθύνη η Αριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ, να αναμετρηθεί ιδεολογικά και να εκφράσει τα λαϊκά συμφέροντα συσχετίζοντας τον πόλεμο και την αιματοχυσία με τα τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα εκκινώντας από τις ιδεολογικές της καταβολές.
Οι ευρωεκλογές είναι μάχη κρίσιμη σε αυτό το πεδίο για το πρόταγμα, με πυρήνα την επιστημονική έρευνα και την καινοτομία, ενός συμπεριληπτικού και βιώσιμου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης έναντι της στροφής προς τη στρατιωτική βιομηχανία.
Εξίσου κρίσιμο, όμως, είναι σε ζητήματα εσωτερικού ενδιαφέροντος να εκφραστεί η αποδοκιμασία σε μία οικονομική πολιτική που ευνοεί ολιγοπωλιακά συμφέροντα, διαλύει τις εργασιακές σχέσεις και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό της απληστίας καταδικάζοντας την Ελλάδα στην προτελευταία θέση αγοραστικής δύναμης στην ΕΕ. Να εκφραστεί η αποδοκιμασία σε μια μικροκομματική και πατριδοκάπηλη εξωτερική πολιτική που δημιουργεί αστάθεια και ένταση στην περιοχή μας. Να εκφραστεί η αποδοκιμασία σε μια ατελέσφορη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης μέσω φθηνών υπηρεσιών και εκποίησης γης απαξιώνοντας την παιδεία, την επιστημονική έρευνα και τον πολιτισμό.
Η απάντηση στα κυρίαρχα προτάγματα της Δεξιάς δεν μπορεί παρά να είναι οι ιδέες και οι αξίες της Αριστεράς. Της Αριστεράς η οποία επιδιώκει περισσότερη Ευρώπη με δημοκρατία και αλληλεγγύη, ανθρωποκεντρική, χωρίς στεγνές οικονομίστικες προσεγγίσεις αδιάφορες για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία και στην καθημερινή πραγματικότητα, με ισχυρή φωνή ενάντια στον πόλεμο, έμφαση στο κοινωνικό κράτος, την ποιοτική παιδεία και τον πολιτισμό. Σημεία τα οποία περιλαμβάνονται στην ευρωπαϊκή ατζέντα της Νέας Αριστεράς. Ξεκάθαρα. Χωρίς αμφισημίες.
*Ο Κ. Φωτάκης είναι Πρώην Αν. Υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας, Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, Διακεκριμένο μέλος και τέως Πρόεδρος ΙΤΕ
** Ο Αλ. Σελίμης είναι Δρ. Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης